Της Ιωάννας Χατζηαντωνίου,
Η Ίντλιμπ είναι μια περιοχή που καθημερινά φτάνει στα αυτιά μας. Μοιάζει σα να την έχουμε επισκεφτεί όλοι μας, καθώς η ειδησεογραφία, η εθνική αλλά και η παγκόσμια, ασχολείται σε καθημερινή βάση με τα γεγονότα στην περιοχή. Οι πρόσφατες καίριες εξελίξεις, η «καθιέρωση» της κατάστασης στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των τηλεοπτικών καναλιών, σε συνδυασμό με τη θλίψη για τους ανθρώπους που χάθηκαν, με ώθησαν στο να ερευνήσω λίγο παραπάνω το ζήτημα και να διακρίνω το «τι επιτρέπεται» από το «τι γίνεται».
Η επικράτεια της Ίντλιμπ βρίσκεται στη βορειοδυτική Συρία, είναι σχεδόν όμορη της Τουρκίας και χωρίζεται περαιτέρω σε 5 περιοχές (Αριχά, Χαρέμ, Ίντλιμπ, Τζισρ Ας-Σούγκουρ, Μαάρρατ αλ-Νούμαν). Η «πρωτεύουσα» Ίντλιμπ διακατέχεται τα τελευταία 8 χρόνια από μια εσωτερική κρίση, καθώς εξαρχής αποτελούσε κεντρική περιοχή διαδηλώσεων από την κουρδική κυρίως μειονότητα της χώρας και τα γεγονότα κλιμακώθηκαν σε μια εμφύλια σύρραξη, τον Συριακό Εμφύλιο. Η εικόνα της περιοχής είναι πλέον συνυφασμένη με τη βιαιότητα και τις καταστροφές, που η ανθρωπότητα δύσκολα θα ξεχάσει.
Από το 2011 η πόλη υπήρξε τόπος καταλήψεων και μαχών με κυριότερη τη μάχη της Ίντλιμπ το 2015, κατά την οποία το καθεστώς της Συρίας προσπαθούσε να υπερασπιστεί και να διατηρήσει περιοχές τις οποίες διεκδικούσαν αντάρτικες ομάδες. Κάποιες από αυτές έχουν συσχετιστεί και με την τρομοκρατική οργάνωση, Αλ Κάιντα. Ωστόσο, η βιαιότητα στο εσωτερικό δε σταμάτησε εκεί. Τα επόμενα χρόνια, οι εμπλοκές συνεχίζονταν δίχως να υπάρχουν λύσεις στον ορίζοντα. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να συμβεί το μέγιστο κακό, το οποίο πήρε τη μορφή μιας χημικής επίθεσης από αέρος τον Απρίλιο του 2017 από σκάφη, όμως, Συριακής στρατιωτικής μονάδας. Η Συρία είχε στραφεί ενάντια στις πόλεις της. Την καταδίκασαν, όμως, τότε τα Ηνωμένα Έθνη ή μήπως καταλήφθηκαν τα σκάφη της από αντάρτες; Όπως και να έχει, το κόστος είναι ένα: 74 νεκροί και πάνω από 550 τραυματίες, συμπεριλαμβανομένων και πολιτών. Με αυτά τα νούμερα πολλοί σοκαρίστηκαν. Τα κράτη αντέδρασαν. Το πώς αντέδρασαν και οι συνέπειες των ενεργειών τους μας απασχολούν μέχρι και σήμερα.
Το θέμα της Συρίας, αλλά και ειδικότερα της Ίντλιμπ πρωτοστάτησε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η έννοια της «ζώνης αποκλιμάκωσης» και της «ζώνης ασφαλείας», την οποία δεύτερη ο Ταγίπ Ερντογάν επαναλαμβάνει συνεχώς τον τελευταίο καιρό, ως αιτιολόγηση του αιτήματός του για περαιτέρω χρηματοδότηση, για την επικράτεια της Ίντλιμπ ξεκινάει από το 2017. Ρωσία, Ιράν και Τουρκία συμφωνούν στην ανάγκη άμβλυνσης της κατάστασης. Παρ’ όλα αυτά, η Ρωσία εξακολούθησε να υποστηρίζει -αν και λίγο πιο ήπια- τη Συριακή Κυβέρνηση, μαζί με την οποία έσπευσε σε μια δεύτερη εναέρια επίθεση κατά των πόλεων με εξάρσεις των ανταρτών, με εξίσου, όμως, μεγάλο κόστος ζωών.
Η γειτονική Τουρκία από την άλλη, επέλεξε να προβεί σε μια στρατιωτική επιχείρηση, για να πάρει στα χέρια της την κατάσταση και να «ασφαλίσει» τις περιοχές που κρατούνταν από τρομοκράτες. Στήνοντας βάσεις και παρατηρητήρια σε όλη την επικράτεια και έχοντας ήδη παρόμοιες απώλειες, η Τουρκική αποστολή παραμένει εδώ και 2 ολόκληρα χρόνια στην περιοχή, αποσκοπώντας στην εξομάλυνση της κατάστασης, όπως δηλώνουν οι αρμόδιοι.
