Της Σοφίας Βογά,
Πρόκειται για μια κοινωνική ομάδα που αυξάνεται αριθμητικά τις τελευταίες δεκαετίες με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, τόσο λόγω της αύξησης του μέσου προσδόκιμου ζωής, όσο και λόγω της υπογεννητικότητας, που μαστίζει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Αδιαμφισβήτητα, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι συνιστούν μία από τις πολυπληθέστερες ομάδες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Παρά, όμως, την αριθμητική τους υπεροχή, συχνά βρίσκονται στο περιθώριο, ενώ οι ανάγκες τους αξιολογούνται ως υποδεέστερες και ασήμαντες.
Είναι γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι -όχι σπάνια- αισθάνονται απομονωμένοι, εγκαταλελειμμένοι από την οικογένειά τους, περιθωριοποιημένοι από το κοινωνικό σύνολο, θα έλεγε κανείς, σχεδόν αόρατοι. Άλλοτε ζουν ολομόναχοι, αδυνατώντας να καλύψουν ακόμα και τις βασικές ανάγκες διαβίωσής τους, λόγω των συνεχών περικοπών των συντάξεών τους, ενώ άλλοτε βρίσκονται έγκλειστοι σε κάποιον οίκο ευγηρίας, περιμένοντας στωικά και συχνά επί ματαίω μια επίσκεψη από κάποιο δικό τους πρόσωπο. Θεωρούνται από πολλούς απόμαχοι της ζωής, ξεχασμένοι σε μια παλαιότερη εποχή και αδύναμοι να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής. Η αγορά συστηματικά τους αγνοεί, καθώς είναι ελάχιστα τα προϊόντα που απευθύνονται σε πρόσωπα της τρίτης ηλικίας. Το πολιτικό σύστημα φαίνεται να αδιαφορεί για την ικανοποίηση ακόμα των πιο στοιχειωδών αναγκών τους, ενώ συχνά αποτελούν βάρος ακόμα και για την ίδια τους την οικογένεια. Οι άνθρωποι αυτοί φαίνεται να είναι αρεστοί και επιθυμητοί μόνο για όσο διάστημα μπορούν να προσφέρουν και να είναι παραγωγικοί. Όταν, όμως, οι σωματικές τους δυνάμεις τους εγκαταλείπουν και οι αντοχές τους μειώνονται, ξαφνικά γίνονται απόκληροι και ενοχλητικοί. Το αίσθημα της απόρριψης και ο φόβος του θανάτου, που ολοένα και πλησιάζει, οδηγούν στον περαιτέρω κοινωνικό αποκλεισμό και στην απομόνωση των ηλικιωμένων.
Και το ερώτημα είναι: μπορεί αυτή η κατάσταση να μεταβληθεί; Η απάντηση στον προβληματισμό αυτό είναι ή θα έπρεπε να είναι: Φυσικά και μπορεί! Οι μεγάλοι άνθρωποι διαθέτουν εμπειρία, γνώσεις ζωής και ωριμότητα, αρετές που στερούνται οι ενθουσιώδεις, παρορμητικοί και συχνά επιπόλαιοι νέοι. Αν, όμως, αποπειραθούμε ως κοινωνία να συνδυάσουμε και να «παντρέψουμε» τη νεανική φρεσκάδα με τη σοφία των ηλικιωμένων προσώπων, είναι βέβαιο ότι τα αποτελέσματα θα μας εκπλήξουν θετικά! Εξάλλου, όλοι χρειαζόμαστε μια κοινωνία, η οποία θα αξιοποιεί στο έπακρο τις ικανότητες όλων των μελών της και στην οποία οι νεότερες γενιές θα μαθαίνουν από τις γηραιότερες.
Η νέα πρόκληση, μάλιστα, που οι σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες καλούνται να φέρουν εις πέρας, είναι η επίτευξη της ενεργού γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και της διαγενεακής αλληλοϋποστήριξης. Βασική συνιστώσα της ενεργού γήρανσης δεν είναι μόνο η μέριμνα για τη φυσική και διανοητική ευεξία των ηλικιωμένων ατόμων, αλλά και η ενθάρρυνση της συμμετοχής τους σε κοινωνικές, οικονομικές, πνευματικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση της ανεξαρτησίας, της αυτονομίας, της ποιότητας ζωής, καθώς και του «ευ ζην» των ηλικιωμένων. Προκειμένου, φυσικά, το εγχείρημα αυτό να καρποφορήσει, είναι αναγκαίο να λάβουν χώρα διαρθρωτικές αλλαγές και καινοτόμες παρεμβάσεις στο σύστημα υγείας, στις υποδομές και στις μεταφορές, μέσω της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους δικαίου. Ενδεικτικά, η συμμετοχή των ηλικιωμένων σε εθελοντικές δράσεις, σε πολιτιστικούς συλλόγους και γενικότερα σε κοινωνικά δρώμενα έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει αποφασιστικά στη διατήρηση της ευεξίας και της ευημερίας τους, ενώ ταυτόχρονα προλαμβάνει την εμφάνιση ψυχιατρικών νόσων, όπως είναι η κατάθλιψη. Μέσω των δράσεων αυτών, οι ηλικιωμένοι αισθάνονται παραγωγικοί, χρήσιμοι και ενταγμένοι στο κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα να νιώθουν απαραίτητοι, ως ενεργά και δραστήρια μέλη της κοινωνίας.
Αν, λοιπόν, όλα τα πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι ζήτημα οπτικής γωνίας, εναπόκειται σε εμάς να αποφασίσουμε για το αν η ζωή μετά τη συνταξιοδότηση σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της ζωής ή την αρχή μιας νέας ζωής, διαφορετικής, αλλά εξίσου παραγωγικής και ενδιαφέρουσας με την προηγούμενη. Η αλλαγή της στάσης της κοινωνίας απέναντι στα ηλικιωμένα άτομα ξεκινά από εμάς τους ίδιους ατομικά και από τον τρόπο που ο καθένας μας επιλέγει να συμπεριφέρεται σε αυτή την ευάλωτη, αλλά και δυναμική κοινωνική ομάδα. Επομένως, αν έχετε στο στενό οικογενειακό ή κοινωνικό σας περιβάλλον ένα άτομο της τρίτης ηλικίας, φερθείτε του με στοργή και αγάπη, αφιερώστε του χρόνο, συζητείστε μαζί του για τα όνειρα, τους προβληματισμούς και τους φόβους σας, αφουγκραστείτε τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, ανταποδώστε του τη φροντίδα και την αγάπη που εκείνο απλόχερα σας προσέφερε, φερθείτε του με σεβασμό και ευγένεια, δείξτε του ή μάλλον αποδείξτε του έμπρακτα ότι δεν είναι μόνο του, αλλά ότι στο πρόσωπό σας μπορεί να βρει ένα στήριγμα, μια ασπίδα προστασίας και ενθαρρύνετε το να δρα, να συμμετέχει και να συνεχίσει να συμβάλλει με τη γνώση και την εμπειρία του στην ανάπτυξη της κοινωνίας!
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.