14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΨήφος των εκτός Επικρατείας: Είναι καιρός να αντιληφθούμε τη διεθνή κινητικότητα

Ψήφος των εκτός Επικρατείας: Είναι καιρός να αντιληφθούμε τη διεθνή κινητικότητα


Του Βασίλη Λ. Παπαγιαννίδη,

Στρασβούργο, Σεπτέμβριος 2007: Ο Χρήστος, μόνιμος κάτοικος της πόλης μαζί με την οικογένειά του, εργάζεται επί χρόνια στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν του επιτρέπουν συχνές επισκέψεις στην Ελλάδα. Κατά τούτο για μία ακόμα φορά παρακολουθεί απλώς σαν ξένος θεατής τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών, δίχως να έχει μπορέσει να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα, αν και τόσο επιθυμούσε.

Λονδίνο, Οκτώβριος 2009: Η Ειρήνη, 22 ετών, έχει μόλις πριν από έναν μήνα «ανέβει» στη βρετανική πρωτεύουσα, για να παρακολουθήσει το μεταπτυχιακό της πρόγραμμα στη διοίκηση και οργάνωση επιχειρήσεων. Τα deadlines έχουν γίνει πλέον μέρος της καθημερινότητάς της και ως εκ τούτου αδυνατεί να μεταβεί στην Ελλάδα για να ψηφίσει.

Μελβούρνη, Ιούνιος 2012: Ο Θανάσης είναι συνιδιοκτήτης σε εταιρεία παροχής υπηρεσιών πληροφορικής, ενός τομέα που ακόμα δεν έχει βρει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στην Ελλάδα. Θέλει πολύ να συμμετάσχει στην -κατά πολλούς- κρισιμότερη εκλογική αναμέτρηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ωστόσο, η μετάβαση στην πατρίδα από την άλλη άκρη της Γης δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα. Θα μείνει, επομένως, θεατής αποφάσεων που λαμβάνουν άλλοι, πικραμένος που δεν υπάρχει η δυνατότητα να συμβάλει διά της ψήφου του στη διαμόρφωση του μέλλοντος της χώρας.

Μόναχο, Ιανουάριος 2015: Η Μαρία, σύζυγος και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, έχει αναγκαστεί να μεταναστεύσει από τη Βόρειο Ελλάδα, όταν απολύθηκε. Το εργοστάσιο που δούλευε μετέφερε τις εργασίες του στη Βουλγαρία, ενώ η ίδια εργάζεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου στην υπηρεσία καθαρισμού ενός τοπικού δήμου. Κατ’ εξοχήν θύμα της κρίσης, θέλει όσο τίποτα να «τιμωρήσει» με την ψήφο της  τα κακώς κείμενα, που την έφεραν σε αυτή την κατάσταση και να συμβάλει και αυτή στην πολιτική αλλαγή που βλέπει να έρχεται και που -για την ώρα- συμβολίζει την ελπίδα για την επιστροφή της στη χώρα. Τα ισχνά οικονομικά της, ωστόσο, έχουν καταστήσει το ταξίδι στην Ελλάδα σκέψη απαγορευτική.

Ποια είναι η κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω περιπτώσεων;

Έχουμε να κάνουμε με Έλληνες πολίτες που καθένας για δικούς του λόγους βρίσκεται εκτός της ελληνικής επικράτειας. Όλοι θέλουν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, ωστόσο αδυνατούν, διότι το ελληνικό κράτος έχει επί χρόνια παραλείψει να ψηφίσει τον εκ του Συντάγματος απαιτούμενο νόμο που ρυθμίζει τον τρόπο διεξαγωγής της ψηφοφορίας για τους εκλογείς που βρίσκονται στο εξωτερικό.

