Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Μήλον της έριδος κατά τον Πόλεμο του Οπίου, πρώην βρετανική αποικία και διαχρονικό καταφύγιο για τους ειδικευμένους εργάτες της όμορης, ισχυρής πλην αυταρχικής Κίνας, το Χονγκ Κονγκ βρίσκεται τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, αφού υπολογίζεται πως πάνω από δύο εκατομμύρια διαδηλωτές έχουν βγει στους δρόμους του από τις αρχές του καλοκαιριού. Αφορμή των κινητοποιήσεων αποτέλεσε η πρόθεση της τοπικής κυβέρνησης για τη θέσπιση πλαισίου έκδοσης κατηγορουμένων, με σκοπό τη διεξαγωγή των δικών τους στην Κίνα, καθώς μεγάλη μερίδα των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ θεωρεί πως η πρωτοβουλία αυτή υποσκάπτει την αυτονομία της περιοχής και τις ατομικές τους ελευθερίες.
Παρόλο που το κλίμα δυναμιτίστηκε εξαιτίας των περιστατικών αστυνομικής βίας που σημειώθηκαν στο κέντρο της πόλης, του αριθμού των τραυματιών και του μπαράζ συλλήψεων εκ μέρους των τοπικών αρχών (περίπου 1.500 άτομα από την έναρξη των διαδηλώσεων, τον περασμένο Ιούνιο), το επίμαχο νομοσχέδιο αποσύρθηκε, αφήνοντας, ωστόσο, την εντύπωση πως η αξιοσημείωτη ετοιμότητα της τοπικής κοινωνίας για παρόμοιες κινητοποιήσεις οφείλεται σε βαθύτερα και αρκετά πιο περίπλοκα αίτια.
Κάνοντας την αντιπαραβολή μεταξύ των πρόσφατων διαδηλώσεων και της λεγόμενης «Επανάστασης της Ομπρέλας/Umbrella Revolution» του 2014, η οποία πυροδοτήθηκε από την απόφαση της τοπικής διοίκησης να προβεί σε μεταρρυθμίσεις σχετικές με τη σύσταση του Εκλεκτορικού Σώματος του Χονγκ Κονγκ, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς την ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια της τοπικής κοινωνίας προς τις συνεχείς απόπειρες της κεντρικής κινεζικής κυβέρνησης να διεισδύσει στα δρώμενα της ημιαυτόνομης περιοχής. Και ενόσω το εμβληματικό ‘‘one country, two systems’’ φαίνεται πως αποδομείται εκ των έσω, ολοένα και λιγότεροι από τους κατοίκους της πόλης δηλώνουν πως αισθάνονται και αυτοπροσδιορίζονται Κινέζοι, κυρίως εξαιτίας των σημαντικών διαφοροποιήσεων των δύο πλευρών σε νομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Εντύπωση προκαλούν τα αποτελέσματα σφυγμομετρήσεων που διεξήχθησαν στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, σύμφωνα με τα οποία η δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία των ερωτηθέντων: οι νεαρότερες ηλικίες, έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής τους στο καθεστώς ημιαυτονομίας της περιοχής και έχοντας βιώσει την πολιτική αναταραχή που συνεπάγονται οι αλλεπάλληλες απόπειρες της κομμουνιστικής κινεζικής κυβέρνησης για ανατροπή του status quo και πλήρη διείσδυσή της στα ζητήματα του Χονγκ Κονγκ, διατηρούν μια αρκούντως επιφυλακτική στάση απέναντι στο σύστημα εκείνο της διακυβέρνησης που θα έπρεπε να προστατεύει τα δικαιώματα και τις αστικές τους ελευθερίες αντί να τις υποσκάπτει.
Και καθώς προσεγγίζουμε το 2047 και τη λήξη του Βασικού Νόμου, που καθόρισε το καθεστώς αυτοδιοίκησης του Χονγκ Κονγκ ως περιοχής απλώς διπλωματικά και στρατιωτικά εκπροσωπούμενης από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το υποβόσκον αίσθημα αβεβαιότητας και φόβου για τις στοιχειώδεις συνταγματικές ελευθερίες που αυτός κατοχύρωσε, φαίνεται πως τείνει να φτάσει στο κρεσέντο του εντός των προσεχών κρίσιμων δεκαετιών.
Ενώ λοιπόν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις μαίνονται με αμείωτη ένταση στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης και το φίλοδημοκρατικό αίσθημα των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ παραμένει, κατά τα φαινόμενα, ακμαίο, η επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας και η αντίστοιχή της επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων έφτασαν σε συμφωνία σχετικά με το σχέδιο του Hong Kong Human Rights and Democracy Act, το οποίο εισάγει τροποποιήσεις στο ήδη υπάρχον πλαίσιο συνεργασίας που παρέχει στην περιοχή ξεχωριστό καθεστώς εμπορικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, απ’ ό,τι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Σύμφωνα με το προς ψήφιση πλαίσιο, η εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ θα προβαίνει, μεταξύ άλλων, σε ετήσια εκτίμηση της κατάστασης σχετικά με την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ.
Εν κατακλείδι, δεδομένης της αίσθησης, την οποία έχουν ήδη προκαλέσει στο διεθνή τύπο οι συγκεντρώσεις έξω από το προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών στο κέντρο της πόλης, φαίνεται πως αυτή είναι μια προοπτική στην οποία προσβλέπουν οι κάτοικοι, πιθανότατα ως αντίβαρο στις ενέργειες της κινεζικής κυβέρνησης που, κατά την προσφιλή της τακτική, επιμένει να χαρακτηρίζει ως απαράδεκτη ανάμειξη στα εσωτερικά της ζητήματα οποιαδήποτε διεθνή απόπειρα χαλιναγώγησης της ολοένα αυξανόμενης αυταρχικότητάς της στην περιοχή.
Γεννηθείσα το 1997 και μεγαλωμένη μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, είναι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια των σπουδών της έχει πάρει μέρος σε αρκετές προσομοιώσεις στα όργανα των Ηνωμένων Εθνών (MUN), καθώς το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί τη μεγάλη της επιστημονική αγάπη, όπως επίσης και κύριο ακαδημαϊκό της ενδιαφέρον, μαζί με το Ποινικό Δίκαιο και την Πολιτική Φιλοσοφία.