Της Σοφίας Ζαφειροπούλου,
«Η τέχνη πιστοποιεί την αναπηρία μας, μιας και ο καλλιτέχνης, αυτός που πραγματοποιεί την τέχνη, συνθέτει ένα ύποπτο είδος πολίτη», είπε ο Μάνος Χατζηδάκις.
Τέχνη νοείται η συνειδητή ενέργεια του ανθρώπου που δημιουργεί το ωραίο. Αποτελεί έναν από τους παράγοντες που προάγουν γνώση, είναι ο «σεισμογράφος» που καταγράφει με ακρίβεια τις κοινωνικο-πολιτικές δονήσεις της εποχής της. Σε ένα έργο τέχνης βλέπουμε τις ιδέες και της αντιλήψεις μιας εποχής, τα ήθη και τα έθιμα της εκάστοτε κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα πληροφορούμαστε για τη διαστρωμάτωση, τις οικονομικές σχέσεις, το τεχνολογικό επίπεδο και τις ιδεολογικές τάσεις αυτής της κοινωνίας. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί το έργο του σαν δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στον ίδιο και τους άλλους, δέχεται και στέλνει μηνύματα και γίνεται συντελεστής ιδεολογικών ανακατατάξεων και ιστορικών αλλαγών. Επομένως, σφάλλουν όσοι δε δέχονται την κοινωνικο-πολιτική αποστολή της τέχνης.
Η τέχνη διαπραγματεύεται με τους δικούς της όρους πολιτικά ζητήματα εδώ και αιώνες. Στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, την εποχή των Μεγάλων Διονυσίων η τέχνη αποτελούσε τρόπο συμμετοχής στα κοινά, ήταν το μέσο για να εκφραστούν στοχασμοί και ερωτήσεις για την πραγματικότητα, για τον πόλεμο, την ειρήνη, την εξουσία και το δίκαιο. Αργότερα η τέχνη βρισκόταν υπό την υπηρεσία του εκάστοτε βασιλιά και της εκκλησίας. Από το τέλος του 19ου αιώνα παρατηρούνται σοσιαλιστικά και κομουνιστικά κίνητρα στην τέχνη. Χαρακτηριστική είναι η άποψη της Σταλινικής Ρωσίας για τον καλλιτέχνη, η οποία τον θεωρεί «μηχανικό τον ανθρώπινων ψυχών». Σήμερα, η τέχνη αποτελεί τον καταγραφέα των κεφαλαιοκρατικών συνθηκών της παγκοσμιοποίησης και τον πολέμιο των έκδηλων αδικιών και της ανομίας του σήμερα. Η νεομαρξιστική θεωρία περί αναλλοίωτης ουσίας της τέχνης και του ανθρώπου, προκρίνει την αντιμετώπιση του ατόμου ως ιστορικού υποκειμένου και το παρατηρεί στην μετανομαδική του φάση, όπου διασχίζει τις ηπείρους για να καταγράψει τις αδικίες του κόσμου.
Στα μοντέρνα κράτη η τέχνη σταμάτησε να βρίσκεται στην άμεση υπηρεσία του κράτους. Πλέον, είναι δεδηλωμένη η επιθυμία, τόσο του καλλιτέχνη όσο και της πολιτικής αρχής, να απαλειφθεί κάθε σχέση εξάρτησης. Βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει πολιτικό περιεχόμενο στην τέχνη με την έννοια της προσωπικής άποψης, που καταγράφει, κρίνει και συγκινεί για τα όσα συμβαίνουν. Μία σειρά από θεσμούς, όπως οι κρατικές υποτροφίες και οι κρατικές σχολές καλών τεχνών στηρίζουν την εκάστοτε εγχώρια καλλιτεχνική ζωή και έτσι, μπορεί να υπονοηθεί πως όλοι αυτή οι θεσμοί διατηρούν τη δυνατότητα παρέμβασης και δημιουργούν ένα νέο είδος σχέσης τέχνης και πολιτικής.
Κάποιες τέχνες αυτοανακηρύσσονται υπεράνω πολιτικής, αυτό όμως δε γίνεται να ισχύει, γιατί η τέχνη υπάρχει μόνο εντός του κόσμου μας, ενώ το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και δραστηριοτήτων αποτελεί το πεδίο δράσης της. Η τέχνη δεν είναι αυτοσκοπός και δεν αποτελεί αυθύπαρκτη αξία, μόνο ο άνθρωπος αποτελεί αξία και όλα τα άλλα υπάρχουν για να τον υπηρετούν. Δεν υπάρχει τέχνη που να μην είναι ήδη πολιτική. Η σχέση υπάρχει εξ ορισμού, ακόμη και αν, όπως σημειώνει ο Walter Benjamin, είναι δυναμικά παρούσα μόνο από την κραυγαλέα διακήρυξη της απουσίας ή του αποκλεισμού της. Η καλλιτεχνική δημιουργία σε οποιαδήποτε μορφή της είναι υποσύνολο της πολιτικής και μέθοδος πολιτικοποίησης των μαζών, με σκοπό τη δημιουργία μιας νέας καλύτερης κοινωνίας.
«Τι πιστεύετε πως είναι ο καλλιτέχνης; Ένας ανόητος ο οποίος έχει απλά μάτια αν είναι ζωγράφος και αυτιά αν είναι μουσικός; Αντίθετα, την ίδια στιγμή είναι ένα πολιτικό όν, το οποίο διαρκώς ανταποκρίνεται σε σπαραξικάρδια, φλογερά ή χαρούμενα γεγονότα και απέναντι στα οποία παίρνει θέση με ποικίλους τρόπους. Είναι ένα εργαλείο πολέμου για να επιτίθεται αλλά και να αμύνεται εναντία στον εχθρό». Pablo Picasso, 1945.
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1999. Βρίσκεται στο τρίτο έτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό και λατρεύει τα ταξίδια