17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΠεριβάλλονΓιατί η πολιτική και η ενέργεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες;

Γιατί η πολιτική και η ενέργεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες;


Της Ασπασίας Παπαδοπούλου,

Οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί, η κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή ασφάλεια διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στη χάραξη της ενεργειακής πολιτικής. Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησε η μεθοδική προσέγγιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων με προεξέχουσα την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, οδηγώντας σταδιακά στη διασύνδεσή της με ζητήματα ενεργειακής πολιτικής-ασφάλειας. Η ρύπανση του αέρα και των υδάτων, η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας μέσω ορυκτών καυσίμων και η επακόλουθη επιτάχυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ενεργούν ως «πολλαπλασιαστές απειλών» σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κλιματική αλλαγή προκαλείται κυρίως από την ανθρώπινη δραστηριότητα, που μεγιστοποιεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Παρά το γεγονός ότι οι συζητήσεις για το κλίμα αναγνωρίζουν το ρόλο της ενέργειας, οι συζητήσεις για την ενεργειακή ασφάλεια, παραλείπουν εκτενώς τις ανησυχίες για το κλίμα. Η αδυναμία να ληφθεί υπόψη η κλιματική αλλαγή ως εγγενώς συνδεδεμένη με την ενεργειακή ασφάλεια δεν είναι μόνο προβληματική, αλλά και δυνητικά επιβλαβής, λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Οι συζητήσεις κοινής πολιτικής για την ενεργειακή ασφάλεια εξακολουθούν να αναφέρονται στα θέματα της κλιματικής αλλαγής ως ένα ζήτημα ελάσσονος σημασίας. Η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί μέρος της εθνικής ασφάλειας, γεγονός που επιτρέπει μόνο συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένης της έμφασης στην ενεργειακή ανεξαρτησία, δίχως ιδιαίτερη αναφορά στις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή. Η ασφάλεια του εφοδιασμού και η οικονομική σταθερότητα δεν μπορούν να αφεθούν σε αναξιόπιστα «ξένα» κράτη και κατά συνέπεια, η εστίαση στις εγχώριες πηγές παραγωγής είναι απαραίτητη: «για χάρη της οικονομικής και εθνικής μας ασφάλειας, πρέπει να μειώσουμε την εξάρτησή μας από ξένες πηγές ενέργειας. Ο ενεργειακός εφοδιασμός αποτελεί ζήτημα εθνικής ασφάλειας» (Bush 2006).

Η ενεργειακή ασφάλεια παραμένει βασική προϋπόθεση για την επιβίωση του κράτους. Εντούτοις, ο διαχωρισμός μεταξύ ενεργειακών και κλιματικών ανησυχιών καθιστά δυνατή την επικέντρωση στην ενέργεια ως ένα σημαντικό ζήτημα «εθνικής ασφάλειας», μέσω της οικονομικής και εθνικής ασφάλειας. Πάραυτα, «η ενεργειακή και η περιβαλλοντική πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και πρέπει να εξετάζονται από κοινού […] η προοπτική της κλιματικής αλλαγής αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή». Η ανάγκη συνδυασμού των προσπαθειών για την ενεργειακή ασφάλεια και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο στη βιβλιογραφία. Τα κράτη διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στη ρύθμιση των αγορών και οι συμφωνίες παραμένουν σε γενικές γραμμές διμερείς, παρουσιάζοντας προτεραιότητες, προστατεύοντας και εξασφαλίζοντας τους πόρους.

Η εξέλιξη των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη και η εξάντληση του στρώματος του όζοντος, συνέβαλαν σε μία από τις πρώτες προσπάθειες για την ανάδειξη των προβλημάτων του περιβάλλοντος παγκοσμίως. Η Έκθεση Brandt (1980) πρότεινε ότι «οι απειλές για την ειρήνη και την επιβίωση της ανθρώπινης κοινωνίας είναι πιο σημαντικές από εκείνες που δημιουργούνται από τις προσδοκίες της αυξανόμενης και αναπόφευκτης υποβάθμισης της βιόσφαιρας από την οποία εξαρτάται η ανθρώπινη ζωή». Αυτές οι νέες απειλές κατέστησαν αναγκαία την επανεξέταση της φύσης της ασφάλειας σε ένα αλληλεξαρτώμενο κόσμο, που αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις.

Στην μεταψυχροπολεμική εποχή, ο λόγος για την περιβαλλοντική ασφάλεια άνοιξε το παράθυρο για τη συζήτηση μιας κοινής πρόσβασης στις υποθέσεις ασφάλειας. Για παράδειγμα, στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Δεκέμβριο του 1988, ο Γκορμπατσόφ τόνισε: «Η σχέση μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος περνάει κρίση…η κύρια απειλή δεν προέρχεται από πυραύλους, αλλά από την υπερθέρμανση του πλανήτη». Επιπλέον, υποστήριξε τη δημιουργία Συμβουλίου Οικολογικής Ασφάλειας.

Ο υπουργός Εξωτερικών της τότε ΕΣΣΔ Eduard Shevardnadze, κατά την 43η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, πρότεινε «έναν διάλογο για τη μετατροπή του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον σε Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Πολιτικής ικανό να λαμβάνει παραγωγικά ψηφίσματα για την εξασφάλιση της οικολογικής ασφάλειας». Αντίστοιχα, με αυτά τα αιτήματα για την ασφάλεια, ξεκίνησαν διάφορες πρωτοβουλίες κατά την πρώιμη εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι ανησυχίες για την τρύπα στη στιβάδα του όζοντος μεταμόρφωσαν το πρόβλημα σε απειλή για την ανθρώπινη υγεία και προώθησαν αρκετά ευημερούσες συμφωνίες για την αντιμετώπιση του θέματος σε διεθνές επίπεδο. Το άγχος για την κλιματική αλλαγή οδήγησε στη δημιουργία της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC). Η IPCC διευθετήθηκε το 1988 από τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό και από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον για την αξιολόγηση των επιστημονικών, τεχνικών και κοινωνικοοικονομικών πτυχών του αντικτύπου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αλλαγή του κλίματος, αλλά και για την υπογραφή της Σύμβασης στο Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή στο Ρίο 1992. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη αποδείχθηκαν πιο προβληματικές από ό,τι στο όζον, διότι η δράση για την αλλαγή του κλίματος θα απαιτούσε τη μετατροπή μέρους της υπάρχουσας οικονομικής διάρθρωσης και τρόπου ζωής.

Συμπερασματικά, η ενεργειακή ασφάλεια και η αλλαγή του κλίματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες και η κοινή τους αντιμετώπιση απαιτεί ουσιαστική επανεξέταση της ασφάλειας. Η αυξανόμενη ταχύτητα των περιβαλλοντικών αλλαγών που προκαλούνται από την υπερθέρμανση του πλανήτη, έχουν αρκετές συνέπειες για τον τρόπο αντίληψης της ασφάλειας. Η εθνική ασφάλεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι λύσεις για την κλιματική ασφάλεια έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα ενεργειακής ασφάλειας των μεμονωμένων κρατών. Ως εκ τούτου, υπάρχει ανάγκη να επανεξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ασφάλεια, λαμβάνοντας υπόψη φορείς εκτός του κράτους, για να παρέχουμε βιώσιμη ασφάλεια σε παγκόσμιο, περιφερειακό, κρατικό και τοπικό επίπεδο. Εν τέλει, η αλλαγή του κλίματος αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει ο 21ος αιώνας και ήρθε η ώρα να αλλάξει η προσέγγισή μας για την ενεργειακή ασφάλεια.


Αναφορές:
  • Bush, George W. (2006), 2006.04.25 Bush Discusses Energy, Office of the Press Secretary,http://georgewbush-whitehouse.archives.gov/news/releases/2006/04/20060425.html (accessed 21September, 2012
  • Nyman, J. (2018). Rethinking energy, climate and security: A critical analysis of energy security in the US. Journal of International Relations and Development, 21(1), 118-145
  • Wirth, T. E., Gray, C. B., & Podesta, J. D. (2003). The Future of Energy Policy. Foreign Affairs,82(4), 132.
  • Jacobson, M. Z. (2009). Review of solutions to global warming, air pollution, and energy security. Energy Environ. Sci., 2(2), 148-173.
  • Brauch, Hans. 2003. “Security and environment linkages on the Mediterranean space”. In Security and environment in the Mediterranean: conceptualizing security and environmental conflicts, Edited by: Brauch, Hans. 35–143. Berlin: Springer, 81.
  • Myers, Norman. 1993. Ultimate security: the environmental basis of political stability, New York: Norton.
  • Schrijver, Nico. 1989. International organization for environmental security. Bulletin of Peace Proposals, 20(2): 115–122.
  • United Nations (1992) ‘Framework convention on climate change’, FCCC/INFORMAL/84 GE.05-62220 (E) 200705, 9 May

Ασπασία Παπαδοπούλου

Ελληνοπολωνή, απόφοιτη του Tμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Aυτήν την περίοδο κάνει μεταπτυχιακό στην Ενέργεια, στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Μιλάει 4 γλώσσες και έχει ταξιδέψει σε πάνω από 20 χώρες. Εκτός από την Ελλάδα, έχει ζήσει στο Βέλγιο και στην Πολωνία. Παίζει σκάκι, λατρεύει τις προκλήσεις, τα ταξίδια, και διαβάζει καθημερινά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά άρθρα, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις της.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θάνος Κουλουβάκης
Θάνος Κουλουβάκης
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.