Κι όμως, η ιστορική συγκυρία επεφύλασσε στη χώρα μας τον περασμένο Ιούλιο την ανάληψη της εξουσίας από μία κυβέρνηση που έχει αναγάγει την ψήφο των εκτός Επικρατείας Ελλήνων σε βασική της προτεραιότητα. Ο εξελισσόμενος διάλογος μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων φαίνεται ότι οδηγεί σε σύγκλιση θέσεων και η εμφάνιση του σχετικού νομοσχεδίου ενώπιον του Κοινοβουλίου αποτελεί πλέον θέμα χρόνου. Το ζήτημα, ωστόσο, έχει γίνει αφορμή για έντονους διαξιφισμούς μεταξύ των υποστηρικτών και των αντιμάχων της νέας ρύθμισης. «Πώς είναι δυνατόν να χορηγήσουμε δικαίωμα ψήφου σε άτομα που ζουν μακριά από τη χώρα και δε θα υποστούν τις συνέπειες της φορολογικής και οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων για τις οποίες ψηφίζουν;», «Πώς θα εξασφαλιστεί το αδιάβλητο της επιστολικής ψήφου που αποτελεί τον πυρήνα του εκλέγειν;», «Θα προσμετράται η εν λόγω ψήφος στα αποτελέσματα για την Επικράτεια ή όχι;». Και εν πάση περιπτώσει, «Οι Έλληνες του εξωτερικού θα ψηφίζουν για βουλευτές των εκλογικών περιφερειών στις οποίες είναι ήδη εγγεγραμμένοι ή θα καθοριστεί συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών για τους Εκτός Επικρατείας;». Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που αναφύονται και αναπαράγονται στον καθημερινό πολιτικό διάλογο.

Πρέπει, όμως, στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Ο ίδιος ο συντακτικός νομοθέτης πρώτος επιφυλάσσει στο άρθρο 51.4 Σ τη δυνατότητα πρόβλεψης, με νομοθετική πρωτοβουλία, της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος για τους Εκτός Επικρατείας Έλληνες με επιστολική ψήφο ή με άλλο πρόσφορο τρόπο, δίχως αυτό να αντιβαίνει στην αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών, εφόσον η καταμέτρηση και ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα διενεργείται ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Επικράτεια. Έντονο διχασμό, ωστόσο, έχει προκαλέσει η ερμηνεία της πραγματικής βούλησής του, δεδομένης της ιδιαίτερα υψηλής απαιτούμενης πλειοψηφίας των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών για την ψήφιση του σχετικού νόμου. Το γράμμα του Συντάγματος οπωσδήποτε καθιστά την υιοθέτηση μίας τέτοιας ρύθμισης δύσκολο εγχείρημα και εγείρει ενίοτε αμφιβολίες ως προς τις πραγματικές προθέσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος απέναντι στους Έλληνες του εξωτερικού. Αμφιβολίες που επιτείνονται από την έλλειψη τέτοιων περιορισμών από την αρχικώς προταθείσα διάταξη κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 1975. Το κρίσιμο βέβαια ζήτημα εν προκειμένω είναι το αν από την ως άνω συνταγματική διάταξη απορρέει ατομικό δικαίωμα κάθε Έλληνα του εξωτερικού και αντίστοιχη υποχρέωση του ελληνικού κράτους να προβεί στην ψήφιση του εφαρμοστικού αυτού νόμου. Με άλλα λόγια, έχει δικαστικώς αγώγιμη αξίωση απέναντι την ελληνική πολιτεία όποιος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης προς ψήφιση του σχετικού νόμου;

