Της Μάγδας Τσόχα,
Ο πρώτος πόλεμος του Περσικού Κόλπου: ανασκόπηση γεγονότων
Σχεδόν τριάντα χρόνια συμπληρώνονται από το πρώτο «ξέσπασμα» του πολέμου στον Περσικό Κόλπο (Gulf War), ο οποίος έγινε γνωστός και με πολλά άλλα ονόματα, όπως «Α’ Πόλεμος του Κόλπου», «Απελευθέρωση του Κουβέιτ», «Επιχείρηση: Καταιγίδα της Ερήμου» και «Μητέρα όλων των μαχών». Στις 2 Αυγούστου του 1990, λοιπόν, το Ιράκ, υπό την ηγεσία του Σαντάμ Χουσεΐν, εισέβαλε στο Κουβέιτ και το κατέλαβε. Πολύ γρήγορα μετά την εισβολή σχηματίστηκε μια συμμαχική δύναμη 35 κρατών, με την πρωτοβουλία των ΗΠΑ και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, υπεύθυνη για την καταστολή των εχθροπραξιών και την απελευθέρωση του Κουβέιτ. Ο πόλεμος, μετά τις επεμβάσεις, τελείωσε επίσημα στις 27 Φεβρουαρίου του 1991. Στην ιστορία έμεινε γνωστός ως ο πρώτος τηλεοπτικός πόλεμος, αφού το CNN φρόντισε να καλύψει όλες τις μεταδόσεις, βάζοντάς τον σε κάθε σπίτι ως τηλεοπτικό θέαμα και χαράσσοντάς τον ανεξίτηλα στη μνήμη όλων των ανθρώπων έως και σήμερα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του ιρακινό-ιρανικού πολέμου και των χαμηλών τιμών πετρελαίου. Στο διάστημα των τελευταίων 20 χρόνων το Ιράκ είχε γίνει η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της περιοχής, αλλά το δημόσιο χρέος του ήταν αρκετά υψηλό. Ο λόγος; Πολλές χώρες της Δύσης και του Κόλπου υποστήριζαν την επίθεση του Σαντάμ, καθώς αναγνώριζαν πως το Ιράν είχε εγκαθιδρύσει καθεστώς το οποίο δεν επέτρεπε αγαστές σχέσεις με τη Δύση και εφοδίαζαν το ιρακινό κράτος με στρατιωτικό εξοπλισμό, ώστε να εισβάλει στο Ιράν.
Επιπρόσθετα, οι χώρες αυτές του Κόλπου, από τις οποίες το Ιράκ είχε δανειστεί για να «χτίσει» τη στρατιωτική του δύναμη, ζητούσαν διαρκώς την αποπληρωμή των οφειλών του, αλλά ο ίδιος ο Σαντάμ πίστευε πως οι προσπάθειές του να αναχαιτίσει την εξάπλωση της ιρανικής επανάστασης ήταν υπεραρκετές για την αποπληρωμή. Από το Κουβέιτ ζήτησε τη διαγραφή χρέους ύψους 65 εκατ. δολαρίων, κάτι που η χώρα αρνήθηκε. Η επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών επήλθε, όταν το Κουβέιτ ανακοίνωσε την αύξηση της παραγωγής του πετρελαίου του κατά 40%, με το Ιράκ να κατηγορεί τους γείτονες πως κάνουν γεωτρήσεις υπό κλίση σε περιοχές κοντά στα σύνορα, κλέβοντας, έτσι, και το δικό του πετρέλαιο.
