Του Πελοπίδα Παναγιώτη Κουλούρη,
26η Οκτωβρίου 1957: Ο Νίκος Καζαντάκης γεννήθηκε στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στο Ηράκλειο. Ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμη γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης τριών έργων του: «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό τύγχανε τεράστιας αναγνώρισης. Μάλιστα, από το 1945 έως το 1948, ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Στο Ηράκλειο έλαβε τη βασική εκπαίδευση και το 1897 ενεγράφη στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο, όπου εκεί διδάχθηκε τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα, ενώ παράλληλα ήρθε για πρώτη σε επαφή με τον δυτικό πολιτισμό. Το 1899 επέστρεψε στο Ηράκλειο και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του και 3 χρόνια αργότερα, μετακόμισε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Εκεί, σπούδασε στη Νομική Σχολή και το 1906 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Νομικής με άριστα και την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνο» και στη συνέχεια εξέδωσε το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και το θεατρικό έργο «Ξημερώνει». Παράλληλα με το συγγραφικό τού έργο, αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Το 1909 επέστρεψε στην Ελλάδα και εξέδωσε στο Ηράκλειο τη διατριβή του επί υφηγεσία «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχθηκε ως εθελοντής, αλλά τελικά διορίστηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το 1910 ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες. Το 1917, ξαναταξίδεψε στον Άγιον Όρος και εκεί γνώρισε τον μετέπειτα ήρωα ενός εκ των πιο γνωστών τού έργων, τον εργάτη Γιώργη Ζορμπά. Το 1919, ο Καζαντζάκης διορίστηκε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε τον βοήθησαν στο μυθιστόρημα, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Μετά την εκλογική ήττα του Κόμματος των Φιλελευθέρων, το 1920, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου επηρεάστηκε από τα έργα πολλών επιφανών συγγραφέων και επιστημόνων της εποχής. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών δραστηριοποιήθηκε στην ελληνική πολιτική ζωή. Από τις 26 Νοεμβρίου 1945 μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 1946, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη, αλλά παραιτήθηκε μη αντέχοντας μεταξύ άλλων τα αιτήματα για ρουσφέτια. Επίσης, υπήρξε Δημοτικός Σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων. Το 1947-1948 διετέλεσε τμηματάρχης της Ουνέσκο στο Παρίσι από που και πάλι παραιτήθηκε κι ας ήταν σπουδαία εκείνη θέση για να μπορέσει απερίσπαστος να επιδοθεί στην αγνή και αφιλοκερδή πνευματική δουλειά, όπως είχε πει και ο ίδιος.
Βασικός άξονας των βιβλίων του είναι η εσωτερική ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη όπως εκφράζεται στο φιλοσοφικό όρο τού. Η «Κρητική Ματιά» να κοιτάζεις αφορά τον φόβο να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σα να είσαι αθάνατος, να αγωνίζεσαι για την καταξίωση της ψυχής, μιας ψυχής διαρκώς πεινασμένης κι ανικανοποίητης, που κατατροπώνει και κατατρώει τη σάρκα και οδηγεί σε πνευματική υπέρβαση και λύτρωση. Η ζωή του, λέει ο ίδιος, ήταν ένας κακοτράχαλος ανήφορος, που τον ανέβαινε σαρανταπληγιασμένη ψυχή του για να φτάσει τον σκοτεινό, τον μυστηριώδη όγκο του Θεού και να ενωθεί μαζί του. Για τη ακέραιη παρουσία του καταπολεμήθηκε και από την Πολιτεία και από την Εκκλησία. Η Πολιτεία με τις επεμβάσεις της ματαίωσε την σίγουρη απονομή σε αυτόν του βραβείου Νόμπελ. Αλλά η ποιοτική αξία των έργων του τον καθιστούσε περισσότερο δημοφιλή και είναι ένδοξο από πολλούς Νομπελίστες.
Στη δεκαετία του 1950 η εκκλησία της Ελλάδος άρχισε διαδικασία αφορισμού του αλλά δεν τόλμησε να προχωρήσει στην πράξη. Η ορθόδοξη εκκλησία της Αμερικής χωρίς να το έχει καν διαβάσει καταδίκασε το βιβλίο του ο καπετάν Μιχάλης Μαυρίδης Μαυρίδης ήταν το όνομα του εκδότη το οποίο αναγραφόταν χαμηλά στο εξώφυλλο και στον κύριο τίτλο του βιβλίου αλλά εξελήφθη και αυτό μέρος του τίτλου και καταδικάστηκε και αυτό. Το 1983, Η ίδια η εκκλησία εξετύπωσε διδακτικό βιβλίο με αποσπάσματα από τον καπετάν Μιχάλη για να μάθουν τα ελληνόπουλα της Αμερικής καλά ελληνικά και να φρονηματίζονται πατριωτικά και εθνικά. Το 1968 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας δήλωσε, ότι τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη κοσμούν την πατριαρχική Βιβλιοθήκη.
Το Βατικανό το 1954 ανέγραψε το μυθιστόρημα του «Ο Τελευταίος Πειρασμός» στον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων. Ο Καζαντζάκης αντέδρασε με τηλεγράφημα προς το Βατικανό χρησιμοποιώντας μία φράση του Τερτυλλιανού «Στο δικαστήριο Σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Σήμερα, ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρείται οικουμενικός συγγραφέας, ένας κλασσικός. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας σε όλο τον κόσμο. Σχεδόν δεν υπάρχει άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει και δεν θα μπορέσει σε κάποια γλώσσα ή διάλεκτο να διαβάσει Καζαντζάκη. Στις διάφορες περιόδους της ζωής του εκτός από το Ηράκλειο, έζησε στην Αθήνα, στην Αίγινα, σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και κατέληξε στην Antibes της νότιας Γαλλίας, μία αρχαία ελληνική αποικία με το όνομα Αντίπολις. Η ομοιότητά της με την Κρήτη τον κράτησε εκεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Τον καιρό της γερμανικής κατοχής έμεινε στην Αίγινα, όπου δοκίμασε την πείνα και τις άλλες κακουχίες της κατοχής. Συνελήφθη μαζί με την σύζυγό του Ελένη από την Γκεστάπο στην Αίγινα και προπηλακίστηκαν βάναυσα. Ο Νίκος Καζαντζάκης κατά το ταξίδι της επιστροφής τού από την Ιαπωνία και την Κίνα εισήχθη στην πανεπιστημιακή κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας όπου πέθανε 26 Οκτωβρίου 1957, προσβεβλημένος από λευχαιμία. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά την Κρήτη. Ο τόπος ταφής του είναι Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω από τα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου. Στον τάφο του, που είναι σήμερα παγκόσμιο πνευματικό προσκύνημα έχει τοποθετηθεί το επιτύμβιο που εκείνος έγραψε και ζήτησε να χαραχθεί: «Δεν ελπίζω τίποτα, Δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος».
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Το 2014 ξεκίνησε τις σπουδές του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου αποφοιτώντας το 2018. Τον Οκτώβριο ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία". Στο OffLine Post αρθρογραφεί για τις κατηγορίες Πολιτικού και Ιστορίας.