Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η τουρκική εισβολή στη Συρία και η επίθεση εναντίον του μαρτυρικού κουρδικού λαού, η πλήρης κάλυψη από ΗΠΑ–Ρωσία και η αφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν μάθημα για την Ελλάδα. Είναι καιρός να αντιληφθούμε πώς παίζεται το γεωπολιτικό παιχνίδι, μακριά από ιδεοληπτικές αγκυλώσεις κι ετσιθελική άρνηση της πραγματικότητας.
Πέραν των ιστορικών και πολιτισμικών δεσμών που όντως υφίστανται μεταξύ κρατών, η πραγματικότητα είναι ότι στο τέλος, βασικός γνώμονας των κινήσεών τους είναι το ατομικό συμφέρον έκαστου. Αυτό το συμφέρον δύναται σε μία δεδομένη στιγμή να συμπίπτει με αυτό παραδοσιακών εχθρών του ή να εξυπηρετείται από τις κινήσεις κρατών, με τα οποία χωρίζονται από πολιτισμική άβυσσο. Μπορεί, επίσης, να αντιτίθεται στο συμφέρον παραδοσιακών του συμμάχων ή κρατών, με τα οποία ανήκουν στην ίδια πολιτισμική οικογένεια. Η προαγωγή του συμφέροντος αυτού, όμως, είναι τελικά αυτή που θα αποτελέσει μοχλό των εξελίξεων. Έτσι, λοιπόν, και οι παραδοσιακοί αντίπαλοι ΗΠΑ-Ρωσία μπορούν να κινηθούν στην ίδια γραμμή, εφόσον το κάθε μέρος θεωρεί ότι έτσι εξυπηρετούνται τα συμφέροντά του. Στην ίδια λογική, η ΕΕ είναι δυνατόν να παραμερίσει αρχές και αξίες τις οποίες διακηρύσσει, εφόσον κρίνει ότι αν επιμείνει σε αυτές ενδεχομένως να ζημιωθεί. Και φυσικά, όταν αναφερόμαστε στο συμφέρον της Ε.Ε., αναφερόμαστε πρωτίστως στο συμφέρον της εκάστοτε ηγέτιδας δυνάμεως εντός αυτής, εν προκειμένω της Γερμανίας, στα μέτρα της οποίας προσαρμόζονται και οι κινήσεις των υπολοίπων μελών της. Διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι βασικά ένα σύνολο κρατών για το οποίο, πέρα από κοινούς πολιτισμικούς δεσμούς και ιστορικές ρίζες, αυτό που αποτελεί την πλέον αξιόπιστη συγκολλητική ουσία, είναι η πεποίθηση ότι η συμμετοχή των μελών του στο κοινό εγχείρημα είναι πιο συμφέρουσα απ’ ό,τι η αποχώρηση από αυτό. Αποδεχόμενα αυτή τη βασική αρχή – για όσο θεωρούν πως διαρκεί- τα κράτη κάνουν εκπτώσεις σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, χωρίς όμως ποτέ να παύουν να επιδιώκουν τα ατομικά τους συμφέροντα.
Αυτό που προκύπτει επομένως, είναι ότι η Ελλάδα οφείλει να σχεδιάζει τις κινήσεις της με βασικό της γνώμονα το ατομικό της συμφέρον, συνδυάζοντας βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους. Εντός της Ε.Ε., μιας και η παραμονή της σ΄αυτήν είναι πολύ πιο συμφέρουσα από την αποχώρηση, εντός του ΝΑΤΟ, για τους ίδιους λόγους, αλλά έχοντας πάντα υπόψη ότι αν η ίδια δεν κάνει το μέγιστο για να προασπίσει το εθνικό της συμφέρον τότε, εκ των πραγμάτων, βρίσκεται σε κίνδυνο. Και όταν αμφισβητηθούν σοβαρά τα δικαιώματά της, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι παραδοσιακοί της σύμμαχοι θα βρίσκονται στο πλευρό της ή ότι θα πράξουν όλα όσα πρέπει για να την υπερασπιστούν, διότι απλούστατα δεν αποκλείεται τότε τα συμφέροντά τους να εξυπηρετούνται καλύτερα είτε από την ουδετερότητα, είτε κι από την –έστω κεκαλυμμένη- υποστήριξη του ανταγωνιστή ή εχθρού της.
