Της Emma,
Τέχνη· μία λέξη-σήμα κατατεθέν, στο άκουσμα της οποίας έρχονται στο νου πολλοί πιθανοί ορισμοί και ακόμη περισσότερες εικόνες. Θα υποστήριζα, ωστόσο, ότι κανένας από τους εκάστοτε ορισμούς και καμία από τις περιγραφές που της έχουν δοθεί δύναται να προσεγγίσει το γνήσιο νόημα αυτής. Προσωπικά, θα την χαρακτήριζα «άπιαστη»… Ίσως αυτό να οφείλεται στη θέσει και φύσει αινιγματικότητά της, στην ικανότητά της να ελίσσεται, να ξεγλιστράει, γεγονός που αποκλείει κάθε απόπειρα ένταξής της στα αποκαλούμενα «καλούπια»· θα προτιμήσω, λοιπόν, μια απλή «κατηγοριοποίησή» της.
Σε αυτόν τον αμφίσημο ή ρευστό χαρακτήρα της τέχνης θεωρώ, όμως, ότι έγκειται και η γοητεία της. Αυτή η γοητεία που με οδήγησε εδώ, στην πόλη του φωτός, το Παρίσι, να διερωτώμαι για τη δυνατότητα ορισμού αυτής, γράφοντας το παρόν άρθρο. Εάν θα έπρεπε, λοιπόν, ποτέ να μιλήσω για κάποιον αυτοσκοπό, αυτός αναμφισβήτητα θα ήταν η τέχνη· αυτή με κέρδισε, ίσως χρόνια πριν, παρά την αργοπορία μου στο να το συνειδητοποιήσω. Ειδικότερα, παρά την έμφυτη κλίση μου στη ζωγραφική (αρνούμουν πεισματικά να ακολουθήσω μαθήματα), η αγάπη μου για την ελληνική γλώσσα, κυρίως για την αρχαία, αλλά και τη λατινική, συμπεριλαμβανομένης της δομής, της ετυμολογίας και της γραμματικής τους, με ώθησε στην επιλογή των προπτυχιακών σπουδών μου στο τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, συνειδητοποίησα ότι η επαγγελματική σταδιοδρομία που θα ήθελα να ακολουθήσω δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στην ειδικότητα του εκπαιδευτικού, όπως μέχρι τότε πίστευα. Σταδιακά, ανέπτυξα μία έντονη αγάπη για τη φιλοσοφία. Συνεπώς, συνέχισα τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στο τμήμα της Συστηματικής Φιλοσοφίας του Α.Π.Θ., με το ενδιαφέρον μου να στρέφεται σαφώς σε φιλοσοφικά κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, της παραδοσιακής και σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας ως προς τον κλάδο της γνωσιοθεωρίας και οντολογίας, αλλά και σε αυτόν της φιλοσοφίας της τέχνης.
Παράλληλα, ξεκίνησα τη συνεργασία μου, την οποία και συνεχίζω, με τον εκδοτικό οίκο της ΕΟΕ (Ερευνητικός Οργανισμός Ελλήνων), στον τομέα της φιλολογικής επιμέλειας βιβλίων. Μία ακόμη συνεργασία, εξίσου σημαντική, είναι εκείνη με τις εκδόσεις «Πηγή» και αφορά την εικονογράφηση του αστυνομικού μυθιστορήματος «Ψηφιακός Τρομοκράτης» του εξαίρετου λογοτέχνη, αξιόλογου φίλου και συνεργάτη, διδακτορικού του ΑΠΘ, Κωνσταντίνου Πιτένη. Ο κύριος Πιτένης είναι ένας άνθρωπος τον οποίο ανέκαθεν θαύμαζα για την εικόνα του πρωτοπόρου-μαχητή που εξέπεμπε, η οποία μου παρείχε ένα σιωπηρό, μα ισχυρό κίνητρο να συνεχίσω την πορεία προς τον στόχο μου, όσο δύσβατη και εάν είναι. Επιπλέον, ήταν ο άνθρωπος που μου παρείχε την ευκαιρία για την πρώτη μου επαγγελματική συνεργασία, στον κλάδο που ασχολούμαι έως τώρα, μετά την ερασιτεχνική ενασχόλησή μου, κυρίως με προσωπογραφίες.
