Της Κωνσταντίνας Μαρίνας Χριστοφή,
Η Τζέιν Ώστεν, μία από τις κορυφαίες γυναίκες συγγραφείς της κλασσικής λογοτεχνίας -ίσως άθελά της- στο διαχρονικό της αριστούργημα με τίτλο: «Περηφάνια και Προκατάληψη», κατάφερε να αποτυπώσει με τον πιο γνήσιο και λεπτομερή τρόπο τη μορφή και την ουσία της γυναίκας κατά τον 18ο-19ο αιώνα. Μία γυναίκα, η οποία αποτελεί το σπουδαιότερο δημιούργημα του πατέρα της, το κομψότερο στολίδι του συζύγου της και τον ακρογωνιαίο λίθο του νοικοκυριού της. Μία γυναίκα με άρωμα ρόδου, λευκά χέρια, με έντονη αγάπη για το πιάνο και τις βεγγέρες. Μία γυναίκα, η οποία αποτελεί τον αντικατοπτρισμό χιλιάδων όμοιων γυναικών. Στο μυαλό της καυστικής μυθιστοριογράφου, μία τέτοια αντανάκλαση δεν μπορεί παρά να είναι μία ψευδαίσθηση κι οφθαλμαπάτη του γυναικείου φύλου. Η Τζέιν Ώστεν καθόλου άθελα, σκιαγραφεί στην πραγματικότητα την καρικατούρα του ανδρικού φύλου της εποχής.
Ο άνδρας της εποχής ήταν συνήθως ένας αρρενωπός κύριος με περιποιημένο μουστάκι, ημίψηλο καπέλο και ραμμένο κουστούμι. Παρακολουθούσε ομιλίες, λογοτεχνικές μάχες, απολάμβανε απαγγελίες ομοίων του και είχε το παράσημο του «κυρίου του σπιτιού». Δεν ήταν κανένας τσαρλατάνος, απλά είχε συνηθίσει στη σύνταξη της κοινωνικής δομής να έχει το ρόλο του υποκειμένου, ενώ η γυναίκα το ρόλο του αντικειμένου. Βέβαια, η πραγματικότητα δεν ταυτίζεται με την εύγλωττη αφήγηση της αριστοκρατικής ελίτ που περιγράφει η βρετανίδα συγγραφέας. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες, έως και τα τέλη του 19ου αιώνα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχαν κηρυχθεί σε αφάνεια… Πράγματι, κυριότερη ενασχόλησή τους ήταν η ανατροφή της οικογένειάς τους, η ικανοποίηση του συζύγου τους, η φροντίδα του σπιτιού και σε ορισμένες περιπτώσεις, η προσωπική τους γαλούχηση με την εκμάθηση ορισμένων τεχνών προσφιλών στο γυναικείο φύλο, όπως η μουσική, η ανάγνωση, η ύφανση ή και η ποίηση. Οι άντρες, αντιθέτως, ήταν υπεύθυνοι για τη συντήρηση του νοικοκυριού τους, δεδομένου ότι μόνο εκείνοι εργάζονταν και είχαν δικαίωμα σε μία τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση. Απολάμβαναν την «κοινωνική πομπή», κατείχαν πολιτικά δικαιώματα και στο πλαίσιο της προσωπικής τους ζωής, εξέφραζαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Στη συγκεκριμένη παθολογική κατάσταση βρήκε πρόσφορο έδαφος το τόσο κραυγαλέο κίνημα του φεμινισμού. Ετυμολογικά (φεμινισμός>femme=γυναίκα), η συγκεκριμένη θεωρία αποτελεί αμάγαλμα ηθικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων, με επίκεντρο την ίδια τη γυναίκα και τη θέση της στην κοινωνία υπό την ευρεία έννοια. Το κίνημα του φεμινισμού πρεσβεύει την εξάλειψη ανισοτήτων μεταξύ των δύο φύλων, την ισότιμη αντιμετώπισή τους και την παροχή ομοίων δικαιωμάτων και προνομίων, άνευ εξαιρέσεων.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες ώστε η παραπάνω ιδεολογία να πάψει να θεωρείται ως ένα ανεδαφικό και ουτοπικό θεώρημα. Το μεγάλο βήμα πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1887, όπου η Καλλιρρόη Παρρέν θέτει τις βάσεις για ένα μεγάλο εγχείρημα, την «Εφημερίς των Κυριών», ένα έντυπο το οποίο εκδιδόταν από τις γυναίκες για τις γυναίκες και απέβλεπε στη χειραφέτηση των γυναικών, στη μεταβίβαση, δηλαδή, από τον κλοιό της πατριαρχίας στην απόλυτη ορατότητα και ουσιαστική ύπαρξη, δράση και συνεισφορά. Η επόμενη απόπειρα του γυναικείου φύλου ήταν η εμπλοκή τους σε αστικές κυρίως υποθέσεις, όπως η διαχείριση της περιουσίας, η διεκδίκηση της κηδεμονίας ή η κατανομή της οικογενειακής προίκας. Από αυτό το σημείο και μετά, ξεκίνησε μία σταδιακή διείσδυση στον χώρο εργασίας, με την ανάληψη κυρίως ελεύθερων επαγγελμάτων όπως εκείνο της δημοσιογράφου, δακτυλογράφου ή της τηλεφωνήτριας. Χρονολογικό ορόσημο, ωστόσο, αποτέλεσε το 1930, όπου για πρώτη φορά δόθηκε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους και ότι ήταν εγγράμματες. Αρκετά χρόνια αργότερα, μετά από πολλές δυσκολίες και μία επτάχρονη δικτατορία, ορίστηκε συνταγματικά το 1975 -κατά τρόπο σταθερό κι αμετάκλητο- ότι όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
