Του Ραφαήλ-Νικολάου Μπελενιώτη,
Αναπόφευκτα η συζήτηση γύρω από το ιστορικό «ΟΧΙ», όπως έχει χαραχθεί στη συλλογική μας μνήμη, αναζωπυρώθηκε με τους πρόσφατους εορτασμούς της επετείου. Το είπε ο Μεταξάς; Το είπε ο εργαζόμενος λαός πλην των ζάμπλουτων αστών Λακεδαιμόνιων; Λίγη σημασία έχει πώς το εκλαμβάνει πλέον ο καθένας μας, έχει όμως τεράστια σημασία να καταλάβουμε ότι το «ΟΧΙ» ενσαρκώθηκε στο Αλβανικό μέτωπο, στα βουνά της Πίνδου, από σύσσωμο το ελληνικό έθνος.
Δεν ήταν μια συγκεκριμένη τάξη που πολέμησε στήθος με στήθος με τους Ιταλούς εισβολείς. Όπως επίσης δεν ήταν ούτε η «επιστράτευση» εκείνη που ανάγκασε τους πολλούς να πιάσουν το τουφέκι. Ο ελληνικός λαός, με τη σπιρτάδα της πρακτικής σκέψης και την ανάγκη για επιβίωση (ας μην ξεχνάμε πως ακόμα και τότε ήταν ένα πολύπαθος λαός, με βαριές στρατιωτικές ήττες και ελλείψεις, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα τρομακτικά οξυμένα) κατανόησε πως από της «6ης πρωινής της σήμερον» βρισκόταν μπροστά σε μια εθνική απειλή: της απώλειας της ελευθερίας του.
Το άσυλο στην οικία ήταν μια συνθήκη για τον αγροτικό πληθυσμό της Ελλάδας, τόσο ζωτική, που δίχως δεύτερη σκέψη τα αγροτόπαιδα της Ελλάδα του 40’, που τους έλαχε ο κλήρος της υπεράσπισης των οικιών τους, δεν έβλεπαν άλλη διέξοδο: θα πολεμούσαν για τα χωράφια τους, για την πατρική οικία τους, για μια ζωτική ατομική ελευθερία τους απέναντι στον εισβολέα.
Το «υπέρ βωμών και εστιών», λοιπόν, για το οποίο καλούταν να δοθεί ως τίμημα ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας, οι αξιόμαχοι νέοι, είχε μια απτή ανταπόκριση στις καρδιές του έθνους, στους πολίτες της χώρας. Μονάχα με αυτόν τον τρόπο μπορεί να κατανοηθεί η σύσσωμη και παλλαϊκή προσπάθεια που δόθηκε στα μέτωπα της επίθεσης, ίσως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η «ψυχή» των Ελλήνων φαντάρων.
Αν, όμως, από τη μία ήταν η αγάπη για την ελευθερία η κινητήριος δύναμη για τη σύσσωμη αντίσταση, άλλο τόσο η αγάπη για την ελευθερία συνέβαλε στην εθνική ομοψυχία. Ακόμα και το ΚΚΕ -μέσα από τις αντιφάσεις του- αναγνώρισε τον ηγετικό ρόλο του Μεταξά και κάλεσε τους κομμουνιστές να δώσουν το είναι τους στον επικείμενο αγώνα. Ακόμα και όταν πήγε να υπερισχύσει το διεθνιστικό αίσθημα -δηλαδή οι προσταγές του ΚΚΣΕ- έναντι του εθνικού καθήκοντος, τα πράγματα για τους Έλληνες κομμουνιστές δεν ήταν ξεκάθαρα: θα πολεμούσαν ή όχι στον εθνικό αγώνα; Πολλοί κομμουνιστές -όσοι κατάφεραν- πολέμησαν, άλλοι δεν πρόφτασαν να πιάσουν το τουφέκι.
Σήμερα, λοιπόν, αν διυλίζουμε τον κώνωπα γύρω από το ποιος είπε τι, είναι γιατί ξεχνάμε πως τις ψυχές των πολιτών, των Ελλήνων, τίποτα περισσότερο δεν τις εμψύχωσε παρά η απειλή της απώλειας της ελευθερίας τους. Δε γνωρίζουμε τι αντίκρισμα θα είχε ένα «ΝΑΙ» από τον Μεταξά και την κυβέρνησή του στη θέση του «ΟΧΙ». Σίγουρα δε θα υπήρχε η συντονισμένη προσπάθεια στο Αλβανικό μέτωπο. Ενδεχομένως και ο εχθρός να κέρδιζε έδαφος. Όμως, όπως έχει δείξει ξανά η ιστορία, ο ελληνικός λαός και ηττημένος ακόμα, κατάφερνε να ανασυγκροτηθεί από τις στάχτες του και να αποτινάξει από πάνω του τον ζυγό του περιορισμού της ελευθερίας του. Το «ΟΧΙ» μας θυμίζει ακριβώς αυτό.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην Ιστορία. Αρέσκεται στο να αποκωδικοποιεί την τρέχουσα επικαιρότητα μέσω της αρθρογραφίας.