Του Γιώργου Ναθαναήλ,
Ο Βάσος Φαληρέας, ένας εκ των σημαντικότερων γλυπτών της Ελλάδας του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1905 με καταγωγή από την Καρδαμύλη της Μάνης. Το 1924 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας έως το 1929 με καθηγητές τον Γιώργο Ιακωβίδη και τον Θωμά Θωμόπουλο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι το 1930.
Στη γαλλική πρωτεύουσα έμεινε έως το 1935, όπου εργάστηκε με τους γλύπτες Σαρλ Ντεσπιώ και Αριστίντ Μαγιόλ, ενώ ταυτόχρονα έμαθε χαρακτική από τον Δημήτριο Γαλάνη. Το 1937 κέρδισε το χρυσό μετάλλιο για το έργο του «Γαλήνη» στη Διεθνή έκθεση του Παρισίου, καθώς και δύο αργυρά για τα έργα του «Γυμνό» και «Κεφαλή». Τιμήθηκε με τον χρυσό σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α’ και το 1976 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1979 ήταν πρόεδρος της επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης απεβίωσε από συγκοπή. Το ημερολόγιο έδειχνε 7 Οκτωβρίου, όταν άφησε τη τελευταία του πνοή. Στις αρχές και στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πολλά έργα του παραχωρήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας.
Το πρώτο του έργο είναι στα 1926, το «Ηρώον των Μπιζενομάχων» στα Ιωάννινα, ενώ άλλα σπουδαία έργα του είναι το «Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς» το 1951 και το «Μνημείο του Λεωνίδα» στις Θερμοπύλες το 1955. Έχει φιλοτεχνήσει προτομές σπουδαίων προσώπων της ιστορίας. Μερικά απ’ αυτά είναι ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αλέξανδρος Παπάγος, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Λεωνίδας, ο Κωστής Παλαμάς, καθώς και οι βασιλείς της Ελλάδος, Γεώργιος Β’, Παύλος και Κωνσταντίνος Β’.
Η Ανώτατη Σχολή Καλών τεχνών ιδρύθηκε το 1837 και έγινε αυτοτελές τμήμα το 1930. Υπάρχουν πολλά εργαστήρια, τα οποία στεγάζονται στους χώρους της Σχολής, όπως αυτό της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της χαρακτικής. Βέβαια, σήμερα διδάσκεται νωπογραφία, τεχνική φορητών εικόνων, σκηνογραφία, ψηφιδωτό, γραφικές τέχνες, τεχνολογία υλικών, τεχνική μαρμάρου, ξύλου, μετάλλου, γυψοτεχνία και κεραμική.
Η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1900 και πρώτος διευθυντής της ορίστηκε ο Γεώργιος Ιακωβίδης. Με πολλά νομοθετήματα διασφαλίστηκε η αυτοτέλεια της Πινακοθήκης και επίσης της δόθηκαν τα έργα του Γεωργίου Αβέρωφ, που μέχρι τότε ανήκαν στο Πολυτεχνείο. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα έργα της κρύφτηκαν στα υπόγεια του Αρχαιολογικού Μουσείου.