Του Θάνου Γκλαβέρη,
Στην επικαιρότητα βρίσκεται τελευταία η ψήφος των Ελλήνων αποδήμων. Σε αυτό το θέμα ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά ανέκρουσε πρύμναν, όταν η ΝΔ φάνηκε να υιοθετεί τους όρους που έθεσε το ΚΚΕ (ανώτατο χρονικό όριο απουσίας από τη χώρα, ΑΦΜ, αυτοπρόσωπη παρουσία στην κάλπη). Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φάνηκε να καταλαβαίνει γρήγορα ότι, αν παρέμενε στην αρνητική ψήφο, το νομοσχέδιο θα περνούσε τελικά χωρίς αυτό και με το ίδιο στο «κατά» να δίνει την εικόνα στους απόδημους ότι αντιμάχεται τα συμφέροντά τους. Σαν άλλο σχεδίασμα της θεωρίας των παιγνίων, αποδείχτηκε στην πράξη ότι το όριο των 200 βουλευτών που θέτει το Σύνταγμα για το ζήτημα, το αποτρέπει μέχρι να ξεπεραστεί. Άπαξ και συμπληρωθεί ο μαγικός αριθμός, όλα τα κόμματα «τρέχουν» να υπερψηφίσουν.
Ας σημειωθεί για αρχή ότι αυτό που ρυθμίζει το άρθρο 51§4β’ του Συντάγματος δεν είναι η παροχή του εκλογικού δικαιώματος σε άτομα που δεν το διαθέτουν. Σαφώς συνάγεται από τη διατύπωση ότι αυτό που δίνεται είναι μια διευκόλυνση σε αυτούς που ήδη έχουν την ελληνική ιθαγένεια (και άρα αναφαίρετο εκλογικό δικαίωμα) να μην αναγκάζονται να προσέρχονται στην Ελλάδα και στην εδώ εκλογική τους περιφέρεια, προβαίνοντας σε υπέρμετρες δαπάνες χρόνου και χρημάτων. Αλλά να μπορούν να ψηφίζουν στη χώρα κατοικίας τους, είτε αυτό σημαίνει στα ελληνικά προξενεία, είτε σε άλλους ειδικά διαμορφωμένους χώρους (η επιστολική ψήφος ίσως επικρίθηκε ότι ενθαρρύνει τη χαλαρή ψήφο, αυτή για την οποία δεν είναι κανείς διατεθειμένος να θυσιάσει την «καρέκλα»).
Επομένως, ο περιορισμός του ΑΦΜ (ή του χρόνου απουσίας από τη χώρα) καταρχήν δε θίγει την ουσία του εκλογικού δικαιώματος. Οι χωρίς ΑΦΜ συμπολίτες μας εξακολουθούν να μπορούν να μεταβαίνουν στην Ελλάδα για να ψηφίζουν. Η δυνατότητα άσκησης του εκλογικού δικαιώματος στη χώρα κατοικίας συνιστά με λίγα λόγια μια διαδικαστική διευκόλυνση και δε θίγει το ίδιο το δικαίωμα του εκλέγειν και την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο 51§3 του Συντάγματος. Αλλά ούτε και ο πυρήνας του εν λόγω δικαιώματος θίγεται, υπό τη μορφή της αποτελεσματικής άσκησής του, αφού το Σύνταγμά μας γνωρίζει και αποδέχεται, ήδη από την ψήφισή του το 1975μ ότι δε δίνεται στους απόδημους μια τέτοια δυνατότητα. Επιτρέπει, όμως, –δεν επιβάλλει– στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει κάτι τέτοιο στο μέλλον («Νόμος… μπορεί να ορίσει»).
Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι μια τέτοια δυνατότητα μπορεί να δίνεται αυθαίρετα. Το Σύνταγμα μιλάει για άσκηση του εκλογικού δικαιώματος «από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια» και όχι «από εκλογείς». Ο αποκλεισμός κάποιων εκλογέων από μια τέτοια ευχέρεια πρέπει να εξυπηρετεί κάποιο δημόσιο συμφέρον και να τηρεί τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Δικαιολογητικοί λόγοι αποκλεισμού μπορούν να θεωρηθούν για παράδειγμα: α) ο εξαιρετικά μικρός ελληνικός πληθυσμός σε μια χώρα σε σχέση με τα έξοδα, στα οποία θα πρέπει να προβεί το ελληνικό κράτος για τη λειτουργία κάλπης ή β) η εγγύτητα της ξένης χώρας προς το έδαφος της Ελλάδας, ώστε να μπορεί εύκολα να προσέλθει ο εκλογέας σε κάλπη του εσωτερικού. Όχι, όμως, υποκειμενικές γνώμες και αξιολογήσεις ενός τμήματος του εκλογικού σώματος (αυτού που διαμένει στην Ελλάδα) σε σχέση με τη χρησιμότητα και την ορθότητα των ψήφων ενός άλλου τμήματος. Το ότι οι τελευταίοι δεν έχουν αρκετά στενούς δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα, ότι είναι αποκομμένοι από την ελληνική πραγματικότητα ή ότι ακόμα είναι υπέρ το δέον συντηρητικοί, μπορούν να σταθούν σε μια πολιτική ή σε μια ιδιωτική συζήτηση, δεν αντέχουν, όμως, επ’ ουδενί στον δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας, ο οποίος απαιτεί κάθε περιορισμός να συνάπτεται με τον σκοπό του δικαιώματος. Άπαξ και δόθηκε σε κάποιον ιθαγένεια με βάση το δίκαιο της ιθαγένειας και άρα διαθέτει μέσω αυτής το αναφαίρετο δικαίωμα του εκλέγειν (βλ. 51 §3β’), έχει αξίωση και σε κάθε περαιτέρω διευκόλυνση αυτού του δικαιώματος, η οποία δίνεται σε ομάδα πολιτών με τα ίδια χαρακτηριστικά. Όχι γιατί προσβάλλεται αυτό καθεαυτό το εκλογικό του δικαίωμα, αλλά γιατί αυτή η διαφοροποίηση πρέπει να δικαιολογείται από κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος και να μη προσβάλει την αρχή της ισότητας, όπως γίνεται αδικαιολογήτως με τη διάκριση μεταξύ φερόντων και μη ΑΦΜ πολιτών του εξωτερικού.
Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνεται ότι αυτοί οι περιορισμοί δε θίγουν το δικαίωμα του εκλέγειν. Έτσι, μπορούμε να καταλήξουμε -αντίθετα με τον καθηγητή Σωτηρέλη- ότι είναι δυνατή η πρόβλεψη μέσω αναθεώρησης του Συντάγματος περιορισμών στη διαδικαστική αυτή διευκόλυνση των αποδήμων, οι οποίοι αν ετίθεντο μόνο με νόμο θα ήταν αντισυνταγματικοί. (Ο Σωτηρέλης θεωρεί, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο θα προσέβαλε την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, που στηρίζει την ίδια τη λαϊκή κυριαρχία). Αμφισβήτηση προκύπτει αν μια τέτοια αναθεώρηση θα μπορούσε να γίνει και τη στιγμή που γράφεται το κείμενο. Η κυβέρνηση προσπαθεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι το άρθρο 54, που αφορά το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες, έχει κριθεί αναθεωρητέο από την προτείνουσα Βουλή προς την κατεύθυνση καθιέρωσης εκλογικών περιφερειών αποδήμων που θα εξέλεγαν μέχρι 5 βουλευτές, σύμφωνα με την τότε πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, το εν λόγω θέμα δε σχετίζεται με το εκλογικό σύστημα του 54, το οποίο κατά πάγια άποψη αποτελεί τον μετασχηματισμό των ψήφων σε έδρες, αλλά μόνο με το δικαίωμα του εκλέγειν που περιγράφεται στο άρθρο 51. Επομένως, αυτό είναι το άρθρο που θα έπρεπε να έχει κριθεί αναθεωρητέο εν προκειμένω. Ωστόσο και πάλι, η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας της αναθεώρησης παραμένει ξεχωριστό δυσχερές ζήτημα, στον βαθμό που εμπίπτει στα interna corporis της Βουλής. Μολαταύτα, τίποτα δεν εμποδίζει την παρούσα αναθεωρητική Βουλή να καθιερώσει εκλογικές περιφέρειες αποδήμων, ώστε να διαλέγουν όχι μόνο τα κόμματα αλλά και τους βουλευτές της επιλογής τους, για να μη τους στερείται ο σταυρός προτίμησης και να καθίστανται έτσι «πολίτες δεύτερης διαλογής».
