16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΔικηγορία, ηθική και… δικαιοσύνη για όλους!

Δικηγορία, ηθική και… δικαιοσύνη για όλους!


Της Στέλλας Μίτιλη,

«…Και δικαιοσύνη για όλους», μια από τις φράσεις που περιλαμβανόταν στον όρκο των δικηγόρων και υποστηρίζει το Σύνταγμα των Η.Π.Α. και που, παράλληλα, αποτελεί και τίτλο της ταινίας του Νόρμαν Τζιούισον, με τον Αλ Πατσίνο (“…And justice for all.”). Το παρόν κείμενο δεν αποτελεί μία ανάλυση της προαναφερθείσας ταινίας, αλλά μία προσπάθεια για απόδοση απαντήσεων σε ορισμένα ερωτήματα γύρω από το επάγγελμα του δικηγόρου, συνδυασμένη με κάποιες αλήθειες, όπως φαίνονται στο έργο. Το επάγγελμα του δικηγόρου, λοιπόν, εν συντομία και τυπικά, περιλαμβάνει την ανάληψη της εκπροσώπησης και υπεράσπισης διαδίκων, δηλαδή προσώπων που καταφεύγουν στα δικαστήρια για την επίλυση διαφορών ή την απονομή δικαιοσύνης σε αξιόποινες πράξεις ενεργητικά ή παθητικά, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης, εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά, με τρόπο και σκοπό να στηρίζεται όσο το δυνατόν καλύτερα η θέση του πελάτη του. Κρίνεται σκόπιμο να σταθούμε και να συγκρατήσουμε τις φράσεις «πραγματικά περιστατικά» και «όσο το δυνατόν καλύτερα» για τη συνέχεια. Ο δικηγόρος λέγεται πως έχει την «ικανότητα προς το δικολογείν», δηλαδή να ομιλεί, να αγορεύει σε δίκη και να εκπροσωπεί τους πολίτες ενώπιον των δικαστηρίων, και όχι «προς το δικαιολογείν (!)». Το πρόβλημα είναι πως ορισμένοι συγχέουν τα δύο ρήματα…

Αναφέροντας σύντομα λίγα λόγια για την ταινία, σε αυτήν προβάλλεται ένα αμερικανικό δικαιοδοτικό σύστημα -που θυμίζει κάποιες φορές τη σημερινή πραγματικότητα- όπου οι πραγματικοί υπεύθυνοι, επικίνδυνοι και αμετανόητοι εγκληματίες, αθωώνονται, αρκεί να είναι ισχυρότεροι, οι δικηγόροι και οι δικαστές κάνουν παράνομες συμφωνίες και οι αθώοι μένουν χωρίς προστασία και φυλακίζονται για πταίσματα, με τραγικές συνέπειες. Σε ένα τέτοιο νομικό σύστημα, ο πρωταγωνιστής, Άρθουρ Κίρκλαντ, έντιμος και ιδεαλιστής δικηγόρος, αναζητά τη δικαιοσύνη και έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια τη συνείδησή του, όταν καλείται να υπερασπιστεί τον πιο αυστηρό και μισητό στη νομική κοινότητα της Βαλτιμόρης δικαστή, ο οποίος κατηγορείται για το βιασμό και τον ξυλοδαρμό μιας κοπέλας, ενώ πρέπει συγχρόνως να επιλέξει ανάμεσα στην ασφάλεια της καριέρας του ή τη διατήρηση της ηθικής του ακεραιότητας.

Και μόνο το γεγονός ότι κάποιος δικηγόρος βρίσκεται σε αυτή τη θέση, δείχνει την κατάντια και τον εκφυλισμό του δικαστικού συστήματος και της δικαιοσύνης. Σε μια ιδανική έννομη τάξη, η εξέλιξη και η ασφάλεια της καριέρας βρίσκονται σε συνάρτηση με το ήθος και, ίσως ακόμα καλύτερα, το δεύτερο αποτελεί προϋπόθεση της πρώτης. Στην εποχή μας, ωστόσο, πολλές φορές καταπατάται κάθε ηθικός φραγμός και θυσιάζεται στο βωμό της «υπεράσπισης» των διαδίκων από τους συνηγόρους που έχουν ορκιστεί να υπερασπίζονται τους πελάτες τους όσο καλύτερα μπορούν. «Ο συνήγορος υπεράσπισης πρέπει να υπερασπίζεται ενόχους. Το ξέρεις…», αναφέρεται στην εν λόγω ταινία. Είναι αναμφισβήτητο και απαραβίαστο το δικαίωμα καθενός, αθώου και ενόχου, σε νόμιμο συνήγορο και υπεράσπιση. Τι εννοούμε, όμως, τελικά υπεράσπιση και ποιο το τίμημα και με ποια μέσα;

