Του Άγγελου Μαρίνου,
Η πάλη μεταξύ των πολιτικών κομμάτων αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, με διαφοροποιούμενα πολιτικά αποτελέσματα. Αποτελεί ένα καθεστώς, ωστόσο, που εν απουσία ποιοτικού πολιτικού ήθους, δεν είναι φιλόξενο για την πραγματοποίηση ουσιωδών και δύσκολων αλλαγών. Με βάση, μάλιστα, τη συγκεκριμένη ισορροπία, πρακτικά αποφεύγονται από τις κυβερνήσεις όλα τα “δύσκολα” έργα. Αντί η πολιτική να είναι ένα ώριμο πεδίο διαλόγου και εύρεσης λύσεων, καταντά ένα ανώριμο παιχνίδι για το ποιος “θα βγάλει το φίδι από την τρύπα”. Στην Ελλάδα, τη γενέτειρα της δημοκρατίας, αυτές οι δυσκολίες όχι μόνο δεν έχουν ξεπεραστεί, αλλά αποτελούν τη σύγχρονη κανονικότητα.
Αυτή η πικρή αλήθεια δεν έχει απολέσει την ουσία της, ακόμα και με τον ερχομό του Μητσοτάκη, ή μάλλον, ιδίως τώρα με την έξοδο του Τσίπρα. Έστω κι αν κάποιος αρεσκόταν στη σκέψη ότι ο Τσίπρας οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε δεξιά νομοθετική ηγεμονία, παίρνοντας παράλληλα πάνω του το βάρος για πράγματα που οι πολιτικοί του αντίπαλοι ούτε διανοούνταν πώς να “φέρουν” στον ελληνικό λαό, συνετό θα ήταν να σκεφτεί κανείς εις βάθος, πριν κρίνει ως ακέραια θετικό αυτό το αποτέλεσμα. Πολύ απλά, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη περίοδο, ο Τσίπρας δημιούργησε την τέλεια ατμόσφαιρα, ώστε ο Μητσοτάκης να μην επιχειρήσει καμία αμφιλεγόμενη βαθιά τομή, και κανένας να μην ενδιαφέρεται για το γεγονός αυτό. Είναι βέβαια ακόμη νωρίς, όμως τέτοιες τομές συμβαίνουν εντός της πρώτης διετίας άσκησης της εξουσίας για ευνόητους λόγους, όπως φέρ’ ειπείν λόγω της βραχυπρόθεσμης μνήμης των ψηφοφόρων. Μέσω της μεθόδου του ψυχανεμίσματος, ναι μεν αφηρημένη αλλά στην προκείμενη, καίρια μέθοδος, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη για πολιτικά ακροβατικά απ’ την πλευρά του Μητσοτάκη.
Από τη μία ο Πιερράκακης, ο οποίος θα εκσυγχρονίσει το δημόσιο και θα το ψηφιοποιήσει, από την άλλη η προώθηση των επενδύσεων, τι άλλο να απαιτήσουν οι μικροαστοί; Και εκ πρώτης όψεως, δεν έχουν άδικο. Αυτά δε συνέβησαν επί Σύριζα για λόγους που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω και μπορώ μόνο να υποθέτω, αλλά συμβαίνουν τώρα (ας δείξουμε και λίγη πίστη). Αλλά, αν το σκεφτεί κανείς λίγο παραπάνω, ποιες είναι οι ευθύνες μιας κυβέρνησης; Δεν είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ο εκσυγχρονισμός του δημοσίου ευθύνη δημόσια; Δε θα έπρεπε να είναι η διεκπεραίωση μεγάλων επενδύσεων που εμπλέκονται με το γραφειοκρατικό καθεστώς υποχρέωση της κυβερνήσεως; Σε τελική ανάλυση, μέχρι και ορισμένες μειώσεις φόρων που επιλέχθηκαν θα έπρεπε να θεωρούνται μονόδρομος, δεδομένης της υπερφορολόγησης και του υψηλού κόστους ζωής που αντιμετωπίζουν η μεσαία τάξη, ιδίως δε οι οικογένειες. Δηλαδή, τι είναι αυτά τα αποδεκτά όρια ΦΠΑ, δεδομένων των άλλων φόρων που υφίστανται, και δεδομένου ότι το κοινωνικό κράτος ελάχιστους πόρους έχει να διαθέσει σε αυτούς που το χρηματοδοτούν; Η Σουηδία και η Φινλανδία, που διατηρούν σε υψηλά επίπεδα αυτούς τους φόρους, προσφέρουν και τα ανάλογα στους πολίτες τους. Στην Ελλάδα κάτι τέτοιο δεν ισχύει, άρα εννοείται ότι μια τέτοια μείωση θα φέρει αγαλλίαση οικονομική κι έπειτα -σε κάποιο βαθμό- ψυχική. Ποια, λοιπόν, η καινοτομία, η πρωτοβουλία σε αυτές τις πολιτικές;
Με αυτά και μ’ αυτά, η επιστροφή στην κανονικότητα θα έπρεπε να μετονομαστεί σε επιστροφή στο bare minimum. Δε γίνεται από τη μία να ήταν αισχρό που δεν τα έκανε όλα αυτά ο Τσίπρας, αλλά να είναι άριστο που ο Μητσοτάκης τα κάνει. Αυτό το αφήγημα αντιτίθεται απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Κάτι παραπάνω χρειάζεται για να μπορούμε να πούμε ότι αυτή η κυβέρνηση είναι αξιοσημείωτη. Αυτή η χώρα αντέχει αλλαγές σε αριθμό τομέων μεγαλύτερο του δέοντος. Πολύ μεγαλύτερο του δέοντος. Η κυβέρνηση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί μέχρι στιγμής πλήρως τεχνοκρατική. Ένας ουδόλως προσβλητικός τίτλος. Του λείπει, όμως, το σθένος και η πυγμή.
Γεννηθείς το 1996 στη Κομοτηνή, είναι φοιτητής του Οικονομικού Τμήματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, με κατεύθυνση στην οικονομική ανάλυση. Διαθέτοντας ακόρεστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά, αρθρογραφεί στην κατηγορία των Οικονομικών του OffLine Post.