Η δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα δυστυχώς κυριαρχείται από πολιτικούς και πνευματικούς παράγοντες, οι οποίοι είτε λόγω ανικανότητας, είτε λόγω ιδεοληψίας, είτε λόγω υστεροβουλίας παραβλέπουν τα διδάγματα της Ιστορίας και τη σημερινή πραγματικότητα. Θεωρούν πολλοί εξ αυτών, ότι η συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε. και στους Δυτικούς θεσμούς αποτελεί αιώνια ασπίδα προστασίας. Μια ασπίδα για την οποία εμείς αξίζει να υφιστάμεθα κάθε θυσία και να προβαίνουμε σε κάθε εθνική οπισθοχώρηση εντός αυτών, αδυνατώντας να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα των διεργασιών. Άλλοι απλά ενδιαφέρονται μόνο να αποτινάξουν από πάνω τους κάθε υποψία εθνικισμού και ιμπεριαλισμού, σκοπός ο οποίος αγιάζει την εθνική μειοδοσία στο σύστημα αξιών τους. Ορισμένοι απλά δεν πιστεύουν στην έννοια τους έθνους–κράτους, μισούν οτιδήποτε ελληνικό και ζουν στη διεθνιστική τους ονείρωξη. Είναι η κοινή αφετηρία από την οποία εκκινούν τόσο οι κομμουνιστές- διαφόρων τάσεων- όσο και οι αυτοαποκαλούμενοι φιλελεύθεροι που ονειρεύονται τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης».
Πέραν, όμως, του θεωρητικού επιπέδου, πολλοί εκπρόσωποι των ανωτέρω απόψεων άσκησαν ή ασκούν κυβερνητική εξουσία, επιδιώκοντας και πετυχαίνοντας πολλές φορές την πρακτική εφαρμογή των θεωριών τους. Τα πλήγματα είναι πολλά κι επικίνδυνα: Το «γκριζάρισμα του Αιγαίου», η Συμφωνία των Πρεσπών, η αδιαφορία έναντι των κινήσεων του τουρκικού παρακράτους στη Θράκη, η -χωρίς σχέδιο- προσέγγιση των εξελίξεων που δρομολογούνται στο Κυπριακό, η εγκατάλειψη της Ελληνικής Εθνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, αποτελούν πληγές στο σώμα της χώρας και του Ελληνισμού γενικότερα, που θα κακοφορμίσουν.
Παρ’ όλα αυτά, εντός διαφόρων κομμάτων, υπάρχουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό στελέχη τα οποία γνωρίζουν τη γεωπολιτική σκακιέρα και αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα των στιγμών. Οφείλουν να ενημερώσουν τον Ελληνικό λαό και να υποστηρίξουν με θάρρος και υπευθυνότητα ένα Εθνικό σχέδιο ασφαλείας και βασικών κατευθύνσεων εξωτερικής πολιτικής. Με υπευθυνότητα και ρεαλισμό, έχουν την υποχρέωση να καταστήσουν σαφές ότι ζούμε σε μία γειτονιά όπου η αδυναμία, η έλλειψη προετοιμασίας και ο εφησυχασμός αποτελούν θανάσιμα αμαρτήματα. Να θέσουν επί τάπητος ζητήματα ταμπού για την ελληνική κοινωνία, όπως είναι η διάρκεια και η μορφή της στρατιωτικής θητείας, η επένδυση σε έμψυχο δυναμικό επαγγελματιών οπλιτών, η κατεύθυνση πόρων στον στρατιωτικό εξοπλισμό κ.α.
Στη σύγκρουση με την πραγματικότητα, ο νικητής θα είναι πάντοτε ο ίδιος…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.