Και εδώ θέλω να σταθώ στη σκηνή της ταινίας όπου ο Τζέι Πόρτερ, δικηγόρος, έχοντας πάει αργά το βράδυ στο σπίτι του Άρθουρ, του διηγείται τη «μεγαλοφυή υπεράσπισή» του, με την οποία γλίτωσε έναν αδιαμφισβήτητο δολοφόνο που όλοι γνώριζαν ότι ήταν ένοχος, από μια λεπτομέρεια της διαδικασίας. «Ο κ. Σομς», όμως, «το έκανε πάλι» και «σκότωσε δύο παιδιά», ομολογεί ο Τζεφ συντετριμμένος. Το καθήκον του δικηγόρου δεν είναι να καταφέρει να «καλύψει» το έγκλημα που διέπραξε ο πελάτης του, αλλά να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά και να υπερασπιστεί τον πελάτη του όσο το δυνατόν καλύτερα, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω. «Όχι», λοιπόν, ικανότητα «προς το δικαιολογείν», αλλά ικανότητα να εκθέτει την αλήθεια και με βάση αυτή και ό,τι συμπεριλαμβάνει, πέρα από αυτό καθαυτό το γεγονός, να επιτύχει να αποδοθεί η δικαιότερη ποινή στον υπαίτιο, λαμβανομένων υπόψη των συγκυριών, αιτιών και οποιωνδήποτε ελαφρυντικών. Οφείλει, δηλαδή, να υπερασπίζεται τον πελάτη του στηριζόμενος στο γράμμα του νόμου, αλλά και εντός των ορίων και πλαισίων που αυτός του επιτρέπει, κάτι που έχει διπλή σημασία. Αφενός να μην καταπατά ο ίδιος τον νόμο και αφετέρου να χρησιμοποιεί κάθε πιθανό μέσο υπεράσπισης που του αποδίδεται για χάρη του πελάτη του. «Πρέπει να υπερασπίζεται ενόχους», επομένως, δε σημαίνει να τους προβάλει ως αθώους παρά την ενοχή τους, δε σημαίνει να ψεύδεται για να τους αθωώσει, αλλά να τους «αθωώνει» μέσα στα πλαίσια του νόμου· να παραδέχεται τα σημεία που έφταιξε και από εκεί και πέρα, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατότητα που του δίνεται, να επιδιώκει την πιθανή ελαφρότερη ποινή που αρμόζει στον πελάτη του, βασιζόμενος πάντα σε αληθινά γεγονότα.

Και εδώ να σημειωθεί ότι αναμφισβήτητα επιβάλλεται ο σεβασμός στο γράμμα του νόμου, αρκεί να υπάρχει στάθμιση και των πραγματικών καταστάσεων και αποδείξεων και να μην καταλήγει κανείς θύμα του νόμου και των διαδικαστικών λεπτομερειών, καθώς οι άνθρωποι φτιάχνουν τους νόμους και έτσι, αποκτά νόημα και η διακριτική ευχέρεια των δικαστών. Η ιστορία του αθώου εφήβου, που προβάλλεται στην ταινία, το αποδεικνύει με τρόπο αριστοτεχνικό. Το παιδί, λόγω αστυνομικής και δικαστικής σύγχυσης αναφορικά με τα στοιχεία του – τα οποία έχουν διαβολική ομοιότητα με τα στοιχεία ενός άλλου προσώπου- και των μετέπειτα συγκυριών, με σημαντικότερη την αργοπορία τριών ημερών για την κατάθεση των αποδείξεων που τον αθωώνουν από τον δικηγόρο του, καταλήγει να φυλακίζεται για χρόνια, με μόνο πραγματικό πταίσμα του ένα χαλασμένο αριστερό φως στο αυτοκίνητό του και την ατυχία του. Χωράει, όμως, να μιλάει κανείς για ατυχία, όταν πρόκειται για τη ζωή ενός ανθρώπου σε μια ιδανική έννομη τάξη;

