Του Κώστα Σακκά,
Υπάρχουν στιγμές φρίκης στην ανθρώπινη ιστορία με τόση οξύτητα και δριμύτητα όπως, εν παραδείγματι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που κινητοποιούν την ανθρωπότητα σε μία μελλοντική περίοδο γενικότερης ειρήνευσης και προόδου, μέσω των επαφών με άλλους λαούς. Το γεγονός που θα εξεταστεί είναι ένα ακόμη παράδειγμα της μοχθηρίας και της παράνοιας, το οποίο κυριεύει το ανθρώπινο θυμικό και περιορίζει άρδην τη λογική. Οι τρεις ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων (Φραγκλίνος Ρούσβελτ-ΗΠΑ, Ιωσήφ Στάλιν-ΕΣΣΔ, Ουίστον Τσώρτσιλ-Μεγάλη Βρετανία), που εγγυήθηκαν τον διαμοιρασμό των εθνών-κρατών του κόσμου για τις μέλλουσες συμμαχίες τους, θέλησαν να γκρεμίσουν το ήδη νεογνό έργο (ΟΗΕ) τους, όπου προειδοποιούσε τον προαναφερθέντα ιδεατό κόσμο. Η τάση για σύγκρουση σε μία νέα χειμάζουσα περίοδο, όπως ο Ψυχρός Πόλεμος, ήταν ισχυρή και συνοδεύεται από συγκεκριμένα πεπραγμένα. Οι ΗΠΑ, δια του τότε προέδρου τους Χάρυ Τρούμαν (1884-1972), επιδόθηκαν σε ένα γενικότερο επικουρικό πρόγραμμα οικονομικής (Σχέδιο Μάρσαλ, 1947) και στρατιωτικής ενίσχυσης, προς τις χώρες φίλα προσκείμενες στον Δυτικό κόσμο. Μαρτυρείται, λοιπόν, η ίδρυση μίας Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ, 1949) με προκεχωρημένα φυλάκια (χώρες), ως ασπίδα απέναντι στη Σοβιετική «απειλή». Οι Ρώσοι του Ιωσήφ Στάλιν (1878-1953) αντέδρασαν με τον λεγόμενο αποκλεισμό του Βερολίνου, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου θα έβαλλε την αίγλη της νεοϊδρυθείσας συμμαχίας που είχε φτιάξει (Σοβιετικό μπλοκ), εάν δεν μετατόπιζε το πεδίο των αψιμαχιών σε πολυπληθέστερες κομμουνιστικά περιοχές. Ο αποδιοπομπαίος τράγος των προθέσεων του Στάλιν στάθηκε η περιοχή της Κορέας, όπου θα εξελιχτεί ένας από τους πιο αιματηρούς και ξεχασμένους πολέμους της σύγχρονης ιστορίας (1950-1953).
Όσον αφορά την Κορέα, αυτή κατ’ αυτή, θα πρέπει να επισημανθεί ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα γινόταν ενιαία και ανεξάρτητη χωρά. Αντί αυτού, η Κορέα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα με εκατέρωθεν κατοχικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση). Σύνορο των δύο υβριδικών κρατών ορίστηκε η 38η γεωγραφική παράλληλη. Όμως, το καζάνι δεν άργησε να πάρει φωτιά με την άρνηση της ΕΣΣΔ για ελεύθερη διενέργεια εκλογών σε ολόκληρη τη χώρα, υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ, για την επιλογή της μελλοντικής τους πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο της γενικής έντασης επιλαμβάνεται η ίδρυση του κράτους της Βόρειας Κορέας, με πρωτεύουσα την Πιόνγιανγκ και πρόεδρο τον κουμουνιστή Κιμ-ιλ-Σονγκ, καθώς επίσης και η ίδρυση του κράτους της Νότιας Κορέας, με πρωτεύουσα τη Σεούλ και πρόεδρο τον αμερικανόβουλο Ρι-Σούνγκ-μαν.
