Του Χρήστου Αμανατίδη,
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ο πιο πολύνεκρος απ’ όσους πολέμους προηγήθηκαν και αντί να σταματήσει τις συγκρούσεις όπως όλοι ήλπιζαν, κατόρθωσε μόνο να θέσει τα θεμέλια για νέες, ακόμα πιο καταστροφικές. Παρόλο που όλες οι δυνάμεις που συμμετείχαν σε αυτόν φέρουν μερίδιο ευθύνης, μιας και στο όνομα των εθνικών της στόχων η κάθε δύναμη έθετε την ειρήνη υπό καθεστώς απειλής, ο μεγαλοϊδεατισμός της Γερμανίας την ανέδειξε ως τη δύναμη με τις πιο επικίνδυνες επιδιώξεις.
Για όλους τους πολέμους, όμως, υπάρχουν πάντα λιγότερο εμφανείς λόγοι και αυτοί είναι οικονομικά συμφέροντα. Όταν οι διπλωματικοί ελιγμοί αποτυγχάνουν, η ένοπλη αναμέτρηση είναι αναπόφευκτη και ο «Μεγάλος Πόλεμος» δεν αποτελεί εξαίρεση.
Μέχρι το 1870, η Βρετανία απολάμβανε την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στο χώρο της οικονομίας, λόγω της θέσης της ως το πρώτο έθνος που βιομηχανοποιήθηκε και της έμφασης που έδινε στον «δημιουργικό αυτοσχεδιασμό». Αλλά, η δεύτερη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης, που εκδηλώθηκε την περίοδο 1870-1914, μετέφερε το κέντρο βάρους από τη Βρετανία στη Γερμανία, που έδινε προτεραιότητα στην επιστημονική κατάρτιση. Έτσι, η Γερμανία κατόρθωσε να ξεπεράσει τη βρετανική παραγωγή, κυρίως σε σίδηρο και χάλυβα. Παράλληλα, ξεπέρασε και το εθνικό εισόδημα της Γαλλίας. Ακόμα και έτσι, όμως, η Βρετανία και ως ένα μικρότερο βαθμό η Γαλλία, ήταν οι βασικοί ανταγωνιστές της Γερμανίας στον χώρο των επενδύσεων και της ενισχυμένης επιρροής που είχαν στις περιοχές που γίνονταν αυτές οι επενδύσεις. Οι εξαγωγές βρετανικών και γαλλικών κεφαλαίων στη διεθνή αγορά, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις αποικίες τους ή τις γαλλικές επενδύσεις στην τσαρική Ρωσία, προκάλεσαν αύξηση του συμβολικού κεφαλαίου που συνδεόταν με αυτές τις χώρες. Στον αντίποδα, η Γερμανία αναδείχθηκε ως η τελευταία αποικιακή δύναμη, λόγω της καθυστερημένης ενοποίησης του γερμανικού κόσμου, που κατέστη δυνατή μόλις το 1871 και της αρχικής περιφρόνησης του καγκελαρίου Μπίσμαρκ πάνω στο αποικιακό ζήτημα. Επομένως, η Γερμανία ερχόταν διαρκώς σε διαφωνίες με τις ήδη διαμορφωμένες αποικιακές δυνάμεις, όπως αποδεικνύουν οι κρίσεις του Μαρόκου που την έφεραν στα πρόθυρα του πολέμου με τη Γαλλία, το 1905 και το 1911. Σε αυτό το πρόβλημα για τη γερμανική οικονομία έρχονταν να προστεθούν και η εξαγωγή όλο και μικρότερων γερμανικών κεφαλαίων και το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, τα οποία περιόριζαν την παγκόσμια επιρροή της Γερμανίας.
