Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Έπειτα από μήνες μαζικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων με αίτημα τον εκδημοκρατισμό της χώρας και παρά τις συνεχείς προσπάθειες καταστολής τους (η βιαιότητα των οποίων έφερε τον στρατό αντιμέτωπο με τη διεθνή κατακραυγή), το Σουδάν δείχνει να κάνει κάποια δειλά βήματα στον δρόμο της μετάβασης προς τη δημοκρατική διακυβέρνηση, έπειτα από την υπογραφή συμφωνίας ανάμεσα στους ηγέτες του κινήματος αμφισβήτησης και τους στρατηγούς του Στρατιωτικού Μεταβατικού Συμβουλίου (ΣΜΣ), από το οποίο και ανατράπηκε τον περασμένο Απρίλιο ο επί τριακονταετία δικτάτορας και από το 2009 καταζητούμενος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για εγκλήματα πολέμου και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, Ομάρ αλ–Μπασίρ.
Ο Μπασίρ, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία το 1989 έπειτα από πραξικόπημα ισλαμιστών κατά της κυβέρνησης συνασπισμού του Σαντίκ αλ-Μαχντί, αποπέμφθηκε στις 11 Απριλίου έπειτα από το πολύμηνο κύμα μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων που ξεκίνησε στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, αρχικά πυροδοτούμενων από την απόφαση της κυβέρνησής του να τριπλασιάσει την τιμή του ψωμιού στο ταλανιζόμενο από τη φτώχεια Σουδάν, υπό το πρόσχημα της ανάγκης επιβολής δημοσιονομικής λιτότητας. Οι διαδηλώσεις γρήγορα έλαβαν γενικευμένο χαρακτήρα και έντονα πολιτική χροιά, καθώς μετετράπησαν σε παλλαϊκές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας κατά του αυταρχικού καθεστώτος. Η Ένωση Σουδανών Επαγγελματιών, που ηγείτο των διαδηλώσεων, έχει επανειλημμένα ζητήσει ο Μπασίρ και τα μέλη της κυβέρνησής του να λογοδοτήσουν και να ασκηθούν εις βάρος τους ποινικές διώξεις για διαφθορά και ευνοιοκρατία.
Σε μια σπασμωδική κίνηση επίδειξης ισχύος, ο Μπασίρ κήρυξε τον Φεβρουάριο τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διέταξε τη με οποιοδήποτε τρόπο πάταξη των κινητοποιήσεων, με αποτέλεσμα τη φυλάκιση εκατοντάδων αντιφρονούντων και τον θάνατο περισσότερων από εξήντα. Η Διεθνής Αμνηστία ζήτησε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στην καταστολή του κινήματος αμφισβήτησης στο Σουδάν, τονίζοντας ότι οι διαδηλωτές στην αφρικανική χώρα βρέθηκαν αντιμέτωποι με «υπέρμετρη και ανώφελη βία». Εντούτοις, οι βάναυσες πρακτικές συνεχίστηκαν και μετά την αποπομπή του αλ–Μπασίρ τον Απρίλιο και τη μετέπειτα μεταφορά του σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στην πρωτεύουσα της χώρας.
Ο αντιπρόεδρος του στρατιωτικού συμβουλίου του Σουδάν υπεραμύνθηκε της βίαιης, καταστολής υποστηρίζοντας ότι παρίες, εγκληματίες και έμποροι ναρκωτικών έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις των διαδηλωτών. Οι στρατηγοί, οι οποίοι κατέλαβαν την εξουσία ανακοίνωσαν στις αρχές Ιουνίου την επ’ αόριστον αναστολή των μέτρων, στα οποία συμφώνησαν στις συνομιλίες με το κίνημα διαμαρτυρίας, και τη δέσμευσή τους για διεξαγωγή εκλογών εντός εννέα μηνών.
Με βάση αυτά και έπειτα από προτροπή του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ στρατιωτικού συμβουλίου και επαναστατικών ομάδων –προτροπή που αξίζει να σημειωθεί ότι προκάλεσε τη δυσαρέσκεια Κίνας και Ρωσίας– υπεγράφη στις αρχές του περασμένου Αυγούστου συνταγματική διακήρυξη των μελών του κυβερνώντος στρατιωτικού συμβουλίου με αντικείμενο τη δέσμευσή τους για σύσταση μεταβατικής κυβέρνησης. Πράγματι, εδώ και περίπου ένα μήνα το Σουδάν τελεί υπό κυβέρνηση αποτελούμενη τόσο από στρατιωτικούς όσο και από πολίτες, η οποία θα συντονίζει τη μεταβατική διαδικασία για τους επόμενους 39 μήνες.
Στο μεταξύ, τα προγράμματα αρωγής του ΟΗΕ στο Σουδάν συνεχίζονται κανονικά, όπως και η ειρηνευτική αποστολή στο πολύπαθο Νταρφούρ –για τη διεξαγωγή γενοκτονίας στην περιοχή του οποίου κατηγορείται, μεταξύ άλλων, ο αλ-Μπασίρ- σε συνεργασία με την Αφρικανική Ένωση. Η σχηματισθείσα κυβέρνηση, υπό τον μέχρι πρότινος αναπληρωτή εκτελεστικό γραμματέα της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Αφρική (UNECA), Αμπντάλλα Χάμντοκ στη θέση του πρωθυπουργού, είναι επιφορτισμένη με την αρμοδιότητα της διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών στο Σουδάν, με το πέρας της συμφωνηθείσας τριετούς μεταβατικής περιόδου τον χειμώνα του 2022.
Η ανάδειξη κυβέρνησης ευρείας αποδοχής και η επίτευξη συναίνεσης μεταξύ του στρατού της χώρας και των πολιτών φαίνεται πως κάθε άλλο παρά εύκολη θα είναι, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα του προηγούμενου καθεστώτος, των δεικτών διαφθοράς αλλά και της απαξίωσης των δημοκρατικών θεσμών έπειτα από δεκαετίες εδραίωσης απολυταρχικών συστημάτων διακυβέρνησης. Εντούτοις και παρά τον χρόνο που αναπόδραστα θα χρειαστεί για την οριστική αποκαθήλωση του απερχόμενου καθεστώτος και την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, η εν τέλει αποφυγή του κινδύνου πραγματοποίησης της απειλής των τέως κυβερνώντων στρατιωτικών για έκτακτες εκλογές στις 3 Ιουνίου υπό συνθήκες αμφίβολης διαφάνειας και δημοκρατικότητας, η μακρά μεταβατική περίοδος, καθώς και ο διαμοιρασμός των θώκων της άρτι σχηματισθείσας κυβέρνησης με τη ζυγαριά να γέρνει ξεκάθαρα προς τη μεριά των εκπροσώπων του δημοκρατικού κινήματος, είναι κάποια από τα θεμελιώδη στοιχεία που επιτρέπουν την αισιοδοξία σχετικά με την επερχόμενη -δια πυρός και σιδήρου, θα έλεγε κανείς- αλλαγή πορείας πλεύσης για μία από τις μεγαλύτερες αλλά και πιο βασανισμένες χώρες της αφρικανικής ηπείρου.
Γεννηθείσα το 1997 και μεγαλωμένη μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, είναι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια των σπουδών της έχει πάρει μέρος σε αρκετές προσομοιώσεις στα όργανα των Ηνωμένων Εθνών (MUN), καθώς το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί τη μεγάλη της επιστημονική αγάπη, όπως επίσης και κύριο ακαδημαϊκό της ενδιαφέρον, μαζί με το Ποινικό Δίκαιο και την Πολιτική Φιλοσοφία.