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε όταν στις 25 Ιουνίου 1950, ο κουμουνιστογενής στρατός της Βόρειας Κορέας αποφάσισε να προελάσει εναντίον του Νοτίου τμήματος. Σημειωτέον, οι εκατέρωθεν στρατιωτικές δυνάμεις κάθε άλλο παρά ανάλογες ήταν και έτσι, η προσεχώς ακατανίκητη ορμή του στρατού των Βορείων δεν αποτέλεσε απευκταίο γεγονός για τη χαοτική κατάσταση που επικρατούσε στο Νότο. Ο Χάρυ Τρούμαν, αντικρίζοντας αυτή την συγκυρία, βρέθηκε αντιμέτωπος με μία διπολική κατάσταση -από τη μία της επιφυλακτικής συνείδησής του και από την άλλη του γενικότερου αισθήματος της Αμερικανικής κοινωνίας και στρατιωτικής βιομηχανίας, που αγλαΐζονταν στο σκηνικό μιας καθολικά ανοιχτής σύρραξης-προμηνύοντας την απαρχή ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αποφάσισε να κινηθεί στη διπλωματική οδό, πετυχαίνοντας, όμως, μια ιστορική καταδολίευση του καταστατικού του ΟΗΕ. Εκμεταλλεύτηκε την απουσία της ΕΣΣΔ και της Κίνας από τον οργανισμό για να αποφύγει ενδεχόμενη «πράξη αρνησικυρίας» (veto) τους στα σχέδιά του, τα οποία αφορούσαν την αποστολή στρατιωτικής δύναμης, μέσω και κάτω από τη διοίκηση του ΟΗΕ, παρασύροντας σ’ αυτά, βάσει του υπήρξαντος καταστατικού του οργανισμού, όλες τις χώρες που ανήκαν σ’ αυτόν (27 Ιουνίου 1950). Επιχειρησιακά, αυτή η στρατιωτική δύναμη κατόρθωσε επιβλητικές επιτυχίες σε βάρος των Βορειοκορεατών και των Ρώσων εθελοντών τους. Όμως, λόγω της αρχιστρατηγίας του «πεντάστερου» στρατιωτικού Ντάγκλας Μακάρθουρ, υποστηρικτή της σκληρής γραμμής και απηνή αντικομουνιστή, ο Χάρυ Τρούμαν φοβήθηκε ότι η εμπλοκή της Κίνας που θα ακολουθούσε, πρώτον θα προκαλούσε νέο μανιώδη και ανηλεή πόλεμο και δεύτερον θα επέφερε οικονομική κρίση τέτοιου μεγέθους που θα οδηγούσε σε εσωτερική κατάρρευση το αναπτυσσόμενο μεταπολεμικό κράτος των ΗΠΑ. Η τορνευτή σχέση μεταξύ του σκληροπυρηνικού στρατηγού και του Προέδρου των ΗΠΑ, είχε ξεσπάσει με τη μορφή εσωτερικής κρίσης. Ο Μακάρθουρ κατόρθωσε με τα στρατεύματά του, διενεργώντας αρχικά αποκλεισμό του Νότου από την υπόλοιπη εχθρική δύναμη στο Ίντσον (15-28 Σεπτεμβρίου 1950), να προελάσει με τη μορφή περιπάτου, για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, ξεπερνώντας την 38η γεωγραφική παράλληλη και κατακτώντας όλη τη Βόρεια Κορέα. Όμως, ο αμερικανός στρατηγός, μπροστά στην οίηση της μεγαλειώδους νίκης του, έκανε το λάθος να θεωρήσει την Κίνα ανίκανη να δράσει στρατιωτικά για την περεταίρω ανακατάληψη του απολεσθέντος εδάφους της Λαϊκής δημοκρατίας της Βόρειας Κορέας. Ακολούθως, οι αρχικές στρατιωτικές επιτυχίες μετεβλήθησαν στις αρχές του Νοεμβρίου, σε μια ολοσχερώς δυσοίωνη κατάσταση για τα στρατεύματα του ΟΗΕ. Η Κίνα εισέβαλε στην Βόρειο Κορέα και αναδιπλώθηκε σε τιτάνιες συγκρούσεις, με την κατ’ αυτήν απειλή -ΗΠΑ- για την εδαφική ακεραιότητά της. Επρόκειτο για τον πρώτο σινοαμερικανικό πόλεμο που λαμβάνει χώρα.