Με το πέρας 44 χρόνων, βρισκόμαστε στη φεμινιστική πραγματικότητα του 2019. Πολλές γυναίκες έχουν θριαμβεύσει σε χώρους που κάποτε φάνταζαν ακατόρθωτοι όπως η πολιτική, έχουν κατορθώσει να γίνουν μία σύγχρονη ινδική θεά Κάλι, η οποία μπορεί με τα πολλά της «χέρια» να είναι μητέρα, εργαζόμενη, αλλά και γυναίκα και φυσικά, σε πολλούς τομείς έχουν καταφέρει να αποκτήσουν ευκαιρίες ίσες με εκείνες των ανδρών. Πέραν, όμως, της προαναφερθείσας έκφανσης της ισόρροπης και ισάξιας αντιμετώπισης των δύο φύλων, η έννοια του φεμινισμού παρουσιάζει ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με την πρωτότυπη ιδέα και σε ορισμένες περιπτώσεις, μοιάζει περισσότερο με ένα αρπακτικό ανταρσίας. ένα αρπακτικό το οποίο τρέφεται από την ανισότητα των δύο φύλων, με τη μόνη διαφορά ότι πλέον ο ζυγός γέρνει προς τις γυναίκες. Πρόκειται για έναν φεμινιστικό σουρεαλισμό, όπου το γυναικείο φύλο επιδιώκει την υπέρβαση του ανδρικού και την καθυπόταξή του. Ειδικότερα, αφορά γυναίκες οι οποίες αντιμετωπίζουν το αντίθετο φύλο υποτιμητικά, σαν να ήθελαν σχεδόν να το αφανίσουν. Η παραπάνω αντίληψη μεταφράζεται στη βίαιη αντιμετώπιση των ανδρών, τη χρήση ανάρμοστης και περιφρονητικής φρασεολογίας απέναντί τους ή ακόμη και την εσκεμμένη πρόκλησή τους, ώστε να εξαχθεί εξ αυτών η πιο βάρβαρη πλευρά τους. Αρκετές είναι, επίσης, οι περιπτώσεις που γίνεται λόγος για τον αποκαλούμενο «σεξισμό» ή αλλιώς διάκριση των φύλων, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιο λογικό έρεισμα σε μία προσπάθεια απόδειξης ότι οι ισορροπίες ανάμεσα στα φύλα δεν έχουν αποκατασταθεί. Όλα φυσικά τα παραπάνω, τελούνται στο όνομα και για χάριν του φεμινισμού.
Παύση. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι δε δρουν ή σκέφτονται όλες οι γυναίκες έτσι. Τα προαναφερθέντα παραδείγματα περιγράφουν ακραίες συμπεριφορές, οι οποίες απορρέουν από μια εσφαλμένη αντίληψη της ιδεολογικής βάσης του φεμινισμού. Σαν γυναίκα υποστηρίζω ακράδαντα τη γυναικεία φύση, την ισότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων, ωστόσο, δεν επικροτώ τις απόπειρες που γίνονται προκειμένου να υποβιβαστεί το αντίθετο φύλο ή τις προσπάθειες που αποβλέπουν στην εσκεμμένη πρόκληση βίαιης συμπεριφοράς εκ των ανδρών, ως απόπειρα απόδειξης μίας κατώτερης και επιθετικής φύσης τους. Εξάλλου, μια τέτοια συμπεριφορά τοποθετεί τη γυναίκα στην τόσο κατακριτέα θέση που βρισκόταν ο άντρας προ δεκαετιών.
Συνοψίζοντας, στην κοινωνία του 21ου αιώνα -αν και έχει κάνει άλματα όσον αφορά τη θέση της γυναίκας- αδικίες και αναξιοκρατικές διακρίσεις εξακολουθούν να υπάρχουν, τόσο στον εργασιακό χώρο, όσο και στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, κάτι το οποίο εύχομαι να εξαλειφθεί σύντομα με παραγωγικές προσπάθειες κι όχι με το σχήμα της ανταρσίας. Κλείνοντας, λοιπόν, θα ήθελα να παραθέσω ένα γνωμικό της φεμινίστριας Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία εύλογα υποστήριξε «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι». Το ερώτημα, λοιπόν, είναι… εσύ ποια γυναίκα θες να γίνεις;
Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο τομέας που την ενδιαφέρει αρκετά όσον αφορά στη νομική, είναι εκείνος του ναυτικού δικαίου, ωστόσο την αγγίζουν έντονα και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Σε ένα έξω-νομικό πλαίσιο, λατρεύει ιδιαίτερα τη συγγραφή, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Τέλος, προσπαθεί να δραστηριοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο εθελοντικά καθώς υποστηρίζει έντονα τις αρχές της φιλανθρωπίας και ανιδιοτέλειας.