Του Γιώργου Ναθαναήλ,
Την 1η Αυγούστου 1893 γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του διαδόχου στον θρόνο, Κωνσταντίνου. Το όνομά του ήταν Αλέξανδρος. Ο πατέρας του ανέβηκε στον θρόνο το 1913 μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος Α’ ήρθε σε σύγκρουση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο σχετικά με τη θέση της χώρας στον Μεγάλο πόλεμο. Έτσι, ο Κωνσταντίνος εκδιώχθηκε από τη χώρα το 1917. Ωστόσο, δεν παραιτήθηκε ποτέ από τον θρόνο.
Ο Αλέξανδρος είχε σπουδάσει στη σχολή Ευελπίδων και στη συνέχεια πολέμησε ως αξιωματικός του πυροβολικού στους Βαλκανικούς πολέμους. Δεν ήταν αυτός ο διάδοχος στον θρόνο της Ελλάδος, αλλά ο αδελφός του, Γεώργιος. Ωστόσο, κανείς δεν ήθελε να ανέλθει στον θρόνο ο Γεώργιος κι έτσι εκδιώχθηκε κι ο πραγματικός διάδοχος του θρόνου.
Στις 12 Ιουνίου 1917 ο Αλέξανδρος στέφθηκε βασιλιάς της χώρας ως Αλέξανδρος ο Α’ της Ελλάδας. Όμως, μέχρι το τέλος της ζωής του στα μάτια της οικογένειάς του ήταν ο Πρίγκιπας της Ελλάδος, που απλώς είχε γίνει τοποτηρητής του θρόνου έως ότου τελείωνε ο πόλεμος για να επιστρέψει ο πατέρας του.
Οι σχέσεις του νέου βασιλιά με τον πρωθυπουργό στην αρχή δεν ήταν ιδανικές. Ο Αλέξανδρος συνέχιζε να διατηρεί τη διχαστική πολιτική, στάση που αποδεικνύεται και μέσα από τη μυστική αλληλογραφία που διατηρούσε με την εξόριστη οικογένειά του. Ωστόσο, στη συνέχεια αντιλήφθηκε πως έπρεπε να συνεργαστεί με τον Βενιζέλο. Μάλιστα, ο ίδιος ζήτησε από τους στρατιωτικούς να μη συνωμοτούν εναντίον της κυβέρνησης. Το 1919 νυμφεύτηκε την Ασπασία Μάνου, με την οποία απέκτησαν μια κόρη που δε γνώρισε ποτέ. Η κόρη του παντρεύτηκε τον Πέτρο Β’ της Γιουγκοσλαβίας.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η Ελλάδα συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατάφερε να επεκταθεί έως την αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Ωστόσο, ο βασιλιάς δεν είχε πολλές μέρες ζωής ακόμα. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1920, κατά τη διάρκεια περιπάτου του στο κτήμα του Τατόι, ο σκύλος του ενεπλάκη σε καβγά με έναν μακάκο, που ήταν κατοικίδιο του κτήματος. Ο βασιλιάς προσπάθησε να χωρίσει τα δύο ζώα και τότε δέχθηκε τα δαγκώματα του δεύτερου μακάκου στη πλάτη και στο πόδι. Ο βασιλιάς κάλεσε γιατρό, ο οποίος περιποιήθηκε τις πληγές του, τις οποίες, όμως, δε θεώρησε απαραίτητο να καυτηριάσει.
Η κατάσταση της υγείας του βασιλιά επιδεινώθηκε την ίδια μέρα. Κλήθηκαν αμέσως οι καλύτεροι γιατροί της Αθήνας. Τότε διαπιστώθηκε η μόλυνση των πληγών. Προτάθηκε ο ακρωτηριασμός του βασιλιά, λύση, όμως, καθόλου αποδεκτή. Μετά από 7 εγχειρήσεις η υγεία του βασιλιά δε βελτιωνόταν. Το ημερολόγιο έγραφε 25 Οκτωβρίου 1920, όταν στις 4 μεσημβρινή και 12 λεπτά ο βασιλιάς εξέπνευσε, αφήνοντας τον θρόνο της χώρας και πάλι άδειο.