Του Θάνου Κουλουβάκη,
«Όλα έχουν ομορφιά αλλά δεν τη βλέπουν όλοι».
Αυτή είναι μία φράση του Κομφούκιου, που με βεβαιότητα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αρκετοί άνθρωποι θα αμφισβητήσουν με μένος. Όχι μονάχα διότι δεν εντοπίζουν την ομορφιά στα πάντα, αλλά διότι με μεγάλη ευκολία βαπτίζουν κάτι ή κάποιον άσχημο. Η «ασχήμια» αυτή, εν τούτοις, ως επί το πλείστον δεν προσδιορίζεται και απλώς χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει, με τρόπο -αν μη τι άλλο- αυθαίρετο. Με αφορμή, λοιπόν, την παραπάνω φράση, θεωρώ ότι είναι ωφέλιμο να μιλήσουμε για την ομορφιά, την ασχήμια και την αισθητική εν γένει.
Η κοινωνία μας δημιουργεί πρότυπα ομορφιάς, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κατασκευάζει μοτίβα δράσεων και συμπεριφορών, τα οποία εμπίπτουν σε συγκεκριμένα στερεότυπα που υφίστανται. Ενδεχομένως, όπως το υποκείμενο συνηθίζει –τρόπον τινά– να ακολουθεί συγκεκριμένες δράσεις δίχως να το καταλαβαίνει, με παρόμοιο τρόπο υιοθετεί την αισθητική που είναι κοινωνικά –και μονάχα ενίοτε υποκειμενικά– αποδεκτή.
Προκειμένου να εξηγηθούν τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τι θεωρείται όμορφο (είτε αυτό αφορά ένα αντικείμενο, είτε ένα υποκείμενο) και πολύ σύντομα θα εξάγουμε ορισμένα πορίσματα. Η κοινωνία, το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή, δημιουργεί ή κατασκευάζει –όπως θα μπορούσαμε να πούμε– την αισθητική των υποκειμένων που την απαρτίζουν. Ενδεχομένως, φαινομενικά ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του αισθητική, εν τούτοις -αν την εξετάσουμε– αντιλαμβανόμαστε ότι εμπίπτει στα πλαίσια μίας κοινώς αποδεκτής αισθητικής, η οποία γίνεται αντιληπτή ως μία δεδομένη πραγματικότητα.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι δεν αμφισβητείται και ότι αποτελεί το σύμβολο της τελειότητας. Συνεπώς, οτιδήποτε «κρίνεται», περνά μέσα από τα φίλτρα αυτής της αισθητικής και θεωρείται όμορφο ή άσχημο αντίστοιχα. Μία εύλογη απορία που ενδέχεται να παρουσιαστεί έπειτα από την ανάγνωση των παραπάνω, είναι το πώς γίνεται να υπάρχει μία κοινή αισθητική και ο κάθε άνθρωπος να κάνει διαφορετικές επιλογές σε πολλαπλά επίπεδα της ζωής του.
Η απάντηση είναι απλή· παρ’ όλο που οι αποφάσεις του κάθε ανθρώπου είναι εν μέρει δικές του, δεν παύουν να συνδιαμορφώνονται με βάση τα κοινωνικά στερεότυπα, καθώς και με τις αποφάσεις των υπόλοιπων ανθρώπων που αποτελούν τον κύκλο συναναστροφής του. Επίσης, διαμορφώνονται σε συνδυασμό με τις προβολές της κοινωνίας πάνω στο υποκείμενο. Αυτές οι προβολές περιλαμβάνουν μία σειρά πραγμάτων· αφορούν, λόγου χάριν, τα πρότυπα ομορφιάς, τις επικρατέστερες –δημοφιλείς– ταινίες που παίζονται στους κινηματογράφους, τους παρουσιαστές που προβάλλονται στα προγράμματα της τηλεόρασης. Όπως καταλαβαίνετε, η λίστα δεν έχει τελειωμό· ωστόσο, θεωρώ ότι δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούν περισσότερα παραδείγματα.
Είναι, αν μη τι άλλο, εμφανές αυτό που θέλω να πω· η αισθητική δε διαμορφώνεται σε καμία περίπτωση αποκλειστικά από το ίδιο το υποκείμενο. Συνεπώς, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν η εντύπωση που διαμορφώνουμε για έναν άνθρωπο ή ένα αντικείμενο αποτελεί προϊόν της δικής μας αισθητικής ή της «κοινωνικής αισθητικής», που μας προβάλλουν καθημερινά.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται υπερβολικά και εν τέλει να απορήσει κάποιος σε τι μπορεί να αποβούν χρήσιμα. Γι’ αυτό, κλείνοντας, θα κάνω μία πρόταση· ας μην εξάγουμε βιαστικά συμπεράσματα και πριν κρίνουμε, ας σκεφτούμε αν πραγματικά η κριτική που ασκούμε είναι δική μας ή αποτελεί απλώς μία αναπαραγωγή ίδιων θέσεων που έχουμε μάθει και υιοθετούμε, δίχως να τις φιλτράρουμε.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.