Του Βασίλη Τρικούπη,
Η σύγχρονη Μολδαβία αποτελεί αδιαμφισβήτητα παράδειγμα χώρας, η οποία διαχρονικά επηρεάζεται γεωπολιτικά και ακροβατεί διπλωματικά ανάμεσα σε μεγαλύτερες δυνάμεις. Η γεωγραφική της θέση, ανάμεσα στην ΕΕ και στον πρώην σοβιετικό χώρο, αλλά και στις παρυφές των πολυεθνικών Βαλκανίων, το σοβιετικό της παρελθόν, η εθνοτική και γλωσσική ταύτισή της -σε μεγάλο βαθμό- με τη μεγάλη αδερφή Ρουμανία στα νοτιοδυτικά, η ισχνή της οικονομία και η εσωτερική της ανομοιογένεια, είναι όλοι παράγοντες που την καθιστούν διπλωματικό έρμαιο μεγαλύτερων δυνάμεων και συνασπισμών.
Πιο συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική ανομοιογένειά της, ο πληθυσμός της απαρτίζεται κυρίως από Μολδαβούς, Ρουμάνους, Ουκρανούς, Ρώσους, Βούλγαρους και Γκαγκαούζους. Οι τελευταίοι, άγνωστοι στον περισσότερο κόσμο αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση εθνοτικής ομάδας και γλωσσικής μονάδας, της οποίας η προέλευση εν πολλοίς αμφισβητείται, με επικρατέστερο το ενδεχόμενο να προέρχονται από μια σελτζουκική φυλή που εγκαταστάθηκε και εκχριστιανίστηκε στη Βουλγαρία και αναμεμειγμένη με Βούλγαρους, μετεγκαταστάθηκε στην περιοχή της Βεσσαραβίας. Χαρακτηριστικά, η γλώσσα των Γκαγκαούζων διατηρεί εμφανέστατη τη συγγένειά της με τις άλλες τουρκογενείς. Οι σημερινοί Γκαγκαούζοι κατοικούν σε μια σχετικά ομοιογενή αυτόνομη εδαφική μονάδα στα νότια της χώρας (Gagauz yeri= Τόπος των Γκαγκαούζων), με πρωτεύουσα την πόλη Κομράτ, μονάδα που προέκυψε το 1994 ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας που προκάλεσε η ανεξαρτητοποίηση της Μολδαβίας από την Σοβιετική Ένωση και η έλλειψη εμπιστοσύνης στην κεντρική κυβέρνηση του Κισινάου.
Η διαδικασία προς την αυτονόμηση, ωστόσο, σημαδεύτηκε από την ιδιαίτερη επιρροή της Μόσχας, στην οποία έκτοτε οι μειονότητες της Μολδαβίας παραμένουν παραδοσιακά πιστές, όπως φαίνεται στις εθνικές αλλά και τις τοπικές εκλογές έως και σήμερα. Τον Μάρτιο του 1991, μάλιστα, σε δημοψήφισμα που διεξήχθη, οι Γκαγκαούζοι ομόφωνα σχεδόν αποφάσισαν ανεπιτυχώς να μείνουν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ υποστήριξαν και την επερχόμενη υποκινούμενη από τη Μόσχα απόπειρα πραξικοπήματος. Το 1994 επιτεύχθηκε η αυτονόμηση της περιοχής με ειρηνικό τρόπο, σε αντίθεση με την Υπερδνειστερία που αποτελεί μετά-σοβιετική ζώνη «παγωμένης σύγκρουσης».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι ισχυροί ρωσόφιλοι πόλοι στο εσωτερικό της Μολδαβίας αποτελούν παράγοντες αποσταθεροποίησης, ενώ η Ρωσία ουδέποτε έχασε την ευκαιρία να προωθεί την πορεία προς την ομοσπονδιοποίηση της Μολδαβίας, με την Υπερδνειστερία και την Γκαγκουζία να ασκούν βέτο, καθιστώντας τη χώρα δέσμια στην εξωτερική της πολιτική των μικρών αυτών μονάδων, στρατηγική λογική κοινή με αυτή στην Ουκρανία. Σημαντικός εταίρος της Ρωσίας, μάλιστα, στις μοχλεύσεις της αποτελεί ο ίδιος ο Πρόεδρος της χώρας Igor Dodon.
Όσο δε αδυνατεί να υπονομεύσει το υπάρχον καθεστώς της χώρας προς όφελός της, η Ρωσία αξιοποιεί την τρωτότητα της ασυνέπειας της εξωτερικής πολιτικής της Μολδαβίας. Το 2014, η τελευταία υπέγραψε συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ και ως αντίποινα η Ρωσία απαγόρευσε την εισαγωγή μολδαβικού κρασιού (βασικού εξαγώγιμου αγροτικού αγαθού της χώρας) και άλλων αγαθών, αναστέλλοντας αργότερα το μέτρο για εταιρείες με βάση αποκλειστικά στην Γκαγκαουζία.
Η παραδοσιακή στροφή της Γκαγκαουζίας προς στην Ανατολή, όμως, αναδεικνύεται και από τις ιδιαίτερες σχέσεις με την ερντογανική Τουρκία, με την οποία μοιράζεται ισχυρότατους εθνικούς και γλωσσικούς δεσμούς. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan κατά την επίσκεψή του στη Μολδαβία, συναντήθηκε με την Κυβερνήτρια (γκαγκαουζικά: bashkan, τουρκικά: başkan) της Γκαγκαουζίας, Irina Vlah. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στη λήψη αποφασιστικών βημάτων προς την πλήρη εφαρμογή του καθεστώτος αυτονομίας της περιοχής, με την ηθική τουλάχιστον παρέμβαση της Τουρκίας στο εν λόγω εσωτερικό ζήτημα της Μολδαβίας, όπως επιτάσσει το παν-τουρκικό δόγμα Erdoğan. Οι σχέσεις Μολδαβίας-Τουρκίας βέβαια δεν είναι νέες, καθώς ήδη από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία έχει επενδύσει στη χώρα τουλάχιστον 80 εκ. δολάρια σε ανθρωπιστικά προγράμματα, ανακατασκευάζοντας κυρίως σχολεία και δρόμους ιδιαίτερα στην περιοχή της Γκαγκαουζίας.
Για τον προσδιορισμό του πολιτικού προσανατολισμού της ιδιαίτερης αυτής πολιτικής οντότητας, χρήσιμο καθίσταται να τονιστεί πως σε γενική βάση οι διασκέψεις ανάμεσα σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της Γκαγκαουζίας και άλλων τουρκογενών κρατών, επικεντρώνονται όχι μόνον στην οικονομία, τις υποδομές, την ασφάλεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά ιδιαίτερα και σε πολιτιστικά θέματα και θέματα εκπαίδευσης. Βασικό θέμα στην ατζέντα αποτελεί η διαφύλαξη των ιδιαίτερων πολιτιστικών στοιχείων των τουρκογενών λαών και η ανάδειξη των δεσμών τους. Χαρακτηριστική είναι η προ ολίγων ημερών βράβευση της Γκαγκαούζας Κυβερνήτριας, Irina Vlah, στην πρεσβεία του Αζερμπαϊτζάν με το βραβείο της «Χρυσής τάξης» από τον αρχισυντάκτη του Διεθνούς περιοδικού «My Azerbaijan», Emil Nasırlı για τη συμβολή της στην οικονομική, εκπαιδευτική και πολιτισμική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.
Εν κατακλείδι, ωστόσο, ακόμα και αν πολιτικές οντότητες, όπως αυτή της Γκαγκαουζίας φαίνονται να αποτελούν κερκόπορτες για τη συνεχή επέμβαση σημαντικών δυνάμεων εξ Ανατολών στα ευρωπαϊκά ζητήματα, δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι τουλάχιστον σε θεσμικό-νομικό επίπεδο η δυνατότητα αλλαγής του status quo περιορίζεται σημαντικά. Ενδεικτικά, πρόσφατα η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης απέρριψε τροποποίηση υποβεβλημένη από τη Ρωσία σχετικά με το καθεστώς των ρωσικών δυνάμεων (από την σοβιετική ήδη εποχή) στην Υπερδνειστερία. Απέρριψε, επίσης, τροποποίηση υποβεβλημένη από την Τουρκία που ωθούσε προς ένα καθεστώς ευρύτερης αυτονομίας για την Γκαγκαουζία. Η πραγματικότητα, ωστόσο, συντείνει στο γεγονός πως όσο το πολιτικό και οικονομικό σύστημα χωρών, όπως η Μολδαβία και αντίστοιχες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στηρίζεται σε μονομερείς εξαρτησιακές σχέσεις με μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Τουρκία, τόσο περισσότερο διακυβεύεται η πολιτική ανεξαρτησία και ο εκδημοκρατισμός των εντόπιων καθεστώτων και οι προοπτικές λειτουργικής συνύπαρξης με τις εγχώριες μειονότητες και τις εξαρτώμενες πολιτικές μονάδες.
Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και εργάζεται στον χώρο της εστίασης. Ασχολείται ερευνητικά με την Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο στο Εργαστήριο Τουρκικών και Ευρασιατικών Μελετών του Πανεπιστημίου. Είναι ενεργός πολιτικά στα τοπικά της Ηλιούπολης στην οποία και μεγάλωσε και συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής Erasmus+. Μιλάει Αγγλικά και Τουρκικά.