Της Σάντυ Μακκού και του Γιάννη Βεργίδη,
– «Όχι». Μια τόσο μικρή λέξη, αποτελούμενη μόνο από τρία γράμματα, κουβαλά πάντα ένα τόσο μεγάλο βάρος.
– «Ναι». Μια τόσο μικρή λέξη, αποτελούμενη μόνο από τρία γράμματα, κουβαλά πάντα ένα τόσο μεγάλο βάρος;
– Μπορούν, άραγε, να θεωρηθούν συγγενικές έννοιες ως προς το περιεχόμενό τους ή είναι καταδικασμένες να βρίσκονται αιωνίως σε ρήξη;
– Αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές στάσεις. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται ποτέ να συμβαδίσουν, το θέμα είναι η ισορροπία ανάμεσά τους.
– Έστω, λοιπόν, ότι ποτέ δε θα καταφέρουμε να τις ταυτίσουμε, η μεταξύ τους ισορροπία δεν προδικάζει κατά μία έννοια τη χροιά τους, σε θετική και αρνητική αντίστοιχα;
– Δε θα το έλεγα. Η τελική αλληλουχία είναι, στο τέλος, αυτή που θα εξετάσουμε και θα κρίνουμε ως αρνητική ή ως θετική… μέχρι τότε, ο κάθε ένας από εμάς πρέπει να τα δει αμφότερα ως «εργαλεία» για την κατεύθυνση που θέλει να πάρει. Για άλλους, θα είναι η ευκολία στη κατάφαση και για άλλους, η σιγουριά της άρνησης.
– Κατ’ εμέ, η κατάφαση ή μάλλον -για να είμαστε πιο ακριβείς- η συμμόρφωση ή η συγκατάβαση, μόνο εύκολη δε δύναται να αποβεί. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαμε να πούμε πως τείνει περισσότερο προς τη «δειλία», μια δειλία που έγκειται στη συνήθεια και τον φόβο μιας ενδεχόμενης νέας προσαρμογής σε μια κατάσταση.
– Άρα το «ναι» είναι κάπως… «εθιστικό» θα λέγαμε. Αυτός ο «εθισμός» όμως, δεν συνεπάγεται με την αβουλία;
– Θα μπορούσε κάλλιστα, σαφώς. Ένας γνώστης της ψυχολογίας θα παραλλήλιζε αυτή τη συνθήκη με κάποιο σύνδρομο. Προσωπικά, μου θυμίζει αυτό της Στοκχόλμης, όπου το θύμα «ερωτεύεται» τον θήτη. Έτσι κι ο άνθρωπος, μπροστά στη θέα αυτού του μεγάλου διλήμματος, έχει πολλές φορές την τάση να γοητεύεται από την υποταγή του σ’ εκείνα που κάποιος άλλος του «επιτάσσει», έμμεσα ή άμεσα.
– Γοητεία προς το διαφορετικό;
– Σίγουρα. Βρίσκεται σε μία άλλη πτυχή του «ναι». Εκείνη που, με μόνο μία θετική σου απόκριση, σου ανοίγει δρόμους προς νέες κατευθύνσεις, πράγματα που θες ή δεν είχες φανταστεί ποτέ πως θες να ζήσεις. Αν μπορούσα να ορίσω με ένα μόνο λεκτικό σύνολο την εν λόγω κατάσταση, θα ήταν το εξής: η γοητεία του αγνώστου. Ενός περιπετειώδους και όχι τόσο σκοτεινού αγνώστου. Κι επειδή πάλι πετιούνται άξαφνα στο μυαλό μου κοινά στοιχεία… κάτι αντίστοιχο δε θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και στον κόσμο του «όχι»;
– Το «όχι» μπορεί να θεωρηθεί εχθρός του αγνώστου. Μπορεί, όμως, να είναι και η αρχή για κάτι το διαφορετικό. Έχει χαρακτήρα αλλιώτικο, μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί την απαρχή της προσκόλλησης, αλλά και την αποτίναξή της. Εκεί, ίσως, βρίσκεται ο ρομαντισμός της άρνησης.
– Λεπτή η γραμμή που διαχωρίζει τις δύο αντίθετες πλευρές και τους δύο όρους. Παρ’ όλα αυτά, συνήθως δεν τολμούμε να προσεγγίσουμε αυτή τη γοητεία. Αισθάνομαι κι εγώ πολλές φορές -σαν άνθρωπος– έρμαιο, ένας μικρός «σκλάβος» που δεν έμαθα, ίσως, ποτέ μου να προφέρω τη λέξη «όχι»· παρότι λέγεται πως απ΄ τη φύση μας έχουμε την τάση να φέρουμε αντίρρηση στα πάντα.
– Αρκετά οξύμωρο αυτό που λες. Ίσως φέρνουμε αντίρρηση στα λάθος πράγματα -στιγμιαία έστω- ή έχουμε αδυναμία κρίσης για να ξεχωρίσουμε πότε πρέπει να αρνηθούμε κάτι.
– Και πώς μπορούμε να καταλάβουμε πότε κάτι είναι λάθος ή σωστό; Ή αν θα μείνει σταθερό ως προς αυτόν του τον χαρακτηρισμό; Στην ουσία, απλώνεται μπροστά μας ένας ακόμη φαύλος κύκλος μεταξύ δύο αντίθετων εννοιών. Και ερωτώ· μήπως αυτό είναι και το σφάλμα μας;
– Από λάθος σε λάθος ανακαλύπτει κανείς ολόκληρη την αλήθεια. Τουλάχιστον αυτό μας διδάσκει ο Φρόυντ. Άρα, βρίσκουμε αυτό που ψάχνουμε μεταγενέστερα και παίρνουμε το μάθημα που είναι να πάρουμε… τη συνταγή για το ναι και το όχι τη βρίσκει κανείς στη «νεκροψία».