12.8 C
Athens
Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2024

Μιλάτε ελληνικά;


Της Φρέριας Παπαθανασίου,

Ο Γάλλος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Κάρολος Φωριέλ, είπε -σε μικρή τροποποίηση- «Η Ελληνική έχει ομοιογένεια σαν την Γερμανική, είναι όμως πιο πλούσια από αυτήν. Έχει την σαφήνεια της Γαλλικής, έχει όμως μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει δηλαδή ότι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα». Υπό το πρίσμα αυτής της θεώρησης, διαθέτουμε την ανώτερη γλώσσα στην αξιολογική κλίμακα μιας γλωσσολογικής προσέγγισης, σε παγκόσμιο επίπεδο και σε χρονικό βεληνεκές που εκτείνεται από τα χρόνια των πρώτων φωνολογικών και φθογγολογικών εκφράσεων μέχρι και τον 21ο αιώνα, τον αιώνα της γλωσσικής αρτιότητας. Θα σταθούμε λίγο στην καταληκτική αυτή λέξη, τη λέξη αρτιότητα, η οποία μάλιστα θα καταστεί κεντρικός άξονας της πραγματείας αυτής. Οι περισσότεροι από εμάς θεωρούμε πως γνωρίζουμε άπταιστα την ελληνική γλώσσα, καθώς είναι η μητρική μας και η πλέον εφάμιλλη τόσο ακουστικά, όσο γραπτά και προφορικά. Μια λανθασμένη διατύπωση, εφόσον ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού υποπίπτει σε λεκτικά, σημασιολογικά, αλλά και ορθογραφικά λάθη σε καθημερινή βάση. 

Η Πρωτοελληνική Γλώσσα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 3000 π.Χ. και διέθετε επτά πτώσεις (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, αφαιρετική, τοπική, κλητική), τρεις φωνές (ενεργητική, παθητική, μέση) και τρεις αριθμούς (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός). Σημαντικό χαρακτηριστικό ήταν ο μουσικός τόνος, ο οποίος δεν αντιστοιχούσε σε αύξηση της έντασης της φωνής, αλλά σε αύξηση του τονικού ύψους. Θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως αρκετά περίπλοκη μορφή γλώσσας, στην πρωτεϊκή της φάση. Ωστόσο, μετήλθε διάφορων σταδίων και περιόδων, όπως Μυκηναϊκή, Ομηρική, Αρχαία, Ελληνιστική Κοινή και Μεσαιωνική ελληνική, τροποποιήθηκε προς εναρμόνιση με τις αντίστοιχες επιταγές σε διαλέκτους, όπως Αιολική, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Ομηρική, Μακεδονική και ιδιώματα, όπως Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός, προκειμένου να τελειοποιηθεί στη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα, τη Νέα ελληνική γλώσσα. 

Σε κύκλους αδαών, ο γλωσσικός σοβινισμός, ο ελληνοκεντρισμός και η χιμαιρική «επανελλήνισις της οικουμένης», ενισχύουν τη διαπίστευση ότι η Ελληνική γλώσσα διαθέτει 70.000.000 λήμματα. Προς καταβαράθρωση αυτής, αναφέρεται το μέγεθος των 500.000 λέξεων, της νέας ελληνικής μόνο. Προφανώς, αν συναθροίσουμε τους αρχικούς τύπους λέξεων των αρχαίων ελληνικών ανά τους αιώνες, τους κλίτους τους τύπους, τις άπαξ ειρημένες λέξεις στην εργογραφία των Ελλήνων, τα λήμματα στα νέα ελληνικά και τις κλιτές μορφές τους, τις λογοτεχνικές συλλήψεις των γλωσσοπλαστών, τις σύνθετες λέξεις, τους ιδιωματισμούς, την αργκώ, τα ιδιώματα και τις ξενικές εισροές που έχουν αφομοιωθεί, ο προαναφερθέν αριθμός καταρρίπτεται και αντικαθίσταται από πολλαπλάσιο μη συλλήψιμων ψηφίων. 

Ποια, όμως, είναι τα συνηθέστερα λάθη που κάνει ένας μέσος Έλληνας; Δε θα τα κατηγοριοποιήσουμε σε εκφραστικά, ορθογραφικά, γραμματικά, εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις μια λανθασμένη επιλογή εμπίπτει, αν όχι και στις τρεις, τουλάχιστον, στις δύο κατηγορίες. 