Σε ένα απόσπασμα της αξέχαστης και αποστομωτικής τελικής αγόρευσης του Πατσίνο, έλεγε: «Πάντως είναι καθήκον του συνηγόρου της υπεράσπισης να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. Όπως είναι καθήκον του εισαγγελέα να εφαρμόζει τους νόμους…», όμως, το πρόβλημα είναι ότι «και οι δύο πλευρές θέλουν να κερδίσουν… όποια κι αν είναι η αλήθεια χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τη δικαιοσύνη. Η νίκη είναι το παν». Νίκη, όμως, πρέπει να σημαίνει την επιτυχή απονομή δικαιοσύνης, να είναι ταυτόσημες έννοιες και για τις δύο πλευρές και να είναι ο μόνος σκοπός, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες και συμφέροντα, κάτι που προβάλλεται με μεγάλη επιτυχία από τον εισαγγελέα στην ταινία, ο οποίος μολονότι έχει δίκιο, παγιδεύεται από την άγρια επιθυμία του και τον ενθουσιασμό ότι θα καταδικάσει έναν μισητό και εν τέλει ένοχο δικαστή, κάτι σπάνιο και το οποίο θα συζητιόταν πολύ, και δεν παρουσιάζει τελικά κανένα αποδεικτικό στοιχείο για αυτό. Μόνο έτσι θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, ορθή ενάσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και αποτελεσματική λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος, ενός συστήματος όπου οι δικηγόροι δε θα βρίσκονται σε τέτοια ηθικά διλήμματα, καθώς κανείς δε θα απαιτεί από αυτούς να ψεύδονται ή τέλος πάντων να αποκρύπτουν την αλήθεια που γνωρίζουν, για να μη χάσουν την άδεια άσκησης του επαγγέλματός τους…

Σε μια συνέντευξη αναφέρθηκε ότι είναι δύσκολο να ξέρει κανείς ότι ο πελάτης του είναι αθώος και να μην μπορεί να το αποδείξει. Όταν, από την άλλη, ξέρει ότι ο πελάτης του είναι ένοχος; Εμβαθύνοντας λίγο παραπάνω, ας υποτεθεί ότι κάποιος ως πελάτης ομολογεί στον δικηγόρο ότι διέπραξε ένα έγκλημα και ο τελευταίος αρνείται να αναλάβει την υπόθεση και στη συνέχεια, ο ομολογών προσφεύγει σε άλλον δικηγόρο, ο οποίος καταφέρνει να «αποδείξει» την «αθωότητά» του και αφήνεται πλήρως ελεύθερος. Ουσιαστικά, από τη στιγμή που ο πρώτος δικηγόρος αρνείται, δεν έχει κανέναν άλλο λόγο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Όμως, είναι πραγματικά αυτό ορθό; Ο δικηγόρος, σε κάθε περίπτωση, ξέρει πια την αλήθεια, όμως, αναγκάζεται να την αποκρύψει, να μείνει άπραγος στο όνομα της ιδιαιτερότητας του δικηγορικού επαγγέλματος, του δικαιώματος όλων στην υπεράσπιση και της ασφάλειας της δικαιοσύνης. Αν ληφθούν υπόψη, ωστόσο, όλα τα παραπάνω, το περιεχόμενο αυτών των εννοιών αλλάζει μορφή και ασφάλεια του δικαίου σημαίνει προάσπιση της αλήθειας, και η αδράνεια του παραπάνω δικηγόρου μετατρέπεται σε καθήκον να αποκαλύπτει την αλήθεια παντού και πάντα.

Για τους υπόλοιπους πολίτες, η απόκρυψη στοιχείων και της αλήθειας μπορεί να σημαίνει συνέργεια σε έγκλημα και να οδηγήσει στην τιμωρία και αυτών. Στον διάλογο ανάμεσα στον Άρθουρ και τον φίλο του δικαστή, Ρέιφορντ, όταν αποκαλύπτεται ότι ο πρώτος έδωσε πληροφορίες στην αστυνομία που οδήγησαν στην καταδίκη κάποιου πελάτη του δικαίως και ότι μπορούν να τον διαγράψουν από τον δικηγορικό σύλλογο, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Δεν εμπόδισες ένα έγκλημα. Πρόδωσες έναν πελάτη. Έχεις παραβεί τον κώδικα δεοντολογίας». Όμως, δεν πρόδωσε έναν πελάτη, αλλά υπερασπίστηκε το δίκαιο, κάτι που θα έπρεπε να είναι δικαίωμα όλων ανεξαιρέτως. Και για ποιο ήθος θα μπορούσε να μιλάει αυτός ο δικηγόρος μετά και ακόμα, πώς θα μπορούσε να αντέξει τον ίδιο του τον εαυτό; Γι’ αυτό και στη συνέχεια του διαλόγου, στην προσπάθεια του δικαστή να τον πείσει να «βάλει στην άκρη τα συναισθήματά του και να αναλάβει την υπόθεση, για να μην πετάξει την καριέρα του, για την οποία έχει δουλέψει πολύ σκληρά» και εξηγώντας του ότι θέλουν αυτόν γιατί είναι δικηγόρος με αρχές, χωρίς πολιτικούς δεσμούς, οδηγούμαστε στο οξύμωρο που προβάλλει εκπληκτικά με τα λόγια του ο Άρθουρ: «Θέλουν ν’ αναλάβω τον Φλέμινγκ διότι έχω ακέραια ηθική. Και αν δεν τον αναλάβω, θα με διαγράψουν ως αήθη» ή λίγο παρακάτω στην ταινία, υπερασπιζόμενος τον φίλο του δικηγόρο, ο οποίος είχε λυγίσει λόγω των τύψεών του από την έκβαση της δίκης που αναφέρθηκε παραπάνω: «Κάθε μέρα δικηγόροι αθωώνουν ενόχους και δεν επηρεάζονται καθόλου… Η διαφορά είναι πως ο Τζέι επηρεάστηκε. Πληγώθηκε από αυτό… Είναι αληθινή ειρωνεία. Ο μόνος δικηγόρος που νιώθει κάτι, ελέγχεται για αήθεια»!

