Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Οι εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις σχετικά με την παιδεία, οι οποίες καλύπτουν κάθε βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος, αποτέλεσαν έναν από τους κεντρικούς πυλώνες των προεκλογικών δεσμεύσεων της σημερινής κυβέρνησης και τον προάγγελο του πολυαναμενόμενου νομοσχεδίου, που αναμένεται να τεθεί προς ψήφιση στη Βουλή εντός των επόμενων ημερών. Από το καλοκαίρι έως και σήμερα, αρχής γενομένης από τις κυβερνητικές δηλώσεις γύρω από το θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου, το οποίο διευθετήθηκε με το αντίστοιχο πολυ-υπουργικό νομοσχέδιο τον περασμένο Αύγουστο, έχει ξεκινήσει μια έντονη συζήτηση, καθώς φαίνεται πως οι επερχόμενες μεταρρυθμίσεις φέρουν ιδιαίτερο ιδεολογικό βάρος, κατά κύριο λόγο εξαιτίας διατάξεων που αφορούν την ενίσχυση των προτύπων σχολείων και την επαναφορά στο προϊσχύσαν πλαίσιο ανάδειξης του σημαιοφόρου βάσει επίδοσης. Παρόλο που η κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη από πλήθος άλλων διατάξεων, μένει να αποδειχθεί στην πράξη το σαφές ιδεολογικό τους φορτίο, ανάλογα με τους τρόπους που η κυβέρνηση θα επιλέξει να τις εφαρμόσει.
Μία από τις προς ψήφιση ρυθμίσεις, που έχει προκαλέσει ποικίλες συζητήσεις, είναι και η πρωτοβουλία της κυβέρνησης που αφορά τη δυνατότητα αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας τίτλων σπουδών αποκτηθέντων σε πανεπιστήμια κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με εκείνους που προέρχονται από ιδρύματα τρίτων χωρών (π.χ. Ηνωμένες Πολιτείες). Ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κάνει λόγο για προσπάθεια εξίσωσης των πτυχίων ιδιωτικών ελληνικών κολεγίων με εκείνα των ΑΕΙ, είναι χρήσιμο να σημειωθεί πως το εν λόγω πλαίσιο αποτελεί επί της ουσίας επαναφορά στα προϊσχύσαντα, καθώς η σχετική Οδηγία 2005/36/ΕΚ ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Προεδρικό Διάταγμα 38/2010. Στόχος της νέας ρύθμισης είναι, μεταξύ άλλων, η διευκόλυνση της διαδικασίας αναγνώρισης, αφού η λίστα αναμονής ενώπιον του υπό αντικατάσταση ΣΑΕΠ (Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων) μετρά ήδη αρκετές χιλιάδες αιτήσεις.
Ενώ η εν λόγω τροπολογία έχει ήδη κατατεθεί προς επεξεργασία στην αντίστοιχη νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής, οι αντιδράσεις που προκαλούνται από συντεχνιακούς κύκλους μαρτυρούν μία από τις πληγές που μαστίζουν ιδεολογικά τον χώρο της παιδείας και δυσχεραίνουν διαχρονικά κάθε προσπάθεια ουσιαστικής μεταρρύθμισης. Όσο μια αξιοσημείωτη μερίδα των εν Ελλάδι επαγγελματιών του εκπαιδευτικού χώρου αντιστέκεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια εξωστρέφειας -αφού το ανωτέρω αναλυθέν θέμα της ισοτιμίας των πτυχίων εντάσσεται στο ζήτημα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και υπηρεσιών εντός του ευρωπαϊκού χώρου και τίθεται προς ψήφιση στη Βουλή από κοινού με διατάξεις που στόχο έχουν να ανοίξουν τον δρόμο για τη δημιουργία ξενόγλωσσων προπτυχιακών τμημάτων και θερινών τμημάτων (summer school), με σκοπό την προσέλκυση φοιτητών από το εξωτερικό– τόσο η νεολαία της χώρας υφίσταται μια κατ’ επίφαση μόρφωση και εθίζεται στη λογική της εθνικής