Της Κωνσταντίνας Μπριόλα,
Οι ιδιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα ήταν, από το 2007 και μετά, από τις υψηλότερες μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών του κόσμου, μετατρέποντας τις υπηρεσίες υγείας από ένα δημόσιο-καθολικό αγαθό σε ένα εμπορεύσιμο αγαθό. Η ιδιωτικοποίηση αποτελεί προϊόν μακροχρόνιας εξέλιξης. Από το 1995, η αύξηση των εισοδημάτων των εύπορων και των μεσαίων στρωμάτων οδήγησε σε μια περαιτέρω αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας. Αυτή η θεαματική αύξηση της ζήτησης (και άρα της δαπάνης υγείας) δημιούργησε ένα ευνοϊκό έδαφος για τη συγκρότηση ενός κεφαλαιοκρατικού κλάδου παραγωγής υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα και στην απελευθέρωση γενικά της αγοράς υπηρεσιών υγείας.
Δεδομένης της καθολικής υγειονομικής κάλυψης του πληθυσμού από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η Ελλάδα για το έτος 2015 κατέγραψε δαπάνες ιδίων πληρωμών περί το 35,5% επί των συνολικών δαπανών υγείας, ποσοστό πολύ υψηλότερο του μέσου όρου του Ο.Ο.Σ.Α, που είναι 20,58%. Για αυτό και σήμερα γίνεται λόγος για το «Ελληνικό παράδοξο» ως προς το σύστημα υγείας που διαθέτει η χώρα.
Η έντονη εμπλοκή του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα στον χώρο της υγείας τα τελευταία χρόνια, οφείλεται στην ανεπάρκεια του δημόσιου συστήματος να ανταπεξέλθει στη ζήτηση για υπηρεσίες. Επομένως, η ζήτηση που δεν καλύπτεται από τον δημόσιο τομέα καλύπτεται, όλο και περισσότερο, από τον ιδιωτικό.
Για τη διερεύνηση της κατανομής των ιδιωτικών δαπανών για την υγεία και τις επιδράσεις που αυτές ασκούν στα διαφορετικά εισοδηματικά κλιμάκια του πληθυσμού, χωρίζουμε τον πληθυσμό σε δεκατημόρια με βάση το ύψος της συνολικής ισοδύναμης καταναλωτικής δαπάνης των ατόμων. Κάθε δεκατημόριο περιλαμβάνει το 10% του συνόλου των ατόμων, με το 1ο δεκατημόριο να περιλαμβάνει το 10% του φτωχότερου πληθυσμού (δηλαδή των ατόμων με την πιο χαμηλή καταναλωτική δαπάνη) και το 10ο δεκατημόριο το 10% του πλουσιότερου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι σαφές πως η μέση κατανάλωση υπηρεσιών και προϊόντων υγείας αυξάνεται ανάλογα με το εισόδημα των ατόμων. Επομένως, σε απόλυτες τιμές τα νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα δαπανούν μεγαλύτερα ποσά από τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα. Παρ’ όλα αυτά, όπως διαπιστώνεται και από το παρακάτω διάγραμμα, η σύνθεση των δαπανών υγείας δεν είναι η ίδια για όλα τα δεκατημόρια, αφού για τη φαρμακευτική δαπάνη, τα άτομα που ανήκουν στο χαμηλότερο δεκατημόριο δαπανούν σε απόλυτες τιμές περισσότερο από ότι τα άτομα που βρίσκονται στο 2ο-7ο δεκατημόριο.