Από την άλλη, καταλαβαίνει κανείς γιατί τα κόμματα δε λύνουν το ζήτημα με τον πιο ορθόδοξο τρόπο, δηλαδή στη βάση της ιθαγένειας. Ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να αποφασίζει ποιοι και μέχρι ποια γενιά θα είναι Έλληνες, ειδικά εφόσον αυτοί έχουν αποκτήσει εκούσια ξένη ιθαγένεια (βλ. το 4 §3), ενώ η ΟλΣτΕ στην υπ’ αριθμ. 460/2013 για την αντισυνταγματικότητα της ιθαγένειας στους αλλοδαπούς, φαίνεται παραδόξως να προσφέρει επιχείρημα σε αυτή την κατεύθυνση, απαιτώντας γνήσιο δεσμό προς τη χώρα. Ωστόσο, πολλοί θέλουν να επαίρονται για τη «μια Ελλάδα ακόμη», που υπάρχει έξω από την Ελλάδα και διστάζουν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με τη μητέρα πατρίδα. Αλλά, όταν φτάνει η στιγμή να δώσουν σ’ αυτή την Ελλάδα τα δικαιώματα που έχει ως τέτοια, δείχνουν ανακόλουθοι όταν της αποστρέφουν το πρόσωπο.
Μια άλλη λύση, όμως, όπως αυτή που προτείνει ο Σωτηρέλης, φαντάζει περισσότερο πολιτικά βρώσιμη: ως προϋπόθεση για να μπορούν να ψηφίζουν οι εκτός επικράτειας πολίτες, να προσκομίζουν υπεύθυνη δήλωση ότι θα το κάνουν στο εξής μόνο στις ελληνικές εκλογές και όχι σε εκείνες της άλλης υπηκοότητάς τους. Αυτή η λύση είναι και η ιδανικότερη κατά τη γνώμη μου. Ο ίδιος ο πολίτης εκφράζει αναμφισβήτητα με ειλικρίνεια με ποια χώρα έχει στενότερο δεσμό, εφόσον είναι γι’ αυτό διατεθειμένος να θυσιάσει την ψήφο της χώρας όπου κατοικεί, καθώς και τις τυχόν πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν εκεί χωρίς αυτόν ή και σε βάρος του. Έτσι και εκφράζει αυθεντικά ποια εκλογή τον «επηρεάζει» περισσότερο. Και σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύστημα σκέψης κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την αυθεντική του έκφραση.
Επίμετρο: Σύνταγμα
Άρθρο 4§3. Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος.
Άρθρο 51§3. Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.
§4. Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια. Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια.
Πηγές:
Γ. Σωτηρέλη, Το Σύνταγμα και οι εκτός επικρατείας πολίτες
Ν. Παπασπύρου, Η ψήφος των εκτός Ελλάδος ευρισκόμενων συμπολιτών μας
Γεννημένος το 1996 στην Θεσσαλονίκη, είναι πτυχιούχος της Νομικής ΑΠΘ, ενώ έχει φοιτήσει για ένα εξάμηνο μέσω Εράσμους και στο Capitole 1 της Τουλούζ. Πέρα από το αντικείμενο της σχολής του, ασχολείται με όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες και την πολιτική επικαιρότητα. Ομιλεί άπταιστα αγγλικά και γαλλικά.