Ένα τέτοιου είδους κίνητρο και μία υποτροφία, λοιπόν, ίσως να με ώθησε εν τέλει στις μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης με κατεύθυνση φιλοσοφίας, στο Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne, στην κατεξοχήν γενέτειρα-πόλη της τέχνης, με τα μαθήματα να λαμβάνουν χώρα σε galerie δίπλα στον Λούβρο και τις εκθέσεις του. «Όνειρο απραγματοποίητο», θα το χαρακτήριζα πριν από μερικά χρόνια, εάν κάποιος με ρωτούσε.
Επανερχόμενη στο ζήτημα του αυτοσκοπού της τέχνης, οφείλω να ομολογήσω, βεβαίως, ότι διόλου δεν γνώριζα το νόημά της, όταν κοντά στην ηλικία των πέντε ετών ανακάλυψα την κλίση μου στο σκίτσο, τη ζωγραφική και το σχέδιο εν γένει. Ίσως πάλι και όταν ολοκλήρωσα τα πρώτα μου ρεαλιστικά πορτρέτα, να μην κατανοούσα τι ακριβώς με ωθεί στην παρούσα μορφή τέχνης. Θα την χαρακτήριζα κατά κύριο λόγο ως μία ενστικτώδη διαδικασία στο πλαίσιο μίας αυθόρμητης έκφρασης, η οποία οιστρηλατείται από μία εξαιρετικά βαθύτερη, εσωτερική, εμπνέουσα δύναμη. Έτσι θα περιέγραφα προσωπικά το βίωμα της τέχνης· φαντάζομαι ότι κάθε καλλιτέχνης θα περιέγραφε με εξίσου υποκειμενικό τρόπο το παρόν κίνητρο σε ό,τι αφορά τη δημιουργία.
Επομένως, σε ό,τι αφορά την κατηγορία του κλάδου των εικαστικών τεχνών, των οποίων είμαι λάτρης, ο κλάδος ή η μορφή τέχνης μέσω της οποίας προτιμώ να εκφράζομαι είναι η αναπαραστατική τέχνη της ζωγραφικής, με εμφανή προτίμηση στο ασπρόμαυρο ρεαλιστικό σχέδιο, με συνήθεις θεματικές μου τις προσωπογραφίες, αλλά και το ενδυματολογικό σχέδιο. Βέβαια, ανέκαθεν θαύμαζα κάθε άλλη τεχνοτροπία, όπως η γελοιογραφία και τα κόμικς. Εντονότερα, βέβαια, με προσέλκυε η αναπαράσταση της πραγματικότητας, παρά το υπερρεαλιστικό και αφηρημένο σχέδιο. Από παιδί που ζωγράφιζα, θυμάμαι την έντονη πεποίθησή μου ότι μέσα από τα σκίτσα είχα τη δυνατότητα να εμφυσήσω κάποιου είδους ζωτικότητα στις μορφές που δημιουργούσα, με την ελπίδα να αλλάξω τους ανθρώπους και κατ’ επέκταση τον κόσμο μέσω αυτής. Σαν να ξέφευγα από την πραγματικότητα και να εντόπιζα αλλού το νόημα που επιζητούσα… σαν μία απελευθέρωση θεϊκής έκστασης. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να όριζα την τέχνη, εάν έπρεπε να της αποδώσω κάποιον ορισμό. Βέβαια, να επισημανθεί σε αυτό το σημείο ότι κάνουμε λόγο για την τέχνη όπως αυτή κατανοείται στην εποχή μας και όχι στην περίοδο της αρχαιότητας και των μετέπειτα αιώνων, όπου η μορφή του καλλιτέχνη συνδέεται κυρίως με αυτήν του τεχνίτη, που φέρει σε πέρας παραγγελίες των μεγαλοσχημόνων της εκάστοτε κοινωνίας. Ωστόσο, η αντίφαση εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς το ωραίο εξ’ ουσίας δε δύναται να καθοριστεί επαρκώς.
