Του Στέφανου Κωστούρου,
Διασχίζοντας τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας, δύο πράγματα διακρίνονται με την πρώτη ματιά: Ο λόφος του Λυκαβηττού μαζί με το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου που δεσπόζει μοναχικά πάνω στο λόφο και ένα μεγάλο κτήριο χτισμένο με αυστηρό, νεοκλασικό ύφος και ρυθμό, που παραπέμπει σε μία άλλη εποχή. Είναι η Βουλή των Ελλήνων, το ελληνικό κοινοβούλιο. Η ιστορία του κτηρίου αυτού είναι συνυφασμένη με αρκετά κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας. Δε θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά, αφού αποτελούσε την έδρα του ανώτατου άρχοντος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, την οικία του βασιλιά, έως το 1909. Από το 1935 μέχρι και σήμερα, στεγάζει το ελληνικό κοινοβούλιο.
Τον Οκτώβριο του 1934, με διάταγμα της Αντιβασιλείας, η πρωτεύουσα του Νεοελληνικού Βασιλείου μεταφέρεται από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Κύριο μέλημα του νεαρού Όθωνα και της Αντιβασιλείας κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του υπήρξε η ανάπλαση της νέας πρωτεύουσας, καθώς και η δημιουργία παλατιού, το οποίο θα σηματοδοτούσε τη νέα έννοια του κράτους. Προτάθηκαν πολλές εκδοχές του νέου παλατιού. Ο Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ πρότεινε την κατασκευή του παλατιού εντός του αρχαιολογικού χώρου της Ακροπόλεως, δείχνοντας έτσι τους ιστορικούς συμβολισμούς και την αναφορά του αρχαίου ελληνικού κάλλους. Ο βαυαρός αυλικός και αρχιτεκτονικός διευθυντής, Λέο φον Κλέντσε, από τη μεριά του σχεδίασε τη βασιλική οικία στα νοτιανατολικά της πόλης, στο λόφο του Αγ. Αθανασίου. Τελικά, και ύστερα από την παρέμβαση του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄, πατέρα του Όθωνα, επικράτησε η εκδοχή της κατασκευής του παλατιού στην ανατολική κορυφή του τριγώνου (σημερινή πλατεία Συντάγματος) που δημιουργούσαν οι τρείς κεντρικές οδικές αρτηρίες της Αθήνας, σχέδιο του Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ.
Το κτήριο, μήκους 96 και πλάτους 74 μέτρων, επρόκειτο να αποτελέσει ένα απέριττο νεοκλασικό βασιλικό ανάκτορο σε σχετικά κοντινή απόσταση από τα αρχαία μνημεία, αλλά και σε ουσιαστική αντιπαράθεση με αυτά. Το ανάκτορο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα ευρωπαϊκά πρότυπα στην περιφέρεια της πόλης και ως αυτόνομο σύνολο, σε αντίθεση προς τον αστικό ιστό. Η έναρξη των εργασιών έγιναν την 6η Φεβρουαρίου του 1936. Το ανάκτορο αποπερατώθηκε το 1943 και αποτέλεσε μεγάλο επίτευγμα σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα. Παράλληλα, η κατασκευή του αποτελεί το πρώτο έργο μνημειακής τέχνης, με το οποίο εισάγεται και επισήμως ο νεοκλασικός ρυθμός στην Ελλάδα. Η απλότητα και το αυστηρό ύφος του κτηρίου σε συνδυασμό με τη χρήση κιονοστοιχιών δωρικού ρυθμού, αετωμάτων, γείσων και ο εξαιρετικός του χρωματισμός, συμβάλλουν στην επιβλητικότητα και το δέος που προκαλεί η θέασή του.
Εσωτερικά, το παλάτι είχε συγκεκριμένη λειτουργική διάρθρωση. Στο ισόγειο βρίσκονταν οι διοικητικές υπηρεσίες, το αυλαρχείο και άλλοι υπηρεσιακοί χώροι. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν οι αίθουσες υποδοχής, η αίθουσα των Τροπαίων και η αίθουσα του Θρόνου, ενώ στη νότια πτέρυγα του ορόφου τα βασιλικά διαμερίσματα. Αντίστοιχα, στον δεύτερο όροφο τοποθετήθηκαν τα πριγκιπικά διαμερίσματα, καθώς και τα δωμάτια του αυλάρχη και του υπηρετικού προσωπικού. Η διακόσμηση των αιθουσών ανατέθηκε σε Βαυαρούς καλλιτέχνες, οι οποίοι κόσμησαν το παλάτι με υπέροχες τοιχογραφίες πομπηιανής τεχνοτροπίας εκτός από την αίθουσα του Θρόνου, η οποία διακοσμήθηκε από μία τεράστια ζωοφόρο, που είχε ως θέμα τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 έως και την άφιξη του Όθωνα, έργο του βαυαρού Λούντβιχ φον Σβαντχάλερ.
Έως και το 1909, το κτήριο διατήρησε την αρχική του χρήση ως κατοικία του Όθωνα και στη συνέχεια, του Γεώργιου Α’ (οίκος του Γκλύξμπουργκ, Δανία). Από το 1843 έως το 1909, το παλάτι καταστράφηκε μερικώς από την πυρκαγιά του 1884, όπου υπέστη ζημιές στη βόρεια πτέρυγά του, ωστόσο, στη δεύτερη και πιο καταστροφική το 1909, καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος των ανακτόρων. Από τότε, το κτήριο εγκαταλείφθηκε και χρησίμευσε μόνο για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, το 1922. Άλλωστε, η βασιλική οικογένεια είχε μεταφερθεί στα νέα ανάκτορα (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο) που κατασκευάστηκαν σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ.
Έτσι, κατά την περίοδο 1929-1934, ξεκίνησαν οι εργασίες για τη στέγαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σε σχέδια του σπουδαίου αρχιτέκτονα Αντώνη Κριεζή. Ως εκ τούτου, ο εσωτερικός χώρος άλλαξε ριζικά και στη μεσαία πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι αίθουσες των δύο νομοθετικών σωμάτων και άλλες απαραίτητες υπηρεσίες. Επιπλέον, στον αύλειο χώρο αναδιαμορφώθηκε και τοποθετήθηκε το γνωστό μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, έργο του αρχιτέκτονα Λαζαρίδη. Σήμερα, στο κτίσμα του Γκαίρτνερ βρίσκονται η Βουλή, η Βιβλιοθήκη της Βουλής, τα Γραφεία του Πρωθυπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου.
Βιβλιογραφία
- https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/ToKtirio/Istoria-Ktiriou/
- https://www.archaiologia.gr/blog/2013/07/08/%
- https://www.mixanitouxronou.gr/i-pirkagia-pou-katestrepse-to-simerino-ktirio-tis-voulis-i-fotia-ekege-gia-dio-imeres-ke-ta-flegomena-anaktora-eginan-axiotheato-apo-tous-polites-ta-senaria-gia-doliofthora-ke-to-kantili-tis-vasili/
Γεννήθηκε το 1998 και ζει στο Ναύπλιο, είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στη Καλαμάτα. Το επιστημονικό του ενδιαφέρον εστιάζει στη Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία.