13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΔε χρειαζόμαστε περισσότερη «Εθνική»…χρειαζόμαστε Συνείδηση!

Δε χρειαζόμαστε περισσότερη «Εθνική»…χρειαζόμαστε Συνείδηση!


Του Αλέξη Κωνσταντόπουλου,

Πριν λίγο καιρό, η Υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, σε δηλώσεις της υποστήριξε πως το μάθημα της ιστορίας δεν πρέπει να διατηρεί αντικειμενικό χαρακτήρα, αλλά πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία και ανάπτυξη εθνικής συνείδησης. Μια τέτοια δήλωση αγκαλιάστηκε από την ελληνική κοινή γνώμη, η οποία είχε πριν μερικούς μήνες εκλάβει θετικά και τις καταλήψεις σε σχολεία, οι οποίες είχαν ως αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών και τη μετονομασία του γειτονικού κράτους από Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας σε Βόρεια Μακεδονία. Είχαν υπάρξει, τότε, ορισμένες φωνές που υποστήριξαν πως ο εθνικισμός δεν έχει καμία θέση μέσα στα σχολεία. Ωστόσο, στην περίπτωση των πρόσφατων δηλώσεων της Υπουργού, η κριτική ήταν ελάχιστη και το θέμα δεν έλαβε τις πρέπουσες διαστάσεις. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως οι δηλώσεις της Υπουργού δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια «πολιτική κίνηση», αφού τέτοιες δηλώσεις αποτελούν «χάδι στα αυτιά» του μέσου Έλληνα, ο οποίος διακατέχεται -και ειδικά μετά την εκδήλωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης των τελευταίων χρόνων- από τάσεις προγονολατρείας και αρέσκειας, σε θέματα που τον κάνουν να νιώθει «ανώτερος» σαν έθνος και φυλή από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Το θέμα της εκπαίδευσης των νέων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μέσο δημιουργίας εντυπώσεων, αφού είναι ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας, όσο και για το μέλλον του εκάστοτε μαθητή-πολίτη.

Γιατί το θέμα της «εθνικής συνείδησης» μέσα στα σχολεία θα πρέπει να λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις; Γιατί μιλάμε για τα ελληνικά σχολεία. Αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε πως τα ελληνικά σχολεία έχουν ξαναβρεθεί στην ίδια συζήτηση με τα κοινωνικά προβλήματα του ρατσισμού και του εθνικισμού… και όχι για καλό. Μέχρι πρόσφατα, βλέπαμε γονείς μαθητών να κλείνουν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- τις καγκελόπορτες σχολείων, θέλοντας να «προφυλάξουν» τα παιδιά τους από τα προσφυγόπουλα και να δείξουν στην κυβέρνηση πως οι πρόσφυγες -τους οποίους οι διεθνείς συνθήκες, αλλά και η ανθρωπιά ανάγκαζαν να δεχτεί- δεν είναι ευπρόσδεκτοι στις αίθουσες των ελληνικών σχολείων και, εν γένει, στην ελληνική κοινωνία. Επιπλέον, στις τελευταίες Ευρωεκλογές μας σόκαρε το γεγονός πως το 13. 3% των νέων 17 ως 24, ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή, ένα «κόμμα» όχι μόνο φασιστικό, του οποίου τα στελέχη έχουν αρκετές φορές φανεί να υποστηρίζουν εθνικιστικές και ναζιστικές ιδέες, αλλά και στελέχη του οποίου είναι γνωστό πως εμπλέκονται σε ποινικές υποθέσεις, όπως ξυλοδαρμοί και δολοφονίες.

Αν νομίζει κανείς πως αυτή η «πολιτική προτίμηση» ενός μικρού, αλλά σεβαστού ποσοστού νέων δεν έχει σχέση με το σχολείο, και εν γένει με την παιδεία που λαμβάνουν οι νέοι, μάλλον εθελοτυφλεί. Μπορεί οι νέοι 20-24 να μη συνδέονται με το σχολείο, όμως, οι νέοι 17-19 συνδέονται, είτε άμεσαγιατί είναι μαθητές (17-18), είτε έμμεσα (18-19) ως πρόσφατα απόφοιτοι. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε το σχολείο πως προωθεί τον εθνικισμό, μπορούμε, όμως, να του καταλογίσουμε πως δεν κάνει όσα δύναται για να αντιμετωπίσει την άνθιση τέτοιων ιδεών. Το σχολείο δεν είναι ένας χώρος με στόχο την πολιτικοποίηση του νέου, είναι ένας χώρος στον οποίο ο νέος πρέπει να λάβει γνωστικά και αξιακά εφόδια για τη ζωή του. Τα γνωστικά εφόδια είναι οι «τεχνοκρατικές» γνώσεις τις οποίες λαμβάνουν οι μαθητές, και μάλιστα με ιδιαίτερα επαρκή τρόπο. Τι γίνεται, όμως, με τα αξιακά εφόδια; Τα πιο «γενικά», αυτά που αφορούν στο να βγούνε οι μαθητές, εκτός από καλοί επαγγελματίες και επιστήμονες, καλοί άνθρωποι…

Το σχολείο μεταλαμπαδεύει αξίες έμμεσα. Δεν μπορεί να υπάρξει μάθημα «πώς θα είμαστε καλοί άνθρωποι», «γιατί πρέπει να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους» ή «πώς να γίνουμε σωστά μέλη της κοινωνίας». Ο κλήρος της δημιουργίας σωστών κοινωνιών πέφτει σε κάποια δευτερεύοντα και θεωρητικά μαθήματα, όπως ιστορία, αρχές φιλοσοφίας, πολιτική παιδεία, θρησκευτικά και αρχαία -όχι η γραμματική, τα κείμενα. Μαθήματα όπως η ιστορία και τα