Το ζήτημα αυτό ήταν που απασχόλησε έντονα και το ΕΔΔΑ το 2007 στην υπόθεση Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδος. Οι αιτούντες, υπάλληλοι από χρόνια στο Συμβούλιο της Ευρώπης και μόνιμοι κάτοικοι Στρασβούργου, προσέφυγαν στο Δικαστήριο επικαλούμενοι την παραβίαση εκ μέρους της Ελλάδας του άρθρου 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί δικαιώματος σε ελεύθερες εκλογές. Ως λόγο προέβαλαν την άρνηση των προξενικών αρχών να δεχθούν τη συμμετοχή τους στην  εκλογική διαδικασία του Σεπτεμβρίου 2007 εξαιτίας της έλλειψης του σχετικού νόμου. Η υπόθεση δίχασε το Δικαστήριο σε δύο αντιμαχόμενους πόλους. Συγκεκριμένα, το πρώτο Τμήμα δικαίωσε τους προσφεύγοντες, προβαίνοντας σε μια συγκριτική μελέτη της νομοθεσίας όλων των κρατών που παρέχουν στους απόδημους πολίτες τους αυτή τη διευκόλυνση και διαπίστωσε ότι πράγματι παραβιάζονται η αρχή της ισότητας και το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές. Στη συνέχεια, όμως, το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως ανέτρεψε τον συλλογισμό του πρώτου Τμήματος και απεφάνθη ότι δε συντελέστηκε η σχετική παραβίαση.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατά την πάγια τακτική του κατέφυγε σε λεπτούς ελιγμούς, έτσι ώστε να αποφύγει οποιαδήποτε παρέμβαση σε ζητήματα που άπτονται του σκληρού πυρήνα της εσωτερικής πολιτικής ενός κράτους-μέλους, όπως είναι η ρύθμιση της διενέργειας εκλογών. Επρόκειτο, άλλωστε, για μία υπόθεση με εξόχως πολιτική χροιά, για την οποία προτίμησε να επιφυλάξει στην Ελλάδα το αποκλειστικό δικαίωμα νομοθέτησης. Εξάλλου, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, αφού ερμήνευσε το άρθρο 51.4 Σ, κατέληξε στο αμάχητο τεκμήριο ότι η παραμονή των αιτούντων στο εξωτερικό έχει οδηγήσει σε αποδυνάμωση των δεσμών τους με την χώρα και ότι σε κάθε περίπτωση το κράτος δεν υποχρεούται ούτε δύναται να εξαναγκασθεί να νομοθετήσει υπέρ της σχετικής διευκόλυνσης. Είναι φανερό ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ, ως ενός υπερεθνικού διαιτητή, ενέκρινε ουσιαστικά τη στάση της χώρας κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών και αποτέλεσε ένα «μαξιλάρι ασφαλείας» στο ζήτημα για τις μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις. Πέραν, λοιπόν, του επιστημονικού ενδιαφέροντος που αναζωπυρώθηκε, ουδεμία κίνηση έγινε από τους αρμόδιους εν τοις πράγμασι για την επίλυση του θέματος αυτού.

Η επαναφορά του ζητήματος σήμερα στο πολιτικό προσκήνιο συμπίπτει -κατά τη γνώμη μου- με τις πλέον ώριμες συνθήκες για την υιοθέτηση εκ μέρους της Βουλής του σχετικού εφαρμοστικού νόμου. Απαντώντας συνοπτικά στις εύλογες ανησυχίες πολλών συμπολιτών μας απέναντι στις επιμέρους παραμέτρους της επικείμενης ρύθμισης, πρέπει να ειπωθούν τα ακόλουθα.

Πρώτον, ο νόμος δεν απονέμει ένα νέο δικαίωμα σε μία ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά έρχεται να ρυθμίσει την άσκηση ενός ήδη απονεμημένου δικαιώματος. Απευθύνεται σε Έλληνες πολίτες, επομένως σε άτομα που έχουν ήδη το δικαίωμα ψήφου και υπό τις ισχύουσες συνθήκες μπορούν να το ασκήσουν, εφόσον μεταβούν στην εκλογική περιφέρεια όπου είναι εγγεγραμμένοι. Κατά τούτο, παρέχει μία μέγιστη διευκόλυνση σε ένα σημαντικό τμήμα των εκλογέων, οι οποίοι κατοικούν εκτός Ελλάδας, να συμμετάσχουν στην ύψιστη διαδικασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, κινούμενος σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 108.1 Σ, που εναποθέτει στο Κράτος την μέριμνα για τη ζωή του αποδήμου ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη Μητέρα Πατρίδα.

Πρόκειται για μία ρύθμιση ρεαλιστική και συγχρόνως συμπλέουσα με τα ισχύοντα στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών. Μία απλή συγκριτική μελέτη οδηγεί στην παρατήρηση ότι ελάχιστα κράτη έχουν παραλείψει να προβούν στη συγκεκριμένη ρύθμιση[1]. Στα περισσότερα, ο θεσμός ισχύει με τη μορφή της επιστολικής ψήφου[2] ή της ψήφου σε Πρεσβείες[3] ή Προξενεία, ενώ σε τρεις μόλις χώρες (Ολλανδία, Ελβετία και Εσθονία) υπάρχει πρόβλεψη και για ηλεκτρονική ψήφο. Αν και αυτή  η εικόνα φαντάζει δυσπρόσιτη ακόμα για την ελληνική πραγματικότητα, είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή  ακόμη και οι πιο δύσπιστοι να υποχωρήσουν απέναντι στην έντονη διεθνή κινητικότητα που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες και στην ψηφιοποίηση των περισσοτέρων συστημάτων κρατικής Διοίκησης. Εξάλλου, ας μη ξεχνάμε ότι νέες ανάγκες δημιουργούν νέα δεδομένα που απαιτούν αποτελεσματική διευθέτηση.

