Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου,
Οι ομολογουμένως αποτρόπαιες εικόνες που μεταδίδουν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης από τη φλεγόμενη ζώνη πολέμου στη Μέση Ανατολή τα τελευταία 20 χρόνια έχουν συγκλονίσει την ανθρωπότητα, αναδεικνύοντας τη σαθρότητα της ανθρώπινης φύσης, η ανάδυση της οποίας θεωρείται από πολλούς ως μη αναστρέψιμη, με αποτέλεσμα κάθε προσπάθεια ανατροπής της να μοιάζει μάταια. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για όλους. Ο γυναικείος κουρδικός στρατός, έχοντας αποκτήσει οργανωμένη και επίσημη μορφή από το 2013, αγωνίζεται υψώνοντας με θάρρος το ανάστημά του έναντι εσωτερικών, αλλά και εξωτερικών ιμπεριαλιστικών εχθρών, οι οποίοι αμφισβητούν όχι μόνο την ιστορική υπόσταση της φυλής τους αλλά και την ελευθερία των ίδιων των γυναικών, πλήττοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κορμιού τους και διαιωνίζοντας την παραδοσιακή, για τους νόμους της περιοχής, σοβινιστική αντιμετώπισή τους.
Στο άκουσμα και μόνο της ύπαρξης μιας ισχυρής γυναικείας πολιτοφυλακής η πλειοψηφία απορεί, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι χλευάζουν το έργο και τις δυνατότητές της, υποστηρίζοντας την εδραιωμένη, κατά τα κοινωνικά πρότυπα, άποψη ότι η ευαισθησία των γυναικών δε συνάδει με τη σκληρότητα και την αποφασιστικότητα που απαιτείται στο πεδίο των μαχών. Κι όμως, οι Κούρδισες μαχήτριες έχουν καταφέρει όχι μόνο να αντιστρέψουν την εν λόγω παραδοχή αλλά και να συγκροτήσουν έναν πλήρως καταρτισμένο στρατό, ο οποίος κατάφερε να απομακρύνει τους τζιχαντιστές του ισλαμικού κράτους από τα εδάφη τους, έχοντας ως επόμενο στόχο του τις κατά μέτωπο επιθέσεις του τουρκικού στρατού και έχοντας αποφασίσει να ναυαγήσει τα σχέδια του Ερντογάν για γενοκτονία του κουρδικού έθνους. Άλλωστε, για τις Κούρδισες η συμμετοχή των γυναικών στον στρατό δεν είναι κάτι πρωτοφανές, αντιθέτως αποτελεί καθήκον για την υπεράσπιση του έθνους τους, κάτι το οποίο διδάσκει και η ίδια η ιστορία τους, δεδομένου ότι ο κουρδικός στρατός ήδη από τον 19ο αιώνα έχει εντάξει τη γυναικεία παρουσία στο πολεμικό του προσωπικό.
Οι επονομαζόμενες «Γυναικείες Μονάδες Προστασίας» (YPJ) αποτελούν μετεξέλιξη του γυναικείου τμήματος των Λαϊκών Μονάδων Προστασίας (YPG) των Κούρδων και εντάσσονται στο Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) των Κούρδων της Συρίας. Οι ίδιες αυτοπροσδιορίζονται ως ο «πρώτος γυναικείος στρατός», που μάχεται για την ελευθερία των γυναικών όλου του κόσμου, έχοντας ως σύνθημα τη λέξη «Havar», που σημαίνει «φιλία» στην κουρδική γλώσσα, ενώ επιδίδονται κατά κύριο λόγο στον ανταρτοπόλεμο.
Στο YPJ εντάσσονται γυναίκες όλων των ηλικιών. Οι μικρότερες ηλικιακά συνεισφέρουν πραγματοποιώντας ποικίλες εργασίες εντός των στρατοπέδων, ενώ μεγαλώνοντας ακολουθούν ένα συγκεκριμένο και αυστηρό πρόγραμμα, το οποίο τις διδάσκει, πέραν της χρήσης του οπλικού εξοπλισμού και την αξία της πειθαρχίας. Ωστόσο, εντός των μεραρχιών δε συναντά κανείς μόνο Κούρδισες. Γυναίκες από δεκάδες χώρες ανά τον κόσμο, παρακινούμενες από το πάθος των Κουρδισών για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του γυναικείου φύλου και της καταπολέμησης του πατριαρχικού μοντέλου της κοινωνίας, έχουν ενταχθεί στους κόλπους του YPJ, εμπνευσμένες και από τη βρετανίδα Άννα Κάμπελ, η οποία έχασε τη ζωή της, πολεμώντας εναντίον του ISIS με τις δυνάμεις του YPJ στη Βόρεια Συρία το 2015.
Τα κίνητρα των γυναικών που μυούνται στον κουρδικό στρατό παραποιούνται συνεχώς, τόσο από την εγχώρια κοινή γνώμη, όσο και από τα διεθνή μέσα. Οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζονται ως «ιερόδουλες τρομοκράτισσες», ενώ κατηγορούνται και για εγκατάλειψη της οικογενειακής τους εστίας, επηρεασμένες από τα εσφαλμένα και σκανδαλιστικά, για την ισλαμική θρησκεία, πρότυπα της Δύσης, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι συνδέονται ερωτικά με άνδρες στρατιώτες του Κουρδικού στρατού, συμμετέχοντας σε πράξεις ακολασίας. Η υποτίμηση των γυναικών του κουρδικού στρατού δεν αποτελεί, ωστόσο, αποκλειστικό προνόμιο των εγχώριων μέσων.