Με το συγκεκριμένο άρθρο, επιθυμώ να απευθυνθώ σε όλους τους νέους ανθρώπους της γενιάς μου και ειδικότερα στους καλλιτέχνες οποιασδήποτε μορφής τέχνης, και να πω ότι οι άνθρωποι είμαστε πιο δημιουργικοί και κατ’ επέκταση δυνατοί όταν ακολουθούμε τη φύση μας, την ιδιαίτερη φύση που κατευθύνει και κινητοποιεί τον καθένα ως εκ θαύματος και τον κάνει να είναι αυτό που είναι. Θα μιλούσα για τελεολογία και σκοπιμότητα, αλλά πιθανολογώ ότι θα ακουστώ ανιαρή και άκρως αριστοτελική. Αντιθέτως, το μήνυμα που θέλω να μεταδώσω είναι πολύ πιο απλό. Μόνο μέσω αυτού του σκοπού επιτυγχάνεται η προσωπική γαλήνη, επιτυχία και η ουσιαστική ελευθερία, η πιο σημαντική λέξη που έμαθα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Διότι το πνεύμα κανενός δε δύναται να περιοριστεί από καμία κοινωνικοπολιτική κατάσταση, όταν έχει γνώση της ίδιας της φύσης του και παλεύει για την εξέλιξη αυτής. Η προτροπή μου είναι να ακολουθήσετε αυτή την ιδιαίτερη φύση σας, να μην την αγνοήσετε, ακόμη κι αν η τέχνη καθίσταται δύσκολο να ευδοκιμήσει, σε μία εποχή με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες όπως αυτές είναι στη σύγχρονη κοινωνία και ειδικότερα στη χώρα μας. Ωστόσο, για εμένα, πέρα από τις κοινωνικοπολιτικές ρεαλιστικές συνθήκες, τίθεται ζήτημα ηθικής και προσωπικής αυταξίας στο να εντοπίσει και να ακολουθήσει κανείς τον προσωπικό του σκοπό. Εδώ να υπενθυμίσω τη ρήση του Oscar Wilde: «Όταν οι κριτικοί διαφωνούν, ο καλλιτέχνης είναι σύμφωνος με τον εαυτό του».
Πέρασαν χρόνια εωσότου να συνειδητοποιήσω αυτό που τώρα με τόση άνεση γράφω, καθώς ο φόβος της μη αποκατάστασης στην αγορά εργασίας με κράτησε μακριά από αυτόν τον υποκειμενικό σκοπό, την τέχνη. Οπωσδήποτε, οι δυσκολίες τις οποίες πρέπει να υπερκεράσει κανείς για να πετύχει τον σκοπό αυτό θα είναι πολλές ή όπως λένε «ο δρόμος δε θα είναι πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα». Εξάλλου, μόνο μέσα από τέτοιες διαδικασίες ωριμάζει ο άνθρωπος. Μάλιστα, χωρίς αυτές δε θα είχε διαμορφωθεί ούτε στο ελάχιστο ο ίδιος στον πυρήνα του, όπως ακριβώς είναι στο παρόν του. Και αν υπάρχουν ορισμένοι για τους οποίους ο δρόμος φαίνεται να ήταν «στρωμένος με ροδοπέταλα», σίγουρα θα ήταν και κάποια μαραμένα ή φθηνές απομιμήσεις ανάμεσα σε αυτά.
Η τέχνη απαιτεί άλματα και ρίσκα… Προσωπικά, έκανα ένα άλμα και επιδίωξα να μεταλαμπαδεύσω την «τέχνη» μου μέσω του ραδιοφώνου. Αποφάσισα, λοιπόν, να ξεκινήσω τη ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο «Οδοιπορικό στην Τέχνη» (κάθε Τετάρτη, ώρα Ελλάδος 20.00-21.00) στον σταθμό της ΕΟΕ (http://eoeradio.org/arts/), όπου θα υπάρχει πλέον η δυνατότητα για Έλληνες -και όχι μόνο- καλλιτέχνες να παρουσιάσουν το έργο τους και τις ιδέες τους ή την οποιαδήποτε ενασχόλησή τους με την κουλτούρα και τον πολιτισμό. Η παραπάνω εκπομπή αποτελεί κάτι παραπάνω από ένα απλό ραδιοφωνικό ραντεβού, πρόκειται για ένα πραγματικό ταξίδι στην πόλη του φωτός, στο οποίο θα ήθελα να είστε όλοι επιβάτες.
Κάθε ταξίδι στην τέχνη είναι μία νέα περιπέτεια… μία περιπέτεια έμπνευσης, τόλμης και αισθητικής. Δεν απαιτεί κόπο και δεν επιδέχεται φόβο, παρά μόνο ψήγματα της ουσίας του καθενός.