Με όλες αυτές τις ανακατατάξεις στην οικονομική σκακιέρα είναι απολύτως λογικό να επηρεαστούν και οι διεθνείς σχέσεις. Στα χρόνια της θητείας του ως ο πρώτος Γερμανός καγκελάριος, ο Μπίσμαρκ είχε καταφέρει να αποκόψει πλήρως, το 1882, τη Γαλλία από κάθε ηπειρωτική βοήθεια σε περίπτωση σύγκρουσής της με τη Γερμανία, ενώ η Βρετανία εφάρμοζε τότε την πολιτική της «λαμπρής απομόνωσης». Έτσι, η Γαλλία δε θα διακινδύνευε να ξαναπολεμήσει με τη Γερμανία για να την εκδικηθεί για την ήττα της στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Το διπλωματικό οικοδόμημα, όμως, του Μπίσμαρκ κατέρρευσε στη διάρκεια της περιόδου 1890-1907, όταν η Γερμανία έχασε τη φιλία των μέχρι τότε Ιταλών και Ρώσων συμμάχων της και η Βρετανία εγκατέλειψε τον απομονωτισμό της και σύναψε συμφωνίες με τη Γαλλία και τη Ρωσία, που είχαν ήδη συνδεθεί μεταξύ τους με τη «Γαλλορωσική Συνεννόηση», το 1890. Πεπεισμένη πως είναι περικυκλωμένη από εχθρούς, η Γερμανία απέκτησε εμμονή με τη διατήρηση της συμμαχίας με την Αυστροουγγαρία και δήλωσε πως θα την υποστηρίξει σε περίπτωση πολέμου. Μερίδιο σε αυτή την τοποθέτηση, όμως, είχε και η Βρετανία, που εξακολουθούσε να καλοπιάνει τη Γαλλία και τη Ρωσία, ακόμα και αν αυτή η -πλέον ξεπερασμένη- πολιτική, σήμαινε επιδείνωση των βρετανικών σχέσεων με τη Γερμανία.
Οι συμμαχίες οριστικοποιήθηκαν το 1907: Η Τριπλή Συμμαχία Γερμανίας, Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας και η Εγκάρδια Συνεννόηση Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ακόμα και αυτοί οι συνασπισμοί, όμως, ήταν ασταθείς και εξασθενούσαν διαρκώς. Κάθε μία από τις έξι προαναφερόμενες Μεγάλες Δυνάμεις έτρεφε φιλοδοξίες που απειλούσαν το διεθνές σκηνικό, όπως η αόριστη επέκταση προς ανατολάς της Γερμανίας, η επιθυμία της Αυστροουγγαρίας για επέκταση και αυξημένη επιρροή στα Βαλκάνια ή η κατάληψη των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων από την τσαρική Ρωσία.
Σε αυτή την εξίσωση, όμως, ήρθε να προστεθεί ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο: τα εθνικιστικά κινήματα που είχαν μια καλπάζουσα άνοδο στις αρχές του 20ου αιώνα και οδηγούσαν σε νέες διπλωματικές κινήσεις. Οι Σέρβοι διεκδικούσαν τις περιοχές της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, τις οποίες προσάρτησε η Αυστροουγγαρία το 1908. Στο όνομα του πανσλαβισμού, η Ρωσία ως το ισχυρότερο Σλαβικό κράτος παρείχε υποστήριξη στους Σέρβους. Αντίστοιχα, η Γερμανία παρείχε τη δική της υποστήριξη στην Αυστροουγγαρία. Αυτή η γενικευμένη υποστήριξη είναι που θα αποβεί καταστροφική, όταν οι Σέρβοι συνειδητοποίησαν πως οποιαδήποτε προσπάθειά τους να δημιουργήσουν τη «Μεγάλη Σερβία» προσέκρουε στους Αυστριακούς, με επιτομή αυτής της σύγκρουσης τη δραστική παρέμβαση των τελευταίων στη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους στο υπογάστριο της Σερβίας, το 1912. Συνέπεια αυτών των διενέξεων, η δολοφονία του Αυστριακού αρχιδούκα στις 28 Ιουνίου του 1914 από Σέρβους εθνικιστές και η επακόλουθη έκρηξη στην «ευρωπαϊκή πυριτιδαποθήκη», με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Βιβλιογραφία
- Nial Ferguson, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στρατιωτική, οικονομική και κοινωνική ιστορία 1914-1918. Σελίδες 117-119, 126-128, 133-135
- E. M. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία, Ο δυτικός πολιτισμός: Νεώτεροι χρόνοι, Σελίδες 680-684, 693, 791-795, 798-799 και 800-803
- Βασίλης Ραφαηλίδης, Λαοί της Ευρώπης καταγωγή και χαρακτηριστικά, σελίδα 16
Γεννημένος το 1999 και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Ασχολείται με τον εθελοντισμό, συμμετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια, ενώ σε μικρότερη ηλικία είχε κάνει και μαθήματα σε θεατρική ομάδα. Ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την σύγχρονη ιστορία και τη ζωολογία.