Της Σάντυ Μακκού,
«Δεν πρέπει να φοβάμαι. Ο φόβος είναι ο δολοφόνος του μυαλού. Ο φόβος είναι ο μικρός θάνατος που προκαλεί την πλήρη εξολόθρευση. Θα βρω τον φόβο μου. Θα του επιτρέψω να περάσει πάνω μου και μέσα από μένα. Κι όταν έχει πια περάσει, θα γυρίσω να δω το μονοπάτι του. Όπου ο φόβος πήγε δεν θα υπάρχει τίποτα. Θα μείνω μόνο εγώ».
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ίδια η κοινωνία βασίζεται στο φόβο.
Αυτό είναι σε κάθε περίπτωση που φαινόταν να είχε σκεφτεί ο φιλόσοφος Thomas Hobbes, ένας από τους ιδρυτές του κοινωνικού συμβολαίου. Ισχυρίστηκε, λοιπόν, ότι στην κατάσταση της φύσης, η ανθρώπινη ζωή είναι «μοναχική, άσχημη, άθλια και σύντομη», επειδή όλοι βρίσκονται σε «πόλεμο» με τους άλλους. Και για να σταματήσουμε αυτόν τον πόλεμο, μπαίνουμε στην κοινωνία των πολιτών και παραδίδουμε στην πολιτεία όλη τη δύναμη, κάθε δύναμη για να επικαλεστούμε τον φόβο. Ο φόβος, εν προκειμένω, λειτουργεί θετικά, μιας και αποτελεί τον συνδετικό κρίκο που ενώνει τους ανθρώπους.
Έπειτα, σκέφτηκε (ο Hobbes) ότι όλη η δύναμη πρέπει να συγκεντρωθεί στα χέρια του κράτους, ώστε να μη χρειάζεται πλέον να φοβόμαστε ο ένας τον άλλον. Αλλά, θα μπορούσε εύκολα να γεννηθεί το αντίστοιχο ερώτημα: Δεν πρέπει τώρα επακόλουθα να φοβόμαστε το κράτος; Η απάντηση του Hobbes είναι ότι φυσικά θα έπρεπε. Αυτό είναι και το νόημα, κατά κάποιον τρόπο. Αντί για χιλιάδες μικρές κατσαρίδες, οι οποίες συνεχώς χτυπάνε η μία την άλλη, εισερχόμενοι στην κοινωνία των πολιτών, όλοι να παραδίδουμε τη δύναμη, την εξουσία, στο «μεγάλο κεφάλι» του κράτους. Το χρεώνουμε με την ευθύνη της διατήρησης της τάξης και της ηρεμίας μεταξύ μας και του δίνουμε αρκετή εξουσία, για να επιβάλουμε αυτή την ευθύνη. Κι έτσι πλήττοντας το κράτος, έχουμε πρόβλημα.
Στα σύγχρονα αυτιά, το κράτος του Hobbes είναι υποχρεωμένο να υπακούει μια σκιά πολύ τυραννική, παρά το γεγονός ότι η νομιμοποίησή του στηρίζεται στην εθελοντική υποταγή στο θέλημα του κυρίαρχου. Σίγουρα, πρέπει να υπάρχει κάποιο όριο στην ικανότητα του κράτους να χρησιμοποιεί τα μέσα φόβου για να επιβάλει τη θέλησή του επάνω μας. Διαφορετικά, η πολιτεία θα βρεθεί σε σύγχυση. Οι τύραννοι του 20ού αιώνα -ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Μάο και οι πολυάριθμοι μιμητές τους – μας έμαθαν αυτό. Ένα κράτος με την αποκλειστική εξουσία να υποκινήσει μαζικό φόβο, θα ήταν ένα άσχημο θέαμα. Από την άλλη πλευρά, μια κυβέρνηση χωρίς εξουσία να προκαλέσει «φόβο», θα ήταν πιθανόν, για πολλούς, αναποτελεσματική. Ποιος θα ήταν ο νόμος χωρίς τη στήριξη της δύναμης; Τι θα συνιστούσε το εγγενές δικαίωμα αυτοάμυνας ενός κράτους, χωρίς έναν στρατιωτικό λαβύρινθο να υποστηρίξει αυτό το δικαίωμα;
Αλλά, παρά το γεγονός ότι ένα κράτος που δε θα μπορούσε να επικαλεστεί φόβο σε φίλο και εχθρό δεν αξίζει να ονομάζεται κράτος, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς το μειονέκτημα του συνεχιζόμενου φόβου ως πολιτικού οργάνου. Κι αυτό εξαιτίας της υπερβολικής ανησυχίας για το φόβο. Όταν τα κοινωνικά προβλήματα πλαισιώνονται με τρόπους που μεγιστοποιούν τον φόβο μας, είμαστε υποχρεωμένοι να αναλάβουμε ενέργειες που δεν είναι καθόλου ανάλογες με το πρόβλημα.
Ίσως ο Frank Herbert να είχε δίκιο. Ίσως ο φόβος να είναι πραγματικά ο δολοφόνος του νου. Ένα μυαλό κατακρημνισμένο από τον φόβο, μας κάνει να πράττουμε όλα τα τρελά πράγματα, συχνά πολύ αντίθετα προς τον κίνδυνο που θέτει το αντικείμενο του φόβου μας. Αυτό μας οδηγεί στην ερώτηση, ποιο ρόλο θα έπρεπε να έχει ο φόβος στον πολιτικό μας λόγο; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε τις νόμιμες από τις παράνομες προσφυγές στο φόβο; Θα μπορούσε να υπάρξει πολιτική βάση, περισσότερο για την ελπίδα παρά για τον φόβο;
Γεννημένη στις 25 Αυγούστου το 2000, με καταγωγή από τη Ναύπακτο. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, στην Κομοτηνή, με κατεύθυνση την πολιτική επιστήμη.