Της Σοφίας Σιδερίδου,
Έχοντας συμπληρώσει έναν μήνα ακριβώς που ξαναγέμισα βαλίτσες, ετοίμασα κούτες για αποστολή και χαιρέτησα τους δικούς μου ανθρώπους πριν φύγω για δεύτερη χρονιά στο εξωτερικό, σε διαφορετική χώρα, συνειδητοποίησα κάτι μοναδικά περίεργο. Χθες, μετά από μια σύντομη μονοήμερη απόδραση με παρέα και επιστρέφοντας πίσω στο Μάαστριχτ, όπου και σπουδάζουμε, είπαμε όλοι μαζί “Back home”. Home? Πόσο περίεργο να μπορείς να αποκαλείς σπίτι, μια ξένη πόλη.
Χρειάστηκε λιγότερο από ένας μήνας για να κάνουμε μια ξένη χώρα σπίτι μας. Για να κάνουμε ανθρώπους άγνωστους, μέχρι πριν λίγο καιρό, δικούς μας ανθρώπους. Και το βασικότερο, χρειάστηκε τόσος λίγος καιρός για να σταματήσουμε να νιώθουμε ξένοι, χαμένοι, ίσως, και κομπάρσοι στη ζωή των ανθρώπων που ήταν από πριν εδώ.
Αυτό, όμως, είναι μια κατάκτηση, κατά τη γνώμη μου, που σίγουρα δεν ήρθε τυχαία, ούτε εύκολα. Αντιθέτως, ήρθε με την προσπάθεια και την προσωπική δουλειά και αφοσίωση ανθρώπων που σταδιακά έχτισαν μια ιδέα απεγκλωβισμού από κάθε αυστηρή και συνοριακά περιορισμένη «εθνική» νοοτροπία. Από ανθρώπους που εμπνεύστηκαν από την ομορφιά της ανάμιξης των πολιτισμών και από την ομορφιά της «φιλοξενίας», από ανθρώπους που προσπάθησαν να χτίσουν την έννοια της πολυπολιτισμικότητας και κατάφεραν να βρουν τρόπους και ευκαιρίες για να ανοίξουν τα σύνορα, τόσο πρακτικά, όσο και μεταφορικά.
Τα τελευταία χρόνια, ανθίζουν τα προγράμματα ανταλλαγών και εκπαιδευτικών εκδρομών, οι ευκαιρίες και οι θέσεις πρακτικής εργασίας σε ξένες χώρες, τα πρόγραμμα σπουδών σχολείων και πανεπιστημίων που προωθούν και ετοιμάζουν τον νέο σε γλωσσικό, αλλά και ψυχολογικό επίπεδο, ακόμα και για μια πορεία εκτός συνόρων. Φυσικά, με κάποιες χώρες να εξελίσσονται αρκετά ταχύτερα και να ευνοούν περισσότερο τις συνθήκες υποδοχής, αλλά και αποστολής. Κάθε γενιά από ’δω και πέρα, εξοικειώνεται ακόμα περισσότερο με την αλληλεπίδραση διαφορετικών εθνών και αδράζει τις διαρκώς αυξανόμενες ευκαιρίες για μια φυγή στα ξένα. Χάρη στην ευρωπαϊκή αυτή εξέλιξη, η φυγή αυτή πλέον δε γίνεται μόνο από ανάγκη, αλλά και από επιλογή, αφού οι συνθήκες κινητικότητας εντός ευρωπαϊκών συνόρων δε θυμίζουν σε τίποτα αυτές των προηγούμενων δεκαετιών.
Χτίστηκε, λοιπόν, σταδιακά, μια στέρεη Ευρωπαϊκή ιδέα που διευκόλυνε όλους εμάς, που διψάσαμε για εμπειρίες που θα ξεπερνούσαν τα σύνορα της χώρας στην οποία γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, που τρελαθήκαμε στην ιδέα να δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας σε άλλες κουλτούρες, σε διαφορετικά και πιο εξελιγμένα εκπαιδευτικά συστήματα ή ακόμα και σε θέσεις εργασίας που ανεβάζουν τον πήχη.
Και κάπως έτσι, έγινε λίγο πιο εύκολο το κυνήγι αυτής της επιθυμίας και καταφέρνουμε να βιώνουμε και να ρουφάμε την εμπειρία του «ξένου», χωρίς όμως να νιώθουμε ξένοι.