Της Ελένης Σιαπικούδη,
Πολιτική θύελλα έχει ξεσπάσει τόσο στη Βόρεια Μακεδονία όσο και στην Αλβανία έπειτα από την απόφαση της Γαλλίας να ασκήσει βέτο για την ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των εν λόγω χωρών. Ενστάσεις προέβαλαν τόσο η Δανία όσο και η Ολλανδία, αλλά οι δηλώσεις της Γαλλίας ήταν αυτές που έδειξαν την πλήρη αντίθεση σε μια τέτοια εξέλιξη. Συγκεκριμένα, η Γαλλία ζήτησε να υπάρξει αναμόρφωση της διαδικασίας εισδοχής νέων κρατών μελών, την οποία χαρακτήρισε ως «αναποτελεσματική» και «απογοητευτική». Από την άλλη πλευρά, Ολλανδία και Δανία πρότειναν να γίνει διαχωρισμός των δύο υποψηφιοτήτων, να ξεκινήσουν τώρα διαπραγματεύσεις για τη Βόρεια Μακεδονία και να πραγματοποιηθεί στο μέλλον η έναρξη της διαπραγμάτευσης για την Αλβανία.
Πέρα από την αναμενόμενη δυσαρέσκεια που επρόκειτο να προκληθεί στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, η δυσαρέσκεια αυτή επεκτάθηκε και στα κράτη μέλη της Ε.Ε. Ειδικότερα, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν άργησαν να καταδικάσουν τη στάση της Γαλλίας, η οποία δε συνάδει με τις πολιτικές που έχει υιοθετήσει η Ε.Ε. στο σύνολό της αναφορικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Οι προϋποθέσεις για την ένταξη ενός νέου κράτους μέλους αφορούν τη συμβατότητά τους με τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης, σχετικά με μια σειρά από δημοκρατικά, πολιτικά και οικονομικά κριτήρια. Από τη στιγμή που τα κριτήρια αυτά πληρούνται, τα κράτη μπορούν να διεκδικήσουν την ένταξή τους στην Ένωση. Ήδη από τη Σύνοδο Κορυφής στη Θεσσαλονίκη το 2003, οι Επίτροποι και οι αρχηγοί κρατών της Ε.Ε. προωθούσαν την άποψη ότι το μέλλον των Βαλκανίων είναι η ένταξή τους στην Ε.Ε. και δήλωναν ότι όλοι πρέπει να εργαστούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε αντίθεση με αυτήν την πάγια πολιτική, οι τελευταίες εξελίξεις κινήθηκαν προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Αρχικά, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην τελική συνέντευξη Τύπου, χαρακτήρισε την απόφαση αυτή ως «Ιστορικό λάθος», τονίζοντας ότι: «Αν η Ε.Ε. θέλει να τη σέβονται, πρέπει να τηρεί τις δεσμεύσεις της». Αντίστοιχα, ο Ντόναλντ Τουσκ υποστήριξε ότι το ζήτημα της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων θα εξεταστεί περαιτέρω πριν από την Σύνοδο Κορυφής στο Ζάγκρεμπ τον Μάιο του 2020. Ακόμη, όπως ήταν αναμενόμενο, η Γαλλία βρήκε απέναντί της και τη Γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, η οποία τάχθηκε σθεναρά υπέρ της ενταξιακής προοπτικής των δύο χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να εκτιμηθεί και η στάση που κράτησε η ελληνική πλευρά. Το υπουργείο Εξωτερικών υποστήριξε πλήρως την ενταξιακή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων. Παράλληλα, ενθάρρυνε τις χώρες αυτές να παραμείνουν προσηλωμένες στην οδό των μεταρρυθμίσεων που μόνο θετικά οφέλη θα τους προσφέρει, ενώ με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουν να γίνουν μέλη της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας.
Πάρα ταύτα, ο βασικός αντίκτυπος του γαλλικού βέτο φάνηκε στο πολιτικό σκηνικό που δημιουργήθηκε στη Βόρεια Μακεδονία. Έπειτα από την εκλογή του Ζάεφ και την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η χώρα μπήκε σε μια νέα τροχιά μεταρρυθμίσεων με βασικό στόχο την άμεση έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το πολιτικό σκηνικό στη γείτονα χώρα ήταν ιδιαίτερα έκρυθμο και η ελπίδα για την ευρωπαϊκή προοπτική ώθησε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις. Η ιστορική υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών έδωσε την εκτύπωση τόσο στους πολιτικούς αρχηγούς όσο και στους ίδιους τους πολίτες της χώρας ότι πλέον η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας είναι στο τελικό της στάδιο, καθώς μια μεγάλη διαμάχη έφτασε στο τέλος της και επέδειξαν συμβιβαστική διάθεση και καλή γειτονία. Φυσικά, η Ελλάδα, ο μεγάλος αντίπαλος ως τώρα, δε θα αποτελούσε πλέον εμπόδιο. Ταυτόχρονα, υπήρξαν ρητές υποσχέσεις από τη μεριά της Ε.Ε. και σε επίπεδο εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών και σε επίπεδο ευρωπαίων ηγετών, ότι η αποδοχή της συμφωνίας από τη γειτονική χώρα θα άνοιγε τον δρόμο για την ενταξιακή διαδικασία.