Η αρχική αυτή κατηγορία του Ιράκ στάθηκε αφορμή για την επίθεση και εισβολή του στο Κουβέιτ. Ο ίδιος ο Σαντάμ πίστευε πάντα ότι το μικροσκοπικό εμιράτο από το Ιράκ ήταν τμήμα της επικράτειάς του και προσχώρησε στο εγχείρημα απτόητος, αφού θεώρησε δεδομένη την ανοχή των Αμερικανών, καθώς μετά από αποκάλυψη των New York Times, σε συνάντησή του με την Αμερικανίδα πρεσβευτή στη Βαγδάτη, Έιπριλ Γκιλέσπι, εκείνη δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη διαμάχη Ιράκ-Κουβέιτ. Στις 3 Αυγούστου 1990, οι ΗΠΑ, με την προσφυγή τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας, πέτυχαν την έκδοση της Απόφασης 660, δηλαδή την καταδίκη της εισβολής και την αξίωση απόσυρσης των ιρακινών δυνάμεων από τη χώρα του Κουβέιτ.
Ο πρόεδρος George Bush Sr. είχε καταστήσει σαφές πως ήταν αδύνατον για τη Δύση να επιτρέψει την εισβολή μιας χώρας σε μια άλλη. Ανάλογες αποφάσεις με αυτές των ΗΠΑ πήρε και ο Αραβικός Σύνδεσμος. Στις 6 Αυγούστου, τρεις ημέρες αργότερα, το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε και οικονομικές κυρώσεις στο Ιράκ, με τη νεότερη απόφαση νούμερο 661. Παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες, οι ΗΠΑ άρχισαν να αναπτύσσουν και στρατιωτικές δυνάμεις στη Σαουδική Αραβία, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως ο Αμερικανός πρόεδρος έστειλε 250.000 στρατιώτες στην περιοχή. Η αρχική δήλωσή του τόνιζε πως τα στρατεύματα εκεί διεκπεραίωναν καθαρά αμυντικό ρόλο, αλλά είχε ήδη αναπτυχθεί μια δύναμη ενός εκατομμυρίου ανδρών στην περιοχή.
Ακόμη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία να δικαιολογήσει την εμπλοκή των στρατευμάτων του. Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση την ανάδειξη ενός νέου ισχυρού αντιπάλου στη Μέση Ανατολή. Στις 29 Νοεμβρίου του 1990, το Συμβούλιο Ασφαλείας έδωσε την έγκριση για στρατιωτική επέμβαση στο Κουβέιτ, δίνοντας παράλληλα προθεσμία έως τις 15 Ιανουαρίου στο Ιράκ να αποσύρει τα στρατεύματά του από το εμιράτο. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ συγκροτούσαν μία στρατιωτική δύναμη με τη στήριξη 35 χωρών, προκειμένου να επιβάλουν την απόφαση του ΟΗΕ για τερματισμό του πολέμου. Ανάμεσα στις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στα αραβικά κράτη και η Ελλάδα απέστειλε μία φρεγάτα στον Κόλπο και παρείχε βοήθεια με στρατιωτικές διευκολύνσεις κυρίως με τη Βάση της Σούδας.
Παρά λοιπόν το τελεσίγραφο και τις ειρηνευτικές προσπάθειες του ΟΗΕ, το Ιράκ αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει, αποσκοπώντας να ασκήσει πιέσεις, ώστε να «ανταλλάξει» τη δική του απόσυρση από τα Ιρανικά εδάφη με την απόσυρση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα συριακά και παλαιστινιακά εδάφη. Στις 12 Ιανουαρίου 1991, και πάλι ο Αμερικανός πρόεδρος George Bush Sr. έλαβε, παρά τις έντονες αντιδράσεις του λαού και του Κογκρέσου, την εξουσιοδότηση να αναμειχθούν οι ΗΠΑ.
Τις παραμονές του πολέμου η Συμμαχία είχε αναπτύξει στον Κόλπο μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με όπλα νέας τεχνολογίας, τα λεγόμενα «έξυπνα» όπλα, για χειρουργικά πλήγματα ακριβείας. Με αρχηγό τον Αμερικανό στρατηγό Νόρμαν Σβάρτζκοπφ, η συμμαχική δύναμη αριθμούσε 1.000.000 στρατιώτες, 1.820 αεροσκάφη, 3.318 τανκς, 8 αεροπλανοφόρα και μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων. Στην αντίπερα όχθη, ο Σαντάμ είχε στη διάθεσή του 260.000 μάχιμους άνδρες και άλλους 800.000 σε εφεδρεία, 649 αεροσκάφη και 5.000 τανκς. Η υπεροχή των συμμαχικών δυνάμεων ήταν φανερή ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά.
