14.4 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΤα παιδιά του δρόμου

Τα παιδιά του δρόμου


Της Έλενας Γεωργίου,

Δεν μπορούσες να τον ξεχωρίσεις εύκολα μέσα στο πλήθος. Μπορούσες, όμως, να νιώσεις την αύρα του. Σε κατέκλυζε προτού προλάβεις να καρφώσεις με το βλέμμα σου τη μικροσκοπική υπάρξή του. Φορούσε ρούχα ακατάλληλα για το κρύο που έκανε εκείνη τη μέρα, αλλά η ζεστασιά που απέπνεε με το χαμόγελό του ήταν αρκετή για να το καταπολεμήσει. Η βουή του δρόμου δεν κατάφερε να επισκιάσει τον ενθουσιασμό του, αφού έτρεχε ασταμάτητα γύρω απ’ τους περαστικούς και τραγουδούσε για τη ζωή με μια μελωδιά ξεχωριστή, αποκλειστικά δική του.

Τον λένε Ηλία, σε περίπτωση που αναρωτιέστε, και μου συστήθηκε αφότου προσπάθησα να του τραβήξω την προσοχή. Δεν έκατσε δίπλα μου για πολύ, αφού είχε κι άλλες αποστολές να εκπληρώσει. Σαν μια καινούργια εκδοχή του Μόγλη, που κατάφερε να επιβιώσει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, σκαρφάλωνε τους τοίχους με αποφασιστικότητα κι ανέβαινε τρεχτός τα σκαλοπάτια της πλατείας για να φτάσει τα περιστέρια, προτού προλάβουν να πετάξουν για μέρη άγνωστα και μακρινά. Λες κι ήθελε να γίνει μέρος της αγέλης τους και να βγάλει φτερά για να ξεφύγει από έναν κόσμο που δε χωρούσε το μεγαλείο της ψυχής του.

Δεν πρέπει να ήταν πάνω από εφτά χρονών, τα μάτια του όμως έκρυβαν τη σοφία μιας ολόκληρης αιωνιότητας. Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό για κάποιους, γιατί δεν μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να ζήσουν έξω απ’ τη φούσκα του συμβιβασμού που καθορίζει τις ζωές τους. Να αναρωτηθούν πώς ένα παιδί του δρόμου θα μπορούσε να σκεφτεί με τον τρόπο που σκέφτονται κι οι άνθρωποι που έχουν πήξει στον καθωσπρεπισμό μιας μουντής καθημερινότητας. Πώς ένα παιδί που φαίνεται να έχει αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες της ζωής, κουβαλάει μέσα του περισσότερη θετικότητα απ’ όση έχουν συναντήσει στο δρόμο τους προς ένα πιο υποφερτό αύριο κι όχι προς κάτι καλύτερο. Πώς ένα τόσο γλυκό πλασματάκι, κατάφερε να διαχωρίσει το «ζω» απ’ το «επιβιώνω», με μια εσωτερική αγνότητα που θα ζήλευε κι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο.

 

Γι’ αυτό κι η παρουσία του Ηλία με προβλημάτισε. Δεν έβγαινε απ’ το μυαλό μου, ακόμη κι όταν αναγκάστηκα ν’ ανέβω στο λεωφορείο, που είχε φτάσει μετά από αρκετή αναμονή. Ακόμη κι όταν συνάντησα του φίλους μου για ένα ποτήρι κρασί, ακόμη κι όταν έφτασα στη σιγουριά του σπιτιού μου, ακόμη κι όταν ξύπνησα το πρωί για να πιω τον καφέ μου. Πού κοιμήθηκε, άραγε, το βράδυ; Βρήκε κάτι να φάει, κάτι να σκεπάσει το κορμάκι του για να μην κρυώσει; Πώς του συμπεριφέρθηκαν οι υπόλοιποι άνθρωποι που προσέγγισε; Με θυμό και επιθετικότητα ή με κατανόηση και στοργή;

Όλες οι σκέψεις που τριγύριζαν στο μυαλό μου είχαν να κάνουν με τον Ηλία και τα παιδιά που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη. Και τον πέτυχα ξανά, την επόμενη κιόλας μέρα, στο συντριβάνι της πλατείας Συντάγματος. Τον είχα δει από μακριά και περίμενα με ανυπομονησία να βρεθεί μπροστά μου, για να συνεχίσουμε τη συζήτηση περί ανέμων και υδάτων που είχαμε ξεκινήσει στην προηγούμενη συνάντησή μας. Κι όντως, ο Ηλίας στάθηκε μπροστά μου και μόλις βγήκε απ’ το στόμα μου τ’ όνομά του, ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε, βλέπεις, να τον θυμάμαι, πόσο μάλλον να του απευθύνω πρώτη το λόγο. Γιατί πάντα προσέγγιζε ο ίδιος τους ανθρώπους, χωρίς να περιμένει κάποια ανταπόκριση, χωρίς να έχει και πολλές προσδοκίες για τον τρόπο με τον οποίο θα του συμπεριφέρονταν.

Κι έχει καταφέρει ν’ αποτυπώσει την ύπαρξή του στην καρδιά μου ο Ηλίας. Όχι γιατί προσπάθησε. Το αντίθετο. Γιατί ήταν ο εαυτός του, γιατί είχε το πιο φωτεινό χαμόγελο που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, γιατί μου χάρισε λίγο απ’ το χρόνο και τη ζωντάνια του, γιατί μ’ έκανε να νιώσω ξανά παιδί. Φάγαμε το κουλούρι μας με μουσική υπόκρουση τη βουή του δρόμου, ανταλλάξαμε τους προβληματισμούς μας κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου να του προσφέρω κάτι για να ζεσταθεί, την επόμενη φορά που θα τον συναντήσω. Εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Κι ελπίζω κάποια στιγμή, όταν μάθει να διαβάζει, να βρει μπροστά του αυτό το κείμενο και να καταλάβει πως κατάφερε ν’ αγγίξει την ψυχή μου με την προσωπικότητά του και την αυθεντικότητα που πηγάζει από τα βάθη της…


Έλενα Γεωργίου

Γεννημένη το 1997 στο πανέμορφο νησί της Κύπρου και φοιτήτρια της Αγγλικής Φιλολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συμμετέχει σ’ εθελοντικά προγράμματα κι έχει παρακολουθήσει σεμινάρια με θέμα τη Λογοτεχνία, αλλά και την Ψυχολογία. Μ’ ένα βιβλίο στο χέρι από μικρό παιδί, δημιουργεί εικόνες μέσα απ’ τις λέξεις και μοιράζεται, μέσα απ’ αυτές, το χάος που διακατέχει την ύπαρξή της. Ασχολείται, επίσης, με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