Όλες αυτές οι ελπίδες έληξαν κάπως άδοξα, τόσο για τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ όσο και για τη εσωτερική πολιτική της χώρας. Η απογοήτευση ήταν έκδηλη και οι εξελίξεις διαδέχθηκαν η μια την άλλη. Πιο συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση Ζάεφ κατηγορήθηκε από το VMRO ως αποκλειστικά υπεύθυνη για τη μη εκκίνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, καθώς η ένταξη στην Ε.Ε. αποτελούσε βασικό εγχείρημα της προεκλογικής στρατηγικής του κόμματος. Με την σειρά του ο Πρωθυπουργός αποφάσισε την κήρυξη πρόωρων εκλογών στις 12 Απριλίου, χρησιμοποιώντας την φράση του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για να χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή αυτή απόφαση ως «ιστορικό λάθος», ξεκαθαρίζοντας ότι το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα παραμένει προσηλωμένο στο μονοπάτι της ένταξης στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς. Έτσι, μια υπηρεσιακή κυβέρνηση θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, με αμφίρροπη πλέον έκβαση των αποτελεσμάτων.
Αναφορικά, λοιπόν, με τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, αμφισβητείται για ακόμα μια φορά η ασφάλεια και η σταθερότητα στα Βαλκάνια. Το ζήτημα αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που επιθυμούν με ιδιαίτερη προσμονή να γίνουν μέλη της Ένωσης. Αντιθέτως, είναι ένα καίριο ζήτημα που θα έπρεπε να ανησυχεί όλες τις γειτονικές χώρες στα Βαλκάνια αλλά και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη, που διατηρούν εμπορικές, οικονομικές και διπλωματικές συναλλαγές με τις χώρες αυτές. Ίσως το Παρίσι να βρίσκεται αρκετά μακριά από τις πολιτικές αναταραχές στα Βαλκάνια, όμως η Αθήνα, η Σόφια ακόμη και η Ρώμη θα επηρεαστούν άμεσα από μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια στην περιοχή. Επιπλέον, είναι αδύνατο να γίνουν προβλέψεις για την τροπή των γεγονότων, που ενδέχεται να περιλαμβάνουν πισωγυρίσματα στις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, πολιτική αστάθεια και ενεργοποίηση των εθνικιστικών τάσεων στην κοινωνία. Μάλιστα, η στάση του αλβανικού πληθυσμού αναμένεται να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τα πολιτικά τεκταινόμενα, καθώς ήταν ο άμεσος υποστηρικτής τόσο της Συμφωνίας των Πρεσπών όσο και της ένταξης στην Ε.Ε..
Όσον αφορά, λοιπόν, τη στάση των ευρωπαϊκών κρατών, πρέπει να αναζητηθούν εκτενώς τα βαθύτερα αίτια και οι αφορμές που οδήγησαν σε αυτήν την τροπή. Η άνοδος της ακροαριστεράς, το μεταναστευτικό και το Brexit είναι ενδεικτικά κάποια από τα σημαντικότερα προβλήματα, με τα οποία βρέθηκε αντιμέτωπη το τελευταίο διάστημα η Ε.Ε. και που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές της αποφάσεις. Πλέον η Ελλάδα δεν έχει λόγο να αντιτίθεται σε μια ενδεχόμενη είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε., ενώ αντίθετα φαίνεται να την προωθεί με κάθε τρόπο και τα εμπόδια να έρχονται από άλλες πλευρές. Κάτι τέτοιο απειλεί σε μεγάλο βαθμό την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή και αξίζει τελικά να αναρωτηθούμε αν τα εσωτερικά προβλήματα και οι δυσκαμψίες της Ε.Ε. θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση και ανασφάλεια.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1996. Είναι απόφοιτη του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο αγγλόφωνο πρόγραμμα Politics and Economics of Contemporary Eastern and Southeastern Europe του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Έχει συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια πολιτικής, ιστορίας και διεθνών σχέσεων.