Πολλές φόρες, όντας οικοδεσπότες μιας συνάθροισης, θέλοντας να ευχαριστήσουμε τους παρευρισκομένους, χρησιμοποιούμε τη φράση «Ευχαριστώ όλους όσους ήρθαν». Ωστόσο, η επιλογή της αντωνυμίας «όσους» είναι λανθασμένη, ως προς την πτώση. Η σωστή έκφραση είναι «Ευχαριστώ όλους όσοι ήρθαν», καθώς το «όσοι» είναι υποκείμενο του ρήματος «ήλθαν» και σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες, το υποκείμενο ρήματος εντοπίζεται μόνο σε ονομαστική πτώση. Αν τώρα η συνάθροιση αυτή γνώρισε επιτυχία, σημαίνει ότι παρευρέθηκαν «περισσότεροι από έναν» ή «περισσότεροι του ενός» προσκληθέντες και όχι «περισσότεροι απο ένας». Αυτό συμβαίνει γιατί η πρόθεση «από» συντάσσεται με γενική και αιτιατική πτώση. Όχι με ονομαστική.  Στην ίδια, ακόμα, συνθήκη, αν η πρόσκληση στη συνάθροιση απευθύνεται σε πάσης ηλικίας πρόσωπα, τότε λέμε πως «Γίνονται όλοι δεκτοί ανεξαρτήτως ηλικίας» και όχι «ανεξαρτήτου ηλικίας». Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε τη χρήση επιρρήματος, ενώ στη δεύτερη επιθέτου στη γενική. Εμείς χρειαζόμαστε επίρρημα, μιάς και η ηλικία δεν είναι ανεξάρτητη. Ανεξάρτητη μπορεί να είναι μια κομματική παράταξη, δηλαδή απαγκιστρωμένη από συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις. Συνεχίζοντας στο ίδιο πλαίσιο, περιγράφοντας τον αριθμό των παρευρισκομένων σε ένα τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να πούμε «τόσο πολλοί ή πόσο πολλοί» ήταν και όχι «πόσοι πολλοί ή τόσοι πολλοί». Αυτό συμβαίνει διότι το «τόσο» και «πόσο» είναι επιρρήματα του ποσού, ενώ το «τόσοι» και «πόσοι» είναι ερωτηματικές αντωνυμίες.  Τέλος, στη συνάθροιση αυτή μπορεί να παρεκτραπούμε και να καταναλώσουμε θερμιδούχες τροφές. Στην περίπτωση αυτή, θα μαρτυρήσουμε πως «Εξοκέλλουμε» και δεν «εξοκείλλουμε». Ο τύπος «εξόκειλα» είναι παρελθοντικός, που λανθασμένα χρησιμοποιείται στον ενεστώτα. 

Σε μία άλλη συνθήκη, ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον που έχει διαπράξει ένα έγκλημα. Τότε, λέμε πως αυτός «εκτίνει ποινή» και όχι «εκτίει ποινή». Ωστόσο, αν και το πρώτο είναι πιο λόγιο, το δεύτερο είναι αποδεκτό ρήμα της αρχαίας ελληνικής, που στέκεται συντακτικά και νοηματικά στο λόγο. «Παρεμπιπτόντως» και όχι «παρεπιπτόντως», ο εγκληματίας έχει καθίσει στο «εδώλιο» του κατηγορουμένου και όχι στο «ειδώλιο». Τα ειδώλια αποτελούν το πρώτο δείγμα τέχνης του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και ήταν τόσο μικρά σε μέγεθος, που σίγουρα δεν επέτρεπαν σε κάποιον να καθίσει σε αυτά. Στην περίπτωση αυτή, έχουν επιστρατευτεί ορισμένες μέθοδοι και έχουν ληφθεί παράμετροι. Τα ουσιαστικά «μέθοδος» και «παράμετρος» είναι θηλυκά και δε συνοδεύονται από την αντωνυμία «αυτοί» στον πληθυντικό. Παραμένοντας στην ίδια συνθήκη, αν για παράδειγμα έχω αναλάβει την ψυχολογική επανένταξη του εγκληματία στην κοινωνία, αλλά ο δείνα δεν επιδέχεται νουθετήσεων, τότε αναφέρω πως «έχω απαυδήσει» και όχι «έχω απηυδήσει». Το ρήμα είναι «απαυδώ», με παρελθοντικό χρόνο το «απηύδησα». Η διαδικασία νουθέτησης περιλαμβάνει επανάληψη μιας σειράς θετικών ενεργείων. Σαν ειδικοί, θα προτρέψουμε τον εν νουθεσία «Εσύ επανάλαβε την προσπάθεια αύριο», χρησιμοποιώντας προστακτική. Δε θα πούμε «επενέλαβε», διότι η προστακτική δεν παίρνει παρελθοντική αύξηση. Αντίστοιχη περίπτωση και το «παράγγειλε», αντί «παρήγγειλε». Στόχος είναι ο εγκληματίας να μην «επαναλάβει» την ενέργειά του. Όχι να μην «ξαναεπαναλάβει». Δε χρησιμοποιούμε το «ξανά» ως συνθετικό, εφόσον η έννοια του προθύματος ενέχεται στο ίδιο το ρήμα.

