Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Η Ελλάδα κι η Κύπρος, σύμφωνα με αναλύσεις του ΔΝΤ που εξέτασαν 133 κρίσεις σε 92 κράτη, είναι οι μοναδικές ευρωπαϊκές χώρες που δοκιμάστηκαν από βαθιά και απότομη ύφεση την περίοδο 1960-2017. Η περίπτωση της Κύπρου, όμως, αφορά την περίοδο της τουρκικής εισβολής, ενώ η περίπτωση της Ελλάδας αφορά τη μνημονιακή περιπέτεια, καθώς το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 26% στα χρόνια της κρίσης (IMF, 2018). Ως άμεση συνέπεια, τα ελληνικά νοικοκυριά μείωσαν την καταναλωτική τους δαπάνη κατά 30% και μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού βρέθηκε σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Συγκεκριμένα, το 2017 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 34,8%, δηλαδή 3.701.800 άτομα (ΕΛ.ΣΤΑΤ, 2018).
Το θέμα της παρούσας μελέτης είναι η παιδική φτώχεια, καθώς ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών το 2017 ήταν 24,5% (ΕΛ.ΣΤΑΤ, 2018). Παρόλο που σε σχέση με το 2016 υπήρξε μείωση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες και παρατηρείται βελτίωση όλων των δεικτών, η έκθεση του ΟΟΣΑ έδειξε ότι η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα έχει τριπλασιαστεί τα χρόνια της κρίσης, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη αύξηση, ενώ ακολουθεί η Ισπανία και η Ιταλία (OECD, 2015). Τέλος, βάσει των δεδομένων της Eurostat (Διάγραμμα 1), η φτώχεια των παιδιών κάτω των 18 ετών είναι αρκετά υψηλότερη από το σύνολο της φτώχειας για την περίοδο 2008-2015 στην Ελλάδα, κατέχοντας το 2015 την τρίτη θέση αναφορικά με το ποσοστό παιδιών σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ακολουθώντας τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, που βρίσκονταν στην πρώτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα. Το διάγραμμα, όμως, φανερώνει και ένα άλλο γεγονός, ότι η παιδική φτώχεια ήταν ένα σημαντικό και αναπτυσσόμενο πρόβλημα και πριν την οικονομική κρίση.
Ο κίνδυνος της παιδικής φτώχειας μπορεί να επηρεάσει δυσανάλογα τις γεννήσεις, αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, ενώ μακροχρόνια η φτώχεια φαίνεται ότι μετατοπίζεται από τους ηλικιωμένους στα νεότερα ζευγάρια με παιδιά, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα (Καθημερινή, 2019).
Το φαινόμενο της παιδικής φτώχειας χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς έχει άμεσες και έντονες συνέπειες στην ενήλικη ζωή του ατόμου (SocialPolicy.gr, 2018). Μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί δείχνουν ότι τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει στην φτώχεια είναι δυσκολότερο να ξεφύγουν από αυτή ως ενήλικες και ότι ο κίνδυνος αυξάνεται ανάλογα με τα χρόνια, κατά τα οποία το παιδί έζησε σε συνθήκες φτώχειας. Παράλληλα, παιδιά που έχουν διανύσει τουλάχιστον το μισό της παιδικής τους ηλικίας σε συνθήκες φτώχειας είχαν δυσκολία στην απόκτηση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία πρόσβασης σε καλά σχολεία, στο χρόνο και τους πόρους που μπορούσαν να διαθέσουν οι γονείς τους για την εκπαίδευσή τους, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται αυτά τα παιδιά να ξεκινούν από μειονεκτική θέση.
Επίσης, η παιδική φτώχεια έχει επιπτώσεις στην υγεία του ατόμου. Οι φτωχές οικογένειες μένουν σε σπίτια χωρίς επαρκή προστασία κι έτσι είναι πιο επιρρεπείς στο να χάσουν τη ζωή τους σε κάποιο ατύχημα. Ωστόσο, οι κίνδυνοι υγείας έχουν και μακροχρόνιο ορίζοντα, καθώς οι έρευνες δείχνουν ότι παιδιά που βίωσαν φτώχεια έχουν μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξουν άσθμα και παχυσαρκία. Αυτές οι χρόνιες ασθένειες οδηγούν σε περαιτέρω προβλήματα υγείας, όπως διαβήτη και καρδιακές παθήσεις. Τέλος, αρκετές έρευνες καταλήγουν ότι οι συνθήκες διαβίωσης σε ένα φτωχό νοικοκυριό οδηγούν σε αύξηση του επιπέδου άγχους του παιδιού, επηρεάζοντας την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, τα ποσοστά εγγραφής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ υψηλά, όμως τα ποσοστά στην προσχολική εκπαίδευση παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο, καθώς λόγω των ανεπαρκών υφιστάμενων δημοτικών δομών η συμμετοχή των παιδιών σε υπηρεσίες επίσημης βρεφονηπιακής φροντίδας είναι σταθερά μικρότερη από το μέσο όρο της ΕΕ. Τα οφέλη της προσχολικής εκπαίδευσης έχουν τονιστεί από πολλές έρευνες και έτσι η απουσία του παιδιού από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του εγκεφάλου του. Παράλληλα, πολλά παιδιά είναι χωρίς ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη λόγω της απώλειας των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των γονιών τους. Όλα τα παραπάνω συμβάλλουν στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών.
Η παιδική φτώχεια είναι ένα σχετικό, δυναμικό και πολυδιάστατο φαινόμενο και δε συνδέεται μόνο με τη στέρηση υλικών αγαθών, αλλά και με την κοινωνική ένταξη, την εκπαίδευση και την υγεία. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα παιδιά δεν έχουν ουσιαστικό λόγο στην λήψη αποφάσεων, η διατήρηση του κοινωνικού κράτους μεταξύ των κυβερνήσεων και των πολιτών είναι ύψιστης σημασίας, με ταυτόχρονα ορθή κατανομή των οικονομικών πόρων, σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης (Σταματοπούλου Ε., Τσίλιας, Σταματοπούλου Α., 2017).
Βιβλιογραφία
- ΕΛ.ΣΤΑΤ, 2018. «Κίνδυνος Φτώχειας». Δελτίο Τύπου. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση: 28/09/2019.
- Eurostat, 2019. «Children at risk of poverty or social exclusion». Available online here. Τελευταία πρόσβαση: 28/09/2019.
- IMF, 2018. «World Economic Outlook: Challenger to Steady Growth». World Economic and Financial Services.
- Καθημερινή, 2019. «Η φτώχεια μετατοπίζεται στους νέους ανθρώπους». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση: 28/09/2019.
- SocialPolicy.gr, 2018. «Πώς η φτώχεια μπορεί να ακολουθήσει τα παιδιά ως την ενηλικίωση». Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ. Τελευταία πρόσβαση: 28/09/2019.
- Σταματοπούλου Ε, Τσίλιας, Δ, Σταματοπούλου Α, 2017. «Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών στην Ελλάδα», 13ο Συνέδριο ΕΣΔΥ.
Ξεκίνησε την πορεία της ως μαθήτρια στα «Εκπαιδευτήρια Νέα Γενιά Ζηρίδη», συνέχισε ως φοιτήτρια στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ως μεταπτυχιακή στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο «Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών», ενώ παράλληλα ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Αυτή τη περίοδο απασχολείται σε μια αστική ΜΚΟ και παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο. Χόμπυ της η Λογοτεχνία και οι περίπατοι στην Αθήνα.