Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Η ελληνική οικονομία μπορεί να βελτίωσε τους μακροοικονομικούς της δείκτες, ανεβαίνοντας 19 θέσεις και αγγίζοντας την 64η θέση (μεταξύ 140 χωρών), αλλά όπως φαίνεται και στους παρακάτω πίνακες, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας δεν ακολουθεί τους ίδιους θετικούς ρυθμούς, καθώς το 2019 έπεσε 2 θέσεις στην 59η θέση (μεταξύ 140 χωρών) σε σχέση με το 2018. Ο δυναμισμός του ελληνικού επιχειρείν είναι ένας δείκτης που παρουσιάζει αρνητική επίδοση, αφού η Ελλάδα κατατάσσεται το 2019 στην 76η θέση, πέφτοντας 4 θέσεις σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο κράτους είναι μια αρκετά δυσνόητη έννοια (Χλέτσος, 2003). Δεν είναι εύκολο να δανειστούμε την έννοια της ανταγωνιστικότητας από τον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς η ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης ορίζεται ως η ικανότητα επιβίωσης και ανάπτυξής της, αφού έχει λάβει υπόψη τον ανταγωνισμό των άλλων επιχειρήσεων για τα ίδια κέρδη. Όμως, τα κράτη δε μπορούν να ταυτιστούν με τις επιχειρήσεις, καθώς δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους για αγορές και πόρους, όπως κάνουν οι επιχειρήσεις, αλλά για τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας.
Παρά τη δύσκολη ερμηνεία του όρου, η ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας συνδέεται πολύ στενά με την έννοια της ανάπτυξης, ενώ ο εντοπισμός και η ανάδειξη των βιώσιμων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων είναι στρατηγική προτεραιότητα κάθε χώρας και περιφέρειας κατά τη χάραξη αναπτυξιακού προγράμματος. Η αναγκαία συνθήκη της ανάπτυξης φαίνεται ότι είναι η διαμόρφωση του κατάλληλου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενώ το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει μάλλον πιο υποστηρικτικό ρόλο. Έτσι, το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, έχει θέσει στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» τους βασικούς άξονες προτεραιότητας, που αναμένει ότι θα συντελέσουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, επιδιώκοντας να βελτιώσουν την ελληνική επιχειρηματικότητα. Συγκεκριμένα, εκατομμύρια ευρώ ετοιμάζονται να επενδυθούν σε δράσεις που αφορούν την αύξηση εξωστρέφειας, την αναβάθμιση υποδομών, έρευνας και καινοτομίας, την προώθηση του φυσικού κεφαλαίου και την ενίσχυση της εκπαίδευσης και κατάρτισης των επιχειρήσεων κ.α. (Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, 2018).
Από όλους τους θεματικούς στόχους που αναφέρονται, ο πιο σημαντικός είναι η ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας των δημόσιων αρχών και των ενδιαφερόμενων φορέων. Ο στόχος αυτός εστιάζει στην επένδυση στην εθνική ικανότητα και στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης σε όλα τα επίπεδα (εθνικό, περιφερειακό και τοπικό), με στόχο τις μεταρρυθμίσεις, την καλύτερη κανονιστική ρύθμιση και την ορθή διακυβέρνηση. Σε συνδυασμό με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα 2014-2020», η Ελλάδα χαράζει στρατηγικές που προσπαθούν να βελτιώσουν τη χαμηλή θεσμική ικανότητα της Ελλάδας.
Πιο αναλυτικά, η θεσμική ικανότητα της χώρας είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, οδηγώντας στην έλλειψη εμπιστοσύνης από τους πολίτες προς την Ελληνική κυβέρνηση και σε υψηλή αντίληψη του επιπέδου διαφθοράς, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1, όπου η Ελλάδα βρίσκεται πάνω και αριστερά.