Πηγή εικόνας: tilestwra.com

Σε μία τρίτη συνθήκη, βρισκόμαστε σε μια κεντρική λεωφόρο και αντιμετωπίζουμε κίνηση σε ώρα αιχμής. Τότε αναφερόμαστε σε «κυκλοφοριακή συμφόρηση». Ο όρος «κυκλοφορικός», αφορά μόνο στο σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού.  Πολύ βασικό είναι να διαχωρίσουμε την έννοια «άμεσα» και «αμέσως». Στην πρώτη περίπτωση, αναφερόμαστε με τροπικό επίρρημα σε κάτι, «πρέπει να φτάσω στον προορισμό άμεσα», ενώ στη δεύτερη περίπτωση με χρονικό επίρρημα, «θα ενημερώσω για την καθυστέρηση αμέσως». 

Σε μία τέταρτη συνθήκη, θέλουμε να αγοράσουμε ένα διαμέρισμα, το οποίο να καλύπτει κάποιες ανάγκες μας. Αυτό σημαίνει ότι επιθυμούμε να «πληροί ορισμένες προϋποθέσεις» και όχι «πληρεί». Το ρήμα κλίνεται με βάση τα αρχαία ελληνικά, στην ευκτική. «Γνωστό τοις πάσι» και όχι «της πάση», ότι επιθυμούμε να είμαστε νόμιμοι στις διαδικασίες. Έτσι, νομικά, η «ψιλή κυριότητα» δίνεται σε ένα πρόσωπο έμπιστο και οικονομικά κατάλληλο. Δεν αναφερόμαστε σε «υψηλή κυριότητα», ούτε σε «ψηλή». 

Τα προαναφερθέντα είναι ορισμένα από τα λάθη που κάνουμε κατά τη χρήση του νεοελληνικού λεξιλογίου. Ωστόσο, αρκετές εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής έχουν διεισδύσει στον ρέοντα λόγο, εκφράσεις που μερικές φορές, λόγω κεκτημένης ταχύτητας, προφέρουμε λάθος. 

Πολλές φορές, εντάσσουμε στο λόγο μας τη λόγια φράση «Εκ των ων ουκ άνευ», για κάτι που είναι επιβεβλημένο, που συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση. Ωστόσο, η εν λόγω φράση αρκετά συχνά αναφέρεται ακρωτηριασμένη, καθώς παραλείπεται η αναφορική αντωνυμία ων: «εκ των ουκ άνευ». Εξοβελίζουμε, δηλαδή, το κύριο δομικό συστατικό της πρότασης. Μια ακόμη ευρέως χρησιμοποιούμενη φράση είναι η εξής: «υπέρ του δέοντος», για κάτι που έχει συμβεί σε υπερβολικό βαθμό. Μια ακόμη λανθασμένη επιλογή, καθώς το σωστό είναι «υπέρ το δέον». Η πρόθεση «υπέρ», όταν συντάσσεται με γενική, αναφέρεται σε κάτι που γίνεται προς υπεράσπιση, βοήθεια ή ωφέλεια κάποιου, π.χ. «Έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος». Συχνά, κάνουμε λόγο για αποφάσεις που λήφθηκαν «ελαφράς τας καρδίας». Αδύνατο να ληφθούν κατά τον τρόπο αυτό, εφόσον το σωστό είναι «ελαφρά τη καρδία», αρχαιοελληνική σύνταξη με δοτική ενικού. Τέλος, κάποιος γίνεται αντιληπτός «επί το έργον» και όχι «επί τω έργω». Μια σύγχυση πτώσεων, αφού η δεύτερη προφορά θεωρείται εγγύτερη της αρχαίας ελληνικής λόγω πτώσης.

Η μνεία που γίνεται στα συγκεκριμένα γλωσσικά ολισθήματα, αδυνατεί σαφώς να τα συμπεριλάβει όλα. Υπάρχουν λάθη, ορθογραφικά και συντακτικά, στα οποία προβαίνει ο καθένας λόγω βιασύνης ή απροσεξίας, λάθη προφορικά λόγω παρανόησης ή κακής ακουστικής μνήμης και μίμησης. Άλλωστε, είναι αδύνατο να αποστηθίσουμε την ορθή γραπτή αποτύπωση, την προφορά, τη σύνταξη τόσων λημμάτων και των ιδιαίτερων τύπων τους, αλλά και την ιδιάζουσα συνδυαστική νεοελληνικών, αλλά και αρχαιότερων ρήσεων. Αυτό, όμως, που εμπίπτει των δυνατοτήτων μας είναι η διόρθωσή τους, όταν τα εντοπίζουμε ή μας επισημαίνονται. Άλλωστε, όπως είπε και ο Κομφούκιος, «Το να μη διορθώνει κανείς τα λάθη του είναι μεγάλο λάθος». 


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Φρέρια Παπαθανασίου
Φρέρια Παπαθανασίου
Γεννήθηκε στις 26 Μάϊου 1998, στην Αθήνα όπου και διαμένει σήμερα. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Κλασικής Φιλολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολουθεί συνέδρια, διαλέξεις και ημερίδες που αφορούν το αντικείμενο της. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με τη λογοτεχνία, την ποίηση, την τέχνη. Την ενδιαφέρουν επίσης τομείς όπως ψυχολογία, κοινωνιολογία και εγκληματολογία αλλά και η έρευνα.