Τη νύχτα της 16ης προς 17ης Ιανουαρίου του 1991 τα ελικόπτερα «Απάτσι» έδωσαν το σύνθημα της επίθεσης στη Βαγδάτη μεταξύ 2:30 και 2:40 προ μεσημβρίας. Η πόλη βομβαρδιζόταν ασταμάτητα επί 43 ημέρες. Τα ελικόπτερα των συμμάχων κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις ραντάρ των Ιρακινών, τα πολεμικά αεροσκάφη βομβάρδιζαν καταιγιστικά τα αεροδρόμια και τις εγκαταστάσεις, ενώ οι πύραυλοι που ασταμάτητα ισοπέδωναν τη Βαγδάτη, έκαναν το γύρο του κόσμου σε φωτογραφίες. Μετά την μεγάλη επιτυχία των εναέριων επιθέσεων για τους συμμάχους ήρθε και η σειρά των χερσαίων, με στόχο πάντοτε την ανακατάληψη του Κουβέιτ. Αυτές διήρκησαν μόνον 100 ώρες, ήτοι τρεις ημέρες (μεταξύ 24 και 27 Φεβρουαρίου) και ανάγκασαν τον στρατό του Ιράκ να υπαναχωρήσει, φτάνοντας έως 340 χλμ. μέσα στη Βαγδάτη. Στις 28 Φεβρουαρίου 1991 ο Αμερικανός πρόεδρος κήρυξε κατάπαυση του πυρός και ο πόλεμος έλαβε τέλος.
Η έκβαση του πολέμου ήταν επιτυχής για τους Συμμάχους, των οποίων οι απώλειες ήταν σχετικά μικρές (358 νεκροί, 776 τραυματίες και 41 αιχμάλωτοι). Στον αντίποδα, οι απώλειες των Ιρακινών ήταν τεράστιες, και συγκριτικά με αυτές των συμμάχων (25.000 νεκροί στρατιωτικοί, 100.000 άμαχοι, 75.000 τραυματίες και 63.000 αιχμάλωτοι). Σε γενικές γραμμές, οι συνέπειες του Α’ Πολέμου του Κόλπου συνοψίζονται στην απελευθέρωση του Κουβέιτ, στις μεγάλες απώλειες και καταστροφές στις χώρες του Ιράκ και του Κουβέιτ, στην εκδίωξη 40.000 κατοίκων του Κουβέιτ (ανάμεσά τους και πολλών Παλαιστινίων) λόγω υποψίας ότι δρούσαν ως συνεργάτες των Ιρακινών εισβολέων.
Ακόμη, συνοψίζονται και στις κυρώσεις παντός είδους του Ιράκ από τον ΟΗΕ, στην επιβολή καταπιεστικού καθεστώτος από τον Σαντάμ Χουσεΐν στους Σιίτες και στους Κούρδους, στη μονιμοποίηση της στρατιωτικής παρουσίας των Αμερικανών στην περιοχή και στην ανύψωση του ηθικού του λαού, ειδικά μετά τον καταστροφικό γι’ αυτούς πόλεμο στο Βιετνάμ και τέλος στο χρηματικό κόστος των επεμβάσεων, οι οποίες υπολογίσθηκε ότι ανήλθαν στα 61,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Από αυτά οι Αμερικανοί κατέβαλαν μόνο τα 9 δισεκατομμύρια, ενώ οι Σύμμαχοι όλα τα υπόλοιπα.