Η χαμηλή ικανοποίηση των Ελλήνων δεν περιορίζεται μόνο στην Εθνική κυβέρνηση, καθώς όλες οι δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγεία, η εκπαίδευση, το δικαστικό σύστημα και η αστυνόμευση βρίσκονται κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 2016, με έντονη δυσαρέσκεια στο σύστημα υγείας. Ο μόνος τομέας που πλησιάζει τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι η αστυνόμευση. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες δεν είναι ικανοποιημένοι από τους θεσμούς της Ελληνικής Κυβέρνησης. Όμως, το χαμηλό επίπεδο των θεσμών στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που διαιωνίζεται τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον. Ο Χατζής (2016) τονίζει ότι το έλλειμμα ισοζυγίου και το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι τα συμπτώματα μιας βαθύτερης αιτίας, αυτή του θεσμικού ελλείμματος.
Τι είναι, όμως, οι θεσμοί και γιατί είναι τόσο σημαντικοί;
Ένα αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο είναι το προαπαιτούμενο της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά πρέπει να βασίζεται σε θεσμούς ανοιχτού τύπου, που βασίζονται σε έννοιες όπως η δικαιοσύνη, η ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής και η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου στην κοινωνία και όχι σε θεσμούς κλειστού τύπου, που αναδιανέμουν τον πλούτο υπέρ μιας ισχυρής ελίτ (Acemoglu και Robinson, 2012). Οι κλειστοί θεσμοί περιλαμβάνουν ατελή προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων, εμπόδια εισόδου που εμποδίζουν περαιτέρω τον ανταγωνισμό και προστατεύουν μονοπώλια και ολιγοπώλια εις βάρος των καταναλωτών, πλήθος αντικρουόμενων ρυθμίσεων και όλα τα παραπάνω συμβάλλουν στην προστασία ειδικών ομάδων συμφερόντων.
Η Ελλάδα δε διαθέτει ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά ούτε ανοιχτούς θεσμούς, με αποτέλεσμα να έχει πέσει στη «θεσμική παγίδα», καθώς ισχυρές ομάδες καρπώνονται τις προσόδους, χρησιμοποιώντας την πολιτική τους δύναμη, ενώ το πολιτικό σύστημα δεν είναι διατεθειμένο να ανακόψει αυτές τις ενέργειες, λόγω του υψηλού πολιτικού κόστους (Χατζής, 2018). Το θεσμικό έλλειμμα της Ελλάδας γίνεται ακόμα πιο εμφανές αν ανατρέξουμε σε νούμερα. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα είναι μία από τις λιγότερο ελεύθερες οικονομίας στην Ευρώπη, αφού κατέχει την 43η θέση ανάμεσα στις 44 χώρες, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο κατέχει την 106η θέση ανάμεσα σε 178 χώρες (heritage.org). Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι η ελληνική οικονομία είναι οργανωμένη με βάση το κορπορατιστικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο μεγάλες ισχυρές επιχειρήσεις λειτουργούν μονοπωλιακά ή ανταγωνιστικά και υπό κρατική προστασία, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο ανταγωνισμός. Ενώ ταυτόχρονα, οι ισχυρές επαγγελματικές ομάδες προστατεύονται από τη νομοθεσία των κλειστών επαγγελμάτων και τα ισχυρά συνδικάτα προστατεύονται εις βάρος των καταναλωτών και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Αυτή η κατάσταση οδηγεί την κοινωνία στο να είναι δύσπιστη απέναντι στους δημόσιους θεσμούς της, τρέφει το πελατειακό σύστημα και εντείνει τη διαφθορά. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία ισορροπεί σε ένα πολύ χαμηλό σημείο, που χαρακτηρίζεται από υψηλή ανισότητα και αντισταθμίζεται από υψηλή αναδιανεμητική πολιτική, αφού παρά τον όγκο των κοινωνικών μεταβιβάσεων η φτώχεια δε μειώνεται και επωφελούνται οι ισχυροί.