ομφαλοσκόπησης. Υπό αυτό το πλαίσιο, οι εξαγγελίες της Υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως, για την ανάγκη ανάπτυξης εθνικής συνείδησης μέσω του μαθήματος της ιστορίας μπορούν να γίνουν αντικείμενο ποικίλων ερμηνειών. Αν και η αναφορά στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης δεν είναι κάτι καθεαυτό λανθασμένο, όπως αποπειράται να πείσει μεγάλη μερίδα του αντιπολιτευτικού χώρου, είναι ανάγκη να έχουμε υπόψη μας τις δεκαετίες διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας με όρους «πασαλείμματος», όπου οι μαθητές καλούνταν να αποστηθίσουν σελίδες επί σελίδων, από τις οποίες φυσικά εν πολλοίς απαλείφονται ενοχλητικά, για κάποιους, εδάφια της ελληνικής ιστορίας, ενώ εμμονικά αναμασώνται κάποια άλλα. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος πως το μάθημα της ιστορίας είναι όντως θεμέλιο για την εθνική συνείδηση, το καίριο ζήτημα δεν είναι αν αυτή θα πρέπει να αναπτύσσεται (αφού, προφανώς, δεν είναι μόνο η ιστορική διδασκαλία που την επηρεάζει) αλλά το πώς αυτή θα πρέπει να αναπτυχθεί σύμφωνα με το τι μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία ορίζει ως τέτοια. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πει πως ένας πολίτης που γαλουχείται στην ιδέα να θεωρεί την ανεκτικότητα έναντι στο διαφορετικό ως στοιχείο της εθνικής του ταυτότητας, είναι το ίδιο ευάλωτος στην πλύση εγκεφάλου μιας επικίνδυνης ρητορικής, που βασίζεται σε μύθους φυλετικής ανωτερότητας και χρησιμοποιεί μια δήθεν καταπιεσμένη εθνική συνείδηση ως όχημα για να πείσει τα υποψήφια θύματά της πως κάποιοι άγνωστοι κακοί θέλουν το κακό της πατρίδας που τον έθρεψε. Όσο ο κίνδυνος της ακροδεξιάς παραμονεύει, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη, τόσο είναι αναγκαία όχι η κατάργηση της ανάπτυξης εθνικής συνείδησης ως στόχου ενός άρτιου εκπαιδευτικού συστήματος, αφού κάτι τέτοιο έχουμε δει πως καταλήγει όχημα ιδεολογικής επιβολής μιας «αλήθειας που μας την κρύβουν», αλλά η επαναδιατύπωσή της με όρους ανθρωπιστικούς, ιστορικά αληθείς και μεθοδολογικά ακριβείς.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, η Υπουργός Παιδείας, αλλά και εν τέλει η κυβέρνηση ως σύνολο, έχει την ευκαιρία να νοηματοδοτήσει εκ νέου την έννοια της εθνικής συνείδησης, διαχωρίζοντας τη θέση της, τόσο από νιχιλιστικές όσο και από εθνικιστικές προσεγγίσεις, και να την αφήσει ως παρακαταθήκη για τους μαθητές, αλλά και για το δημοκρατικό πολίτευμα εν γένει. Είναι ευνόητο πως κάτι τέτοιο κάθε άλλο παρά εύκολο θα αποδειχθεί, στην εθισμένη στη λογική της ήσσονος προσπάθειας και στους μύθους ελληνική κοινωνία. Ο τόκος, όμως, μιας τόσο ακριβής επένδυσης αποδεικνύεται πολύτιμος, όταν τελικά θα καταφέρει το έθνος «να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές».
Γεννηθείσα το 1997 και μεγαλωμένη μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, είναι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια των σπουδών της έχει πάρει μέρος σε αρκετές προσομοιώσεις στα όργανα των Ηνωμένων Εθνών (MUN), καθώς το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί τη μεγάλη της επιστημονική αγάπη, όπως επίσης και κύριο ακαδημαϊκό της ενδιαφέρον, μαζί με το Ποινικό Δίκαιο και την Πολιτική Φιλοσοφία.