Του Φώτη Τεγόπουλου,
Η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας και χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια, διαφόρων ειδών προβλήματα και εντάσεις, αλλά και από την επιθυμία της πλειοψηφίας των πολιτών για ένταξη στην ΕΕ, ως το μοναδικό μέσο για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους, τη φιλελεύθερη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι εύκολα, μιας και μέσα στην Ένωση υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα, διαφωνίες και πλήθος προκλήσεων, ενώ οι χώρες της περιοχής νιώθουν “παραμελημένες” από τις Βρυξέλλες, περιμένοντας επί χρόνια στον προθάλαμό τους, ενώ τρίτες δυνάμεις στην περιοχή κάνουν όλο και πιο έντονη στην περιοχή την παρουσία τους.
Στο σημείο αυτό, ας κάνουμε μια αναφορά στις υπό συζήτηση χώρες και στα δεδομένα γύρω από αυτές: η Αλβανία, υποψήφια χώρα από το 2014, ταλανίζεται από εσωτερική αστάθεια και πολλά πολιτικά ζητήματα, με τις εθνικιστικές εξάρσεις να είναι εμφανείς ελέω του οράματος της “Μεγάλης Αλβανίας”. Η διαφθορά είναι ενδημική σε πολλές εκφάνσεις της δημόσιας ζωής, με τους πολίτες να διαμαρτύρονται εντόνως για τα εσωτερικά τεκταινόμενα και την ανησυχία να είναι έκδηλη στα μάτια τους. Η Β. Μακεδονία αναμένει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ εντός του 2020, είναι υποψήφια χώρα ήδη από το 2005 και προσπαθεί να σταθεροποιηθεί πολιτικά και κοινωνικά, έχοντας υπογράψει και κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, εφαρμόζοντάς τη (ή μη;) στο εσωτερικό και τα διεθνή φόρα. Η μετριοπαθής της ηγεσία προσπαθεί να υλοποιήσει διαρθρωτικές αλλαγές, ικανές να τη φέρουν πιο κοντά στην ΕΕ, έχοντας λάβει και τα εύσημα του διεθνούς παράγοντα για την επίλυση του ονοματολογικού με την Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα.
Τι συμβαίνει στην ΕΕ αυτή την στιγμή ως προς το ζήτημα; Θα λέγαμε πως τα πράγματα είναι μοιρασμένα μεταξύ των κρατών–μελών, καθώς ναι μεν υπάρχουν χώρες που επιθυμούν να δοθεί η πολυπόθητη ημερομηνία για την έναρξη των διαπραγματεύσεων τον Οκτώβριο, ωστόσο η αντίθεση της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Δανίας μπλοκάρει την όλη διαδικασία. Οι λόγοι πίσω από αυτές τις αντιρρήσεις είναι η επιθυμία της πρώτης για εμβάθυνση και μεταρρύθμιση των θεσμών της ΕΕ, ενώ οι άλλες δύο προτάσσουν επιχειρήματα για την ανεπαρκή καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. Η Κομισιόν έχει ανάψει πράσινο φως για τη χορήγηση ημερομηνίας, ωστόσο, δέχεται επικρίσεις για την απόφασή της αυτή ειδικά ως προς την Αλβανία, όπου τα προβλήματα στο κομμάτι αυτό είναι εμφανή. Η θετική γνωμοδότηση και της Γερμανικής Βουλής τις προηγούμενες μέρες συνιστά μια θετική εξέλιξη, καθώς πρόκειται για μια περίπτωση κράτους, για την ένταξη του οποίου υπήρχαν επικρίσεις αναφορικά με την παροχή ημερομηνίας, ωστόσο, τα εμπόδια μάλλον φαίνεται πως ξεπερνιούνται.
Επιστρέφοντας στο βασικό θέμα υπό συζήτηση, ας δούμε γιατί είναι χρήσιμο αυτές οι δύο χώρες να λάβουν την ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων για ένταξη. Πρώτα απ’ όλα, παρά τις δεδομένες και σε μεγάλο βαθμό εύλογες ανησυχίες για τα θέματα που εθίγησαν προηγουμένως, μια τέτοια απόφαση είναι πιθανό να ενισχύσει το ρεύμα υπέρ των μεταρρυθμίσεων στις χώρες αυτές, καθώς θα υπάρχει στον ορίζοντα ένα σαφές χρονοδιάγραμμα, μέσα στο οποίο θα γίνουν τα απαιτούμενα βήματα. Παράλληλα, η έναρξη των διαπραγματεύσεων θα ενισχύσει σημαντικά τις κυβερνήσεις αυτών των κρατών, καθώς θα τους δώσει νέα πνοή σε ό,τι έχει να κάνει με τις προσπάθειες για εναρμονισμό με τα κοινοτικά standards, καθώς ο κίνδυνος μιας περεταίρω αποσταθεροποίησης είναι ορατός και σε καμία των περιπτώσεων η Ένωση δε θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο.
Ταυτόχρονα, στέλνεται το μήνυμα στους πολίτες των δύο χωρών αυτών ότι η ΕΕ δεν τους εγκαταλείπει, είναι κοντά τους και τους δίνει το δικαίωμα να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον, υποστηρίζοντας το φιλοευρωπαϊκό μπλοκ στο εσωτερικό και ανεβάζοντας σημαντικά τα ποσοστά αποδοχής της. Σε κάθε περίπτωση και μιλώντας με όρους ρεαλισμού, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται τα πολλά εμπόδια που υφίστανται, καθώς και η επιτακτική εφαρμογή κατά γράμμα των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων. Η δε Ελλάδα, ως γειτνιάζουσα χώρα με την Αλβανία και τη Β. Μακεδονία, οφείλει να ζητήσει την απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων και συμφωνιών που την αφορούν, όπως της συμφωνίας περί προστασίας των μειονοτήτων και της συμφωνίας των θαλασσίων ζωνών στην πρώτη περίπτωση, και φυσικά στη δεύτερη, την απρόσκοπτη υλοποίηση των διατάξεων των Πρεσπών.
Κλείνοντας, πρέπει να αναγνωριστεί πως η χορήγηση ημερομηνίας είναι μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη, με ομοφωνία και ευρύτατες συναινέσεις να απαιτούνται, παρά ταύτα είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο σε πολλά επίπεδα και μπορεί να βοηθήσει πολύ την προσπάθεια των δύο χωρών αυτών για ένταξη, αρκεί φυσικά και εκείνες να δείξουν τη δέουσα σοβαρότητα και να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα. Η Σύνοδος Κορυφής είναι εξαιρετικά σημαντική στα μέσα Οκτωβρίου και πιστεύουμε πως θα έχει θετικά αποτελέσματα, καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα θέμα που δε μπορεί να περιμένει άλλο ούτε χωρούν επί αυτού επιπλέον αναβολές. Οι γείτονές μας, όπως κάθε κράτος, δικαιούνται ένα καλύτερο μέλλον, ας συνδράμουμε!
Μεταπτυχιακός φοιτητής του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, με εξειδίκευση στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ. Απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς, με καταγωγή από την Λάρισα. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα άπτονται των διεθνών σχέσεων, των ευρωπαϊκών θεμάτων, της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Συγγράφει άρθρα εδώ και πέντε έτη.