Το θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνεται από την κοινωνία και συγκεκριμένα από τα άτομα με ποιότητα, που κατέχουν ανθρώπινο κεφάλαιο το οποίο οφείλεται στην τυπική ή άτυπη εκπαίδευση. Το αποθαρρυντικό για την ελληνική περίπτωση είναι ότι οι θεσμοί μπορούν να παραμείνουν αναλλοίωτοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς τα δυνητικά ικανά άτομα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αλλαγή, μεταναστεύουν, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα δέχεται αποσπασματικές προσπάθειες μεταρρυθμίσεων (Παπανίκος, 2016). Και τα δύο αυτά γεγονότα δρουν ως τροχοπέδη για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο της Ελλάδας με άμεση επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι Έλληνες έχουν τις ικανότητες και τις δεξιότητες να συμβάλλουν στην οικονομική πρόοδο κι αυτό φαίνεται από την επιτυχημένη πορεία που ακολουθούν οι Έλληνες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Όμως, η εσωτερική ελληνική επιχειρηματικότητα χαρακτηρίζεται από φθίνουσα ανταγωνιστικότητα λόγω του θεσμικού ελλείμματος. Οι επιχειρηματίες, αντί να καλλιεργούν το «επιχειρείν», προσπαθούν να δικτυωθούν με το πελατειακό κράτος και έτσι καταλήγουν σε αντιπαραγωγικές δραστηριότητες.
Ωστόσο, άφησα το ενθαρρυντικό για το τέλος: Ο άνθρωπος είναι ένα ον που μπορεί να προβλέπει και να θέτει στόχους, ενώ ταυτόχρονα μια κοινωνία έχει τη δυναμική να μεταβάλλει το περιβάλλον της σύμφωνα με τις ανάγκες της. Άρα, έχει σημασία η Ελληνική κοινωνία να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα του «θεσμικού ελλείμματος», να εντοπίσει την κατεύθυνση προς την οποία θέλει να μετασχηματιστεί και μετά είναι στο χέρι του καθενός να συμβάλλει στην αλλαγή, είτε είναι απλός πολίτης είτε είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
ΠΗΓΕΣ
- Acemoglu, D., & Robinson, J. A. (2012). Why nations fail: The origins of power, prosperity, and poverty. Crown Books.
- Chatzis, A., 2018. “Greece’s Institutional Trap”, Managerial and Decision Economics 39(8):838-845
- Heritage.org, (2019). «Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας-Ελλάδα». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στα αγγλικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 17/10/2019.
- Καθημερινή, 2019. «Χαμηλή πτήση και για το 2019 για την ανταγωνιστικότητα». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 14/10/2019.
- ΟΟΣΑ(α), 2017. «Δημόσια Ακεραιότητα». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 14/10/2019.
- ΟΟΣΑ(β), 2017. «Διακυβέρνηση με μια ματιά: Ελλάδα». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στα αγγλικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 14/10/2019.
- Παπανίκος, Γ., 2016. «Ποιότητα θεσμών και τοπική οικονομική ανάπτυξη». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 17/10/2019.
- Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, 2018. «Επιχειρησιακό Πρόγραμμα: Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 14/10/2019.
- Χατζής, Α., 2016. «Οι θεσμικές προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη: 12 ερωτήματα με αναφορά στην Ελλάδα». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 17/10/2019.
- Χλέτσος, Μ., 2008 «Ανταγωνιστικότητα – Επιχειρηματικότητα- Εξωστρέφεια της Ελληνικής Οικονομίας». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση στις 14/10/2019.
Ξεκίνησε την πορεία της ως μαθήτρια στα «Εκπαιδευτήρια Νέα Γενιά Ζηρίδη», συνέχισε ως φοιτήτρια στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ως μεταπτυχιακή στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο «Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών», ενώ παράλληλα ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Αυτή τη περίοδο απασχολείται σε μια αστική ΜΚΟ και παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο. Χόμπυ της η Λογοτεχνία και οι περίπατοι στην Αθήνα.