Ο Σαντάμ Χουσεΐν παρέμεινε στην εξουσία και το καθεστώς παρουσίας Αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή διατηρήθηκε έως την εποχή της προεδρίας του Bill Clinton (20 Ιανουαρίου 1993-20 Ιανουαρίου 2001). Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στη Νέα Υόρκη έδωσαν την αφορμή στον George Bush Jr. να τελειώσει μια και καλή με τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ο δεύτερος πόλεμος του Κόλπου ξεκίνησε το 2003 και ο ιρακινός ηγέτης εκτελέστηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2006, μετά την καταδίκη του σε ιρακινό δικαστήριο σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Η «μαύρη» προπαγάνδα και ο Αμερικανικός λαός: Πώς χειραγωγήθηκε η κοινή γνώμη
Στο πρώτο σκέλος του άρθρου αναφέρεται χαρακτηριστικά πως ο Αμερικανός πρόεδρος George Bush Sr. μετά το ξέσπασμα του πολέμου και κατά την περίοδο κορύφωσης των συρράξεων, προσπάθησε να επιβάλει καθεστώς αμερικανικής παρέμβασης, πράγμα που κατόρθωσε μόνο μετά τον Ιανουάριο του 1991, παρά τις έντονες αντιδράσεις, τόσο του λαού όσο και του Κογκρέσου. Χωρίς την έγκριση αυτών των δύο η αμερικανική κυβέρνηση, όχι μόνο δε θα μπορούσε να προχωρήσει στην ολοκλήρωση του εγχειρήματός της, αλλά θα βρισκόταν και αντιμέτωπη με αμαυρωμένο μνημονικό, καθώς θα τη βάρυναν κατηγορίες ανούσιας αιματηρής εμπλοκής και απάνθρωπης στάσης προς το Ιράκ. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση με αποδέκτες τους Αμερικανούς πολίτες, μόνο το 32% με 37% αυτών συμφωνούσαν με τη στρατιωτική επέμβαση και τον επιθετικό πόλεμο στην Ανατολή. Τότε, «έβαλαν εμπρός» το σχέδιο της «μαύρης» προπαγάνδας, με τη συμβολή, φυσικά, των ΜΜΕ.
Μια απίστευτη ιστορία προβλήθηκε, λοιπόν, από τις αμερικανικές τηλεοράσεις τότε. Ένα 15χρονο κορίτσι, που παρουσιάστηκε μόνο με το μικρό της όνομα, Ναγίρα, από το Κουβέιτ, εμφανίστηκε στην Επιτροπή του Κογκρέσου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΚΑΔ) και κατέθεσε μία προσωπική εμπειρία που έζησε σε ένα νοσοκομείο του Κουβέιτ. Το επίθετό της, είπε τότε η ΕΚΑΔ, ήταν απόρρητο για να προστατευτεί από ιρακινά αντίποινα η οικογένειά της, που βρισκόταν ακόμα στο κατειλημμένο Κουβέιτ, όπως ισχυρίστηκε.
Φορτισμένη συναισθηματικά στην κατάθεσή της, στις 10 Οκτωβρίου, η Ναγίρα δήλωσε κλαίγοντας ότι μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ είχε δει Ιρακινούς στρατιώτες να αρπάζουν τα μωρά από θερμοκοιτίδες σε νοσοκομείο του Κουβέιτ, να παίρνουν τις θερμοκοιτίδες και να αφήνουν τα μωρά στο πάτωμα, για να πεθάνουν. Η περιγραφή της καταγράφηκε ως εξής: «ήμουν εθελόντρια νοσοκόμα στο νοσοκομείο Al Addan, όπου είδα με τα ίδια μου τα μάτια οπλισμένους ιρακινούς στρατιώτες να μπαίνουν στο νοσοκομείο και να πηγαίνουν στον χώρο όπου βρίσκονταν τα πρόωρα μωρά, να παίρνουν τις θερμοκοιτίδες και να πετούν τα μωρά στο κρύο πάτωμα για να πεθάνουν».