Η Δύση αντιμετωπίζει τη συμμετοχή τους στα τάγματα στρατού ως δούρειο ίππο για τον απεγκλωβισμό τους από την παραδοσιακή οπισθοδρομική κουλτούρα της θρησκείας τους, η οποία προδιαγράφει το μέλλον τους ως υποταγμένων μητέρων. Ταυτόχρονα, οι δράσεις τους καταδικάζονται ως ένα μέσο διεξόδου από τη φτώχεια τους, το οποίο εκμεταλλεύεται τη διαμαρτυρία εναντίον των παραδοσιακών πατερναλιστικών προτύπων. Η αντίληψη αυτή καθιστά σαφή την αδιαφορία των δυτικών για τη συμβολή αυτών των γυναικών στην καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας, που τόσο ανησυχεί την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μέσω της καταπολέμησης και θανάτωσης μιας μεγάλης μερίδας εν δυνάμει βομβιστών αυτοκτονίας.
Ασφαλώς, οι παραπάνω μισογυνικές και υλιστικές διαπιστώσεις δεν αντιπροσωπεύουν τους πραγματικούς λόγους της συμμετοχής τους στο πεδίο των μαχών. Οι Κούρδισες μαχήτριες έχουν συνειδητοποιήσει ότι κανείς δε μπορεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους καλύτερα από τις ίδιες. Όσο συγκινητικά κι αν είναι τα μηνύματα της Δύσης για τη στήριξη των γυναικών στη Μέση Ανατολή, οι βιαιοπραγίες εναντίον τους και οι καταπιεστικοί νόμοι που επιβάλλει η ισλαμική κοινωνία δε θα ανατραπούν με ευχολόγια. Γνωρίζουν ότι η συμβολή τους στον στρατό είναι μια πράξη θυσίας, δεδομένου του ότι αν συλληφθούν από τους αντιπάλους τους, θα θανατωθούν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ωστόσο, έχοντας ως πρώτο πλάνο την υπεράσπιση των επόμενων γενεών γυναικών, εξακολουθούν να παλεύουν για την εξίσωση των δικαιωμάτων τους με αυτά των ανδρών και για την εξάλειψη της βίας προς το πρόσωπο τους, διεκδικώντας μια ζωή με αξιοπρέπεια και όχι ταπείνωση.
Πέραν όμως της θέλησής τους για ανατροπή του καθεστώτος έναντι των γυναικών, ποιο είναι το κυρίαρχο όπλο τους στο πεδίο των μαχών; H ίδια τους η φύση. Κατά την ισλαμική θρησκεία, ένας άνδρας επιβραβεύεται για τις βάρβαρες πράξεις του σε 72 παρθένες στη μετά θάνατον ζωή, ωστόσο αν θανατωθεί από μια γυναίκα, τότε αποκλείεται οριστικά από τις πύλες του παραδείσου. Επομένως, και μόνο στη σκέψη της σύγκρουσης με γυναικείο στρατό οι ισλαμιστές δειλιάζουν, φοβούμενοι τις «μακροπρόθεσμες» συνέπειες που θα επιφέρει η θανάτωσή τους κι έτσι αποχωρούν άτακτα στις μεταξύ τους συμπλοκές. Τα προβλήματα που απορρέουν από τη δράση τους δεν περιορίζονται μόνο στο πεδίο των μαχών. Η εμβέλεια των ιδεών του YPJ έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, επηρεάζοντας καταπιεσμένες γυναίκες από κάθε πλευρά της γης, καταστρέφοντας τα σάπια θεμέλια της ισλαμικής ιδεολογίας και εμπνέοντας για περισσότερες κινητοποιήσεις από μέρους των γυναικών. Όπως άλλωστε και οι ίδιες αναφέρουν, «το κακό δεν προέρχεται μόνο από τους άντρες του Ισλαμικού Κράτους. Κακό μπορεί να προέλθει και από γυναίκες. Οι γυναίκες πρέπει να μορφωθούν και να εξελιχθούν ιδεολογικά». Η επιρροή που ασκούν έχει προβληματίσει τόσο τις χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες εντοπίζουν τα πρώτα ψήγματα αλλαγής στη νοοτροπία των γυναικών των χαμηλότερων στρωμάτων, όσο και την Τουρκία, καθώς το εν λόγω γυναικείο κίνημα συνδέεται στενά με το ΡΚΚ, μια οργάνωση που μάχεται για τα δικαιώματα των Κούρδων στην Τουρκία, ενώ παράλληλα αγωνίζεται και για την ανάδειξη των δικαιωμάτων των γυναικών κόντρα στις τρέχουσες αντιλήψεις της τουρκικής κοινωνίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έχει χαρακτηρίσει την οργάνωση αυτή ως τρομοκρατική.
Το έργο της γυναικείας κουρδικής πολιτοφυλακής είναι αναμφίβολα ανεκτίμητης αξίας, όχι μόνο για τη συμβολή του στην καταπολέμηση του εφιάλτη της ισλαμικής τρομοκρατίας, αλλά και για την ανάδειξη ενός νέου κύματος κινητοποιήσεων για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, ανοίγοντας μια νέα σελίδα για τη γυναικεία αξιοπρέπεια, αποτελώντας συγχρόνως και μια γροθιά στο στομάχι των πατριαρχικών επιταγών, οι οποίες θεωρούν τα όπλα παραδοσιακά σύμβολα της ανδρικής κυριαρχίας.
Γεννήθηκε το 1997 στη Δράμα. Από μικρή ηλικία είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, το οποίο έμελλε να καθορίσει και την επιλογή των σπουδών της. Σήμερα είναι απόφοιτη του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Έχει δουλέψει ως ασκούμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε εταιρεία δημοσκοπήσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις πολιτικών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ενδιαφέροντα της αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η πολιτική ανάλυση με την οποία φιλοδοξεί να ασχοληθεί και σε μεταπτυχιακό επίπεδο.