Αναμφισβήτητα, υπάρχουν παραδείγματα δικηγόρων που δικαιώνουν τα στερεότυπα ετών περί του ήθους αυτών που εκπροσωπούν τον συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο και πάντα θα υπάρχουν, όπως άλλωστε και σε κάθε άλλο επάγγελμα. Όμως, μήπως ευθύνεται και όλο το σύστημα με τους περιορισμούς που θέτει; Πάντως, δικαιοσύνη χωρίς δικηγόρους δεν μπορεί να υπάρξει και σε κάθε άλλη περίπτωση, οι πολίτες θα ήταν ανυπεράσπιστοι έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας και κάθε άλλου που βάλει αδίκως εναντίον τους. Και είναι ένα σκληρό επάγγελμα, το οποίο αναγνωρίζεται ότι ασκείται υπό συνθήκες που δύσκολα κάποιος θα άντεχε. Γι’ αυτό και ο δικηγόρος οφείλει -παρόλο που, δυστυχώς, αυτό απέχει ορισμένες φορές από την πραγματικότητα- να έχει υψηλό φρόνημα και αίσθημα ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ευθύνης, καθώς και συνείδηση της σημασίας του επαγγέλματός του, που καθορίζει, κατά μία έννοια, ανθρώπινες ζωές, χωρίς να του λείπει η ανθρωπιά και η ψυχική αντοχή, βάζοντας στην άκρη το προσωπικό του όφελος. Αυτό που κάνει τελικά κάποιον να θεωρείται «καλός δικηγόρος» δεν είναι η θετική για τον πελάτη του έκβαση της δίκης, η οποία μάλιστα δεν εξαρτάται καν άμεσα από αυτόν ή την εργασία και την ικανότητά του. Την τελική απόφαση τη λαμβάνει ο δικαστής και μπορεί να είναι δυσμενής, ανεξαρτήτως προσπάθειας και δεξιότητας του δικηγόρου. «Καλός δικηγόρος», αντίθετα, είναι αυτός που μοχθεί καθημερινά για την αξιοπρεπή δικηγορική παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου και δρα στα πλαίσια της πραγματικής δικαιοσύνης, και αυτό είναι που τον καθιστά «συλλειτουργό» αυτής, αναγκαίο στήριγμα της κοινωνίας.

Το άρθρο δε θα μπορούσε παρά να κλείσει με έναν ακόμα διάλογο παρμένο από την ταινία, αυτή τη φορά ανάμεσα στον πρωταγωνιστή δικηγόρο και τον παππού του:

  • Η τιμιότητα δεν έχει και μεγάλη σχέση με την δικηγορία…
  • Αν δεν έχεις τιμιότητα, δεν έχεις τίποτα.

Στέλλα Μίτιλη

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999, έχει καταγωγή από τον Τύρναβο και είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποτελεί ενεργό μέλος της AIESEC και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων, συνεδρίων και σεμιναρίων, όπως το MRC 2018, το EuroPA.S 2019 και το 23ο Πανελλήνιο Κοινοβούλιο Νέων της SAFIA. Έχει ασχοληθεί με την ρητορική, έχει γίνει μέλος σε ομάδες, και έχει παρακολουθήσει ομιλίες ποικίλης θεματολογίας. Γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα και έχει συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα Erasmus+ στο Τορίνο. Παίζει πιάνο και γενικότερα ασχολείται με την μουσική, λατρεύει τα ταξίδια και τις ταινίες. Έχει έντονο ενδιαφέρον για διεθνή, νομικά και κοινωνικά ζητήματα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