Η μαρτυρία της Ναγίρα επιβεβαιώθηκε αρχικά από την Διεθνή Αμνηστία και άλλες μαρτυρίες εκτοπισμένων. Μετά την απελευθέρωση του Κουβέιτ, όταν οι δημοσιογράφοι απέκτησαν και πάλι πρόσβαση στη χώρα, σε έκθεση του ABC διαπιστώθηκε ότι «οι ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων των πρόωρων νεογνών, δεν πέθαναν, παρά μόνον όταν πολλοί από τους νοσηλευτές και τους γιατρούς του Κουβέιτ τράπηκαν σε φυγή». Τα ιρακινά στρατεύματα «είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν έκλεψαν θερμοκοιτίδες από τα νοσοκομεία αφήνοντας εκατοντάδες μωρά να πεθαίνουν». Η Διεθνής Αμνηστία στη συνέχεια αντέδρασε, διορθώνοντας την αρχική της τοποθέτηση, κατηγορώντας παράλληλα την κυβέρνηση Bush για «ευκαιριακή χειραγώγηση του διεθνούς κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Επιπρόσθετα, η μαρτυρία χρησιμοποιήθηκε ευρέως τους τελευταίους μήνες του 1990 και αναφέρθηκε πολλές φορές από τα ΜΜΕ και από γερουσιαστές των Ηνωμένων Πολιτειών και τον πρόεδρο George Bush Jr., προκειμένου να υποστηρίξει το σκεπτικό τους για τη στήριξη του Κουβέιτ στον Πόλεμο του Κόλπου. Επίσης, εμφανίστηκε σε συζητήσεις στο Κογκρέσο, καθώς και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και γενικώς θεωρήθηκε ότι από όλες τις καταγγελίες εναντίον του Σαντάμ καμία άλλη δεν είχε τόση επίδραση στην αμερικανική κοινή γνώμη. Μάλιστα, 7 Γερουσιαστές επικαλέστηκαν τη «φρικαλεότητα» των θερμοκοιτίδων για να ψηφίσουν «ναι» στην κήρυξη του πολέμου και αυτό απέβη καθοριστικό, καθώς η αμερικανική Γερουσία ψήφισε «ναι» στον πόλεμο στις 12 Ιανουαρίου 1991 με οριακή πλειοψηφία μόλις 5 ψήφων, 52:47 και ο πόλεμος τελικώς ξεκίνησε μόλις λίγες μέρες μετά.
Τέλος, το 1992 αποκαλύφθηκε ότι το επώνυμο της Ναγίρα ήταν Αλ-Σαμπάχ και ότι ήταν η κόρη του Σαούντ Αλ-Σαμπάχ, πρεσβευτή του Κουβέιτ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος ήταν παρών όταν η κόρη του κατέθετε την «μαρτυρία» της στην ΕΚΑΔ, ενώ σε όλη τη διάρκεια της εισβολής και κατοχής του Κουβέιτ, η Ναγίρα βρισκόταν στην Ουάσιγκτον. Επιπλέον, αποκαλύφθηκε ότι η μαρτυρία της ήταν οργανωμένη εκστρατεία, την οποία διηύθυνε η αμερικανική εταιρεία δημοσίων σχέσεων Hill & Knowlton για την κυβέρνηση του Κουβέιτ. Μετά από αυτό, η μαρτυρία της Αλ-Σαμπάχ θεωρείται κλασικό παράδειγμα της σύγχρονης προπαγάνδας θηριωδίας. Ο ίδιος ο George Bush Jr. επανέλαβε αυτό το τρανταχτό ψέμα 6 φόρες στα ΜΜΕ, μέχρι να καταφέρει από το 35% τον Αμερικανών που ήταν αντίθετο με τις επιλογές του, να το ανεβάσει στο ύψιστο ποσοστό που συμφωνούσε τελικά την εισβολή στο Ιράκ.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη αλλά πλέον σπουδάζει στην Αθήνα, στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Απολαμβάνει τη συμμετοχή σε συνέδρια προσομοίωσης του ΟΗΕ, τον εθελοντισμό και τα προγράμματα εκμάθησης σε χώρες εξωτερικού.