Του Γιάννη Μυταυτσή,
Η χώρα βρέθηκε «παράλυτη» στις 2 Οκτωβρίου λόγω της 24ωρης απεργιακής κινητοποίησης απέναντι στον αναπτυξιακό νόμο που φέρνει η κυβέρνηση. Αντιληπτό έγινε ότι στην απεργία συμμετείχε σχεδόν κάθε φορέας που είναι απαραίτητος στην καθημερινότητα του πολίτη, δηλαδή οι δημόσιοι υπάλληλοι (εκπαιδευτικοί, περιφερειακοί υπάλληλοι, γιατροί) καθώς και η ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ όπως και τα ΜΜΕ.
Το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο θυμίζει εν πολλοίς τις απαιτήσεις του 2ου μνημονίου σχετικά με τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίες που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω της αδυναμίας του κυβερνητικού συνασπισμού να εκλέξει ΠτΔ, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές (Δεκέμβριος 2014). Πλέον, η Νέα Δημοκρατία, αξιοποιώντας στο έπακρο την ψήφο των πολιτών στις εκλογές του Ιουλίου, επαναφέρει το πολυνομοσχέδιο, πλήττοντας κατά κύριο λόγο το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα και παραμερίζοντας το μοναδικό μέσο εκπροσώπησης του εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα. Προφανώς το δικαίωμα στην ειρηνική διαδήλωση και απεργία το νέμεται ο κάθε εργαζόμενος πολίτης, διότι είναι ο μοναδικός τρόπος διεκδίκησης-προστασίας των συμφερόντων του στον εργασιακό τομέα.
Η διαδήλωση-απεργία στις 2 του Οκτώβρη εξετέθη απέναντι στον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και στην κατάργηση της εκπροσώπησης μέσω συνδικαλιστικών φορέων, ενώ υπήρξε η επιδίωξη για την επί ίσοις όροις αμοιβή και άσκηση άλλων εργασιακών δικαιωμάτων, όπως επεσήμαναν εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ. Η δε κυβέρνηση δήλωσε δια στόματος του πρωθυπουργού ότι: «Για μία ακόμη φορά, απεργούν οι λίγοι και ταλαιπωρούνται οι πολλοί!». Ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι μέσα από το συνδικαλιστικό κίνημα εκφράζονται οι λίγοι και όχι οι πολλοί, όπως επισήμανε, κάνοντας τον συνδικαλισμό επάγγελμα, προσπαθώντας κατ’ αυτόν το τρόπο να περιορίσουν τα δικαιώματα του εργαζομένου στην εργασία. Η αξιωματική αντιπολίτευση μέσω του Αλέξη Χαρίτση πλέον ξεχύνεται και πάλι στους δρόμους, συμμετέχοντας στις κινητοποιήσεις και κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση, ότι εξυπηρετεί τους «ελάχιστους», ξεχνώντας, μάλλον, τα μέτρα της πρώην Υπουργού Εργασίας, η οποία θέσπισε τη συμμετοχή 50+1% των εργαζομένων, για να βρίσκεται η απεργιακή κινητοποίηση σε απαρτία, με αποτέλεσμα η απεργία να καθίσταται με αυτόν τον τρόπο δύσκολη υπόθεση. Μάλιστα, ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη εφάμιλλο του ακραίου Όρμπαν. Από την άλλη πλευρά, το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται σε παρόμοια αντιπολιτευτική θέση, δείχνοντας ξεκάθαρα τη διαφωνία του με το νέο πολυνομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση, καθώς θεωρεί ότι με την πολιτική της καταστρατήγησης των συμφερόντων, χαμένοι είναι οι πολλοί. Το ΜΕΡΑ 25 δεν είναι τόσο μετριοπαθές όσο τα δυο προηγούμενα κόμματα, αλλά ξεσηκώνει το λαό να αντισταθεί, ενώ το ΚΚΕ περνά στην άμεση επίθεση και ζητά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αναζητήσει τους επαγγελματίες του συνδικαλισμού στο κόμμα του και όχι στους συνδικαλιστές που βγαίνουν στο δρόμο.
Παρ’ όλα αυτά, είναι γνωστό τοις πάσι ότι κανένα δικαίωμα δεν κερδήθηκε χωρίς αγώνα, είτε προσωπικό είτε συλλογικό. Γι’ αυτό, η κυβέρνηση οφείλει να προστατεύσει τη βάση της χώρας, τους εργαζόμενους, των οποίων πολλές φορές η μισθολογική απόδοση δεν αντιστοιχεί στην εργασιακή τους απόδοση, όταν ο κατώτατος μισθός κυμαίνεται στα 650 ευρώ μικτά και περίπου στα 550 καθαρά. Σε κάθε περίπτωση, ο κυβερνητικός μηχανισμός έχει υποχρέωση να σέβεται τα κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα, δηλαδή τον υγιή συνδικαλισμό και όχι να κόβει τα όποια προβλήματα εντοπίζονται από τη ρίζα του. Διότι τα εργασιακά δικαιώματα δεν έχουν κόμμα, ούτε εκπροσωπούνται από καμία παράταξη, παρά μόνο από το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα.
Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Χαλκιδικής. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Βυζαντινής Φιλολογίας - Παλαιογραφίας, στο ίδιο τμήμα. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαϊου ήταν υποψήφιος κοινοτικός σύμβουλος στην κοινότητα Αγίου Νικολάου.