Διάγραμμα: Μέση ετήσια ιδιωτική δαπάνη για υγεία, συνολική και ανά κατηγορία, ανά δεκατημόριο πληθυσμού, Ελλάδα 2008
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της χρηματοδότησης της υγείας από τα νοικοκυριά σε μια σειρά χωρών (όπως είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία), στις οποίες η δημόσια χρηματοδότηση συρρικνώθηκε ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η τάση ορισμένων νοικοκυριών να καταβάλλουν υψηλές ιδιωτικές δαπάνες και να στρέφονται στις μαζικές αγορές υπηρεσιών υγείας από ιδιώτες επαγγελματίες ή από ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας, οφείλεται κυρίως στην επιθυμία τους να έχουν πρόσβαση σε καλύτερης ποιότητας υπηρεσίες υγείας, που αυτονόητα δικαιούνται όλοι οι πολίτες από το δημόσιο σύστημα περίθαλψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση αποκλειστικών νοσοκόμων. Οι σοβαρές ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό οδηγούν στη χρήση εξωτερικών επαγγελματιών από όλους τους νοσηλευόμενους. Με άλλα λόγια, το δημόσιο σύστημα πρωτοβάθμιας υγειονομικής φροντίδας έχει οδηγηθεί, λόγω της ελλιπούς χρηματοδότησης, σε ανεπάρκειες, τις οποίες επιχειρεί να καλύψει ο ιδιωτικός τομέας.
Αποτελεί κοινό τόπο πως η μέση ιδιωτική δαπάνη για υγεία σχετίζεται θετικά με το ύψος του εισοδήματος των ατόμων. Έτσι, αν και η ζήτηση για υπηρεσίες υγείας είναι ανελαστική, τα πλουσιότερα άτομα δαπανούν σε απόλυτες τιμές μεγαλύτερα ποσά για την υγεία, ενώ τα φτωχότερα είτε καταφεύγουν στις απολύτως απαραίτητες δαπάνες για την επιβίωσή τους, είτε στηρίζονται στην προσφορά των κοινωνικών φορέων (π.χ. κοινωνικά ιατρεία). Σε κάθε περίπτωση, οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική κοινωνική ευημερία και ειδικότερα στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Την περίοδο κατά την οποία παρατηρείται σημαντική συρρίκνωση των πραγματικών εισοδημάτων των ατόμων λόγω της οικονομικής ύφεσης, τα πιο φτωχά και ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού ωθούνται στη μείωση των δαπανών υγείας, σε σχέση με τα οικονομικά πιο εύρωστα τμήματα του πληθυσμού. Η πείρα έχει δείξει πως οι ασθενείς είτε αναβάλλουν τη φροντίδα της υγείας τους εντελώς ή στρέφονται από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα, εφόσον εκεί η περίθαλψη είναι διαθέσιμη σε χαμηλότερο κόστος. Το χαμηλό εισόδημα συνεπάγεται μικρότερη πρόσβαση σε προληπτικές και θεραπευτικές υπηρεσίες υγείας. Επομένως, τα άτομα ασθενέστερων -οικονομικά και κοινωνικά- στρωμάτων αναβάλλουν ή και περιορίζουν τη χρήση υπηρεσιών υγείας, για την παροχή των οποίων οι ίδιοι χρειάζεται να καταβάλουν ένα σημαντικό πόσο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της οδοντιατρικής περίθαλψης.
Καθώς οι υπηρεσίες υγείας μετατρέπονται σε εμπορεύματα, οι ιδιωτικές δαπάνες για υγεία στερούν πόρους από τα νοικοκυριά που θα μπορούσαν να διοχετευτούν στην κατανάλωση άλλων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την πρόκληση αρνητικών επιπτώσεων στην ίδια την ευημερία των ατόμων. Εντούτοις, ακόμα και στην περίπτωση που οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία αντιπροσωπεύουν ένα σταθερό ποσοστό της συνολικής κατανάλωσης των ατόμων σε όλα τα κλιμάκια, είναι προφανές ότι επιβαρύνουν δυσανάλογα την ευημερία των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού, εφόσον τα φτωχά νοικοκυριά καταναλώνουν όλο σχεδόν το εισόδημά τους.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αλεξανδρούπολη και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστήμιου, και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Οικονομικών, στο μεταπτυχιακό με τίτλο «Οικονομικά και Διοίκηση της Υγείας» στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ασχολείται ενεργά με την ερεύνα και τον εθελοντισμό. Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφια Δημοτική Σύμβουλος στο Δήμο Γαλατσίου, στην Αθήνα. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ασχολείται ενεργά με την επιχειρηματικότητα.