Δεύτερον, από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι απόδημοι θα ψηφίζουν για την ανάδειξη αντιπροσώπων από τους υποψήφιους της εκλογικής περιφέρειάς τους στην Ελλάδα, η δε ψήφος τους θα συνυπολογίζεται τόσο για την εξαγωγή αποτελεσμάτων στις επιμέρους εκλογικές περιφέρειες, όσο προφανώς και για το σύνολο της Επικράτειας. Η αρχή της ισότητας της ψήφου, εξάλλου, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της ισότητας που θεσπίζεται από το άρθρο 4.1 Σ,  δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας και αμφισβήτησης.

Τρίτον και τελευταίο, επιχειρήματα τύπου «Γιατί να ψηφίζουν άτομα που δεν πρόκειται να υποστούν τις φορολογικές πολιτικές κάθε κυβέρνησης» δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Αν κανείς παρατηρήσει το προφίλ εκείνων που εντάσσονται στον σκοπό του νόμου, θα διαπιστώσει το εξής. Πρόκειται για άτομα που έφυγαν για ένα καλύτερο μέλλον εκτός Ελλάδας, ιδίως τα χρόνια της κρίσης, με συγγενείς και αγαπημένα πρόσωπα πίσω στη χώρα, με περιουσίες δικές τους ή δυνητικά δικές τους (π.χ. των γονέων τους), που φορολογούνται κανονικά. Επαγγελματίες που δε μπόρεσαν να βρουν τις συνθήκες για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους εντός συνόρων και αναζήτησαν την τύχη τους αλλού. Οικονομικοί μετανάστες, για τους οποίους η φυγή ήταν η μόνη επιλογή. Κοινή συνισταμένη της μεγάλης πλειονότητας από τους ως άνω είναι η θέλησή τους να επιστρέψουν όσο το δυνατόν συντομότερα. Η παροχή ψήφου και δύναμης σε αυτούς τους δίνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τις συνθήκες της επιστροφής. Ίσως ένα ανώτατο όριο της παραμονής στο εξωτερικό να πρέπει να τεθεί, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του ψηφοφόρου και της χώρας, όπως πράττει επί παραδείγματι το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, επιχειρήματα, που θέτουν το ζήτημα της ύπαρξης ελαχίστων περιουσιακών απαιτήσεων, από τις οποίες θα εξαρτάται το δικαίωμα ψήφου, είναι πρωτίστως βαθιά αντιδημοκρατικά. Μόνο στα αρχαία τιμοκρατικά πολιτεύματα ακολουθούνταν τέτοιες πολιτικές, ενώ η ισότητα της ψήφου, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της ισότητας, που καθιερώνεται συνταγματικά, είναι βασική συνιστώσα του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας. Κάθε αλλαγή της συνιστά και ουσιώδη μεταβολή στη φύση του τελευταίου.

Ας ψηφίσουμε έναν νόμο προσηλωμένο στην αντιμετώπιση των αναγκών που έχουν προκύψει. Καιρός να αντιληφθούμε τη διεθνή κινητικότητα.


Πηγές

[1] Μόλις 7 από τα 45 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης: η Αλβανία, η Ανδόρα, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Μάλτα, το Μαυροβούνιο και ο Άγιος Μαρίνος.

[2] Η επιστολική ψήφος θεωρείται κατά βάση αμερικανικής εμπνεύσεως.

[3] Ενδεχομένως στην περίπτωση αυτή η μοναδική απαίτηση να είναι η εγγραφή των εκλογέων στους αντίστοιχους εκλογικούς καταλόγους της Πρεσβείας ή της Προξενικής Αρχής του τόπου διαμονής.


Βασίλης Λ. Παπαγιαννίδης

Είναι νέος δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Την παρούσα περίοδο πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο  Πανεπιστήμιο του Leiden της Ολλανδίας. Η εξελισσόμενη σχέση μεταξύ του Ενωσιακού και των εθνικών δικαίων, η οικονομική κρίση και η συμβολή της στην ολοκλήρωση της Νομισματικής Ένωσης ως σταδίου πλήρους επίτευξης της Κοινής Αγοράς αποτελούν τον πυρήνα των ενδιαφερόντων του. Η αντανάκλαση των παραπάνω παραγόντων στην έκταση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην καθημερινότητα του Ευρωπαίου πολίτη τα καθιστούν μείζονος σημασίας ζητήματα τα οποία εξετάζει υπό την προσωπική του οπτική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