Τον Ιανουάριο του 1951, οι Κινέζοι, ως Δαμόκλειος Σπάθη, προέλασαν με σκοπό να περάσουν την 38η γεωγραφική παράλληλη. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι γενικά, ο πόλεμος της Κορέας προκάλεσε αναφανδόν μία καθολική δυσφορία στις κοινωνίες της Δύσης. Η όλη ανησυχία επισκιάστηκε με το αίσθημα τρόμου, όταν στο τραπέζι των επιχειρήσεων προτάθηκε η χρήση πυρηνικών όπλων. Με αυτά και μ’ αυτά, οι Κινέζοι προσάρτησαν ακόμα και τη Σεούλ στο διάβα τους, αλλά σταμάτησαν εκεί λόγω της δυσανάλογης σχέσης της ελλιπούς γραμμής εφοδιασμού-δυναμικότητας και εκρηκτικότητας. Στο μεσοδιάστημα, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ εξετέλεσαν αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνοντας τη Σεούλ (15 Μαρτίου 1951). Το μόνο που πρόσφερε το πεδίο της μάχης ήταν περαιτέρω μνήματα παρά μια οριστική λήξη του αμφίρροπου αυτού πολέμου. Στις 29 Νοεμβρίου 1952, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (1890-1969), έχοντας εκτοπίσει τον Τρούμαν και υποσχόμενος ότι θα τερματίσει νικηφόρα για τους Αμερικανούς τον πόλεμο, προέβη σε ανακωχή και παύση επιχειρήσεων (27 Ιουλίου 1953). Οι απώλειες του πολέμου ήταν δραματικές, επιβεβαιώνοντας την αδιαφορία των πολιτικών ηγεσιών για τις νωπές μνήμες των θηριωδιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που επανήλθαν στη συνείδηση των Δυτικών λαών τους. Αριθμητικά, γίνεται λόγος για περίπου 400.000 απώλειες των δυνάμεων του ΟΗΕ και 660.000 απώλειες των Κινέζων, συν του ότι δεν υπήρξε καταμέτρηση των αμάχων θυμάτων, για ευνόητους λόγους, όπου ο αριθμός θα ήταν μεγαλύτερος.
Συνοψίζοντας, ο ζόφος που προκάλεσε ο «ξεχασμένος πόλεμος» της Κορέας παραμένει αισθητά επίκαιρος και στις μέρες μας, όπου μέσω εκατέρωθεν επιδείξεων στρατιωτικής ισχύος, φαίνεται να απειλούνται τα ήδη κλονιζόμενα θεμέλια του πανανθρώπινου πολιτισμού. Αναφορικά, εκείνη την περίοδο η επέμβαση των ΗΠΑ, με προμετωπίδα την πράξη «ειρήνευσης» του ΟΗΕ, είχε εκπυρσοκροτήσει τις αντιδράσεις των κρατών της Άπω Ανατολής, τα οποία χαρακτήρισαν την επέμβαση ως νεοαποικιακή επιβούλευση της κυριαρχίας των χωρών της Ασίας. Βεβαία, ο λαός τη0ς Κορέας διχάστηκε, πληρώνοντας το τίμημα των επιδιώξεων των «Μεγάλων» παικτών της οικουμένης, καθώς βάλθηκε ταφόπλακα σε κάθε σχέδιο ενοποίησης των υβριδικών κρατών στην Κορεατική χερσόνησο σε μία ενιαία κρατική οντότητα.
Βιβλιογραφία
- E. M. BURNS Ευρωπαϊκή Ιστορία, Ο Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι, σελ. 936-938, σελ. 948-952