Ο ίδιος ανθρωπισμός παρακίνησε την τουρκική κυβέρνηση την προηγούμενη Τετάρτη να κάνει ένα βήμα παραπέρα και να εξαπολύσει μια επίθεση με στόχο τις τρομοκρατικές ομάδες. Δυστυχώς, όμως, ο ανθρωπισμός έχει και κόστος. Χάθηκαν 7 ζωές τις πρώτες 2 μέρες, μεταξύ των οποίων ένα παιδί και δύο γυναίκες, όπως ανέφερε σχετικά το Γραφείο του Ύπατου Εκπροσώπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (OHCHR).
Πριν χρησιμοποιηθεί ο όρος «ανθρωπιστική παρέμβαση», καλό θα ήταν να δούμε την παγκόσμια Βίβλο οδηγιών για αυτές τις καταστάσεις, κατά κόσμο γνωστό ως διεθνές δίκαιο. Μια ανθρωπιστική παρέμβαση, λοιπόν, λαμβάνει χώρα (ή τουλάχιστον πρέπει να λαμβάνει χώρα) μόνο από δρώντες που έχουν τυπικά το νομικό υπόβαθρο να την πραγματοποιήσουν. Αυτό συνεπάγεται και τη λήψη έγκρισης του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Πρέπει, δηλαδή, τα 15 κράτη-μέλη του οργάνου να πιστοποιήσουν ότι οι συνθήκες στην εκάστοτε περιοχή χρήζουν άμεσης βοήθειας από το εκάστοτε κράτος που επιθυμεί να παρέμβει, και πως η παρέμβαση δεν αντιτίθεται στο jus cogens (απαράβατο δίκαιο).
Συνεπώς, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί η πλειοψηφία των ανθρωπιστικών αποστολών (παρέμβασης ή επέμβασης) οργανώνονται και πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Με άμεσο αντικείμενο ευθύνης τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο Ο.Η.Ε. έχει το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (OCHA), το οποίο δηλώνει ξεκάθαρα πως η αποστολή στη Συρία δεν έχει στηθεί από ανθρωπιστικές αρχές, αλλά από τον στρατιωτικό φορέα της Τουρκίας και πως δε σκοπεύει να αναλάβει την ευθύνη για την οργάνωση της αποστολής.
Εφόσον τα Ηνωμένα Έθνη δε στηρίζουν την Τουρκία και η αποστολή που ξεκίνησε την Τετάρτη δεν εγκρίνεται από τον Οργανισμό, δε θεωρείται ότι η Τουρκία καταπατά το Διεθνές Δίκαιο; Αν και, βέβαια, ο κύριος N. Τσόμσκι το είχε προβλέψει: «Πολλές χώρες καταπατούν ή πάνε κόντρα στο διεθνές δίκαιο». Όμως, αλήθεια, αναρωτήθηκε το 2017 κανείς πώς θα εξελισσόταν η θέση της Τουρκίας;
Σήμερα, η Τουρκία εξακολουθεί να μιλά για απόπειρες «διάσωσης της περιοχής από τους τρομοκράτες» και όχι εξάλειψης της κουρδικής μειονότητας. Σε αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι Τούρκοι ζητούν από τον κόσμο να μην πιστεύει τις ψευδείς ειδήσεις που διαδίδουν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση περί πολέμου κατά των Κούρδων και να σεβαστούν τον πόλεμο που διεξάγουν κατά της τρομοκρατίας, καθώς άλλωστε προστατεύουν και την Ευρώπη. Μια Ευρώπη που απειλούν να γεμίσουν με τέτοιο αριθμό προσφύγων, ώστε το σύστημα περίθαλψής της θα μπορούσε να καταρρεύσει.
O Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ζητεί επιπρόσθετη χρηματοδότηση από τους εταίρους της Τουρκίας, για να υποστηρίξει τόσο την επιχείρηση στη Συρία αλλά και την ίδια τη χώρα που σφύζει από πρόσφυγες. Είναι ευρέως διαδεδομένη η γνώμη των Τούρκων επί του προσφυγικού ζητήματος. Η πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού και ιδιαιτέρως οι κάτοικοι της πρωτεύουσας δηλώνουν πως η κατάσταση με το προσφυγικό δεν είναι πια βιώσιμη. Υποστηρίζουν πως οι πρόσφυγες είναι ευπρόσδεκτοι να ξαναχτίσουν τις ζωές τους στην Τουρκία, αλλά με τον όρο να μην ξεπερνούν σε μεγάλο βαθμό τα όρια της πολιτιστικής διάκρισης. «Δε γίνεται να είσαι στην Κωνσταντινούπολη και να βλέπεις συριακές πινακίδες», μου δήλωσαν δύο νέοι που γνώρισα σε ανταλλαγή Erasmus.
Εν κατακλείδι, το 2011 η εσωτερική διχόνοια και η βία εισέβαλαν στη Συρία. Το 2017 ένα κομμάτι της χώρας καταλήφθηκε από τη γείτονά της σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια «ζώνη ασφαλείας», να περιοριστεί το τρομοκρατικό στοιχείο και να διασωθούν ανθρώπινες ζωές. Σε λίγους μήνες το 2019 μας αποχαιρετά και αυτή η χώρα δεν έχει δει άσπρη μέρα. Εν τέλει, μήπως τελικά όντως το διεθνές δίκαιο υπάρχει μόνο στις σελίδες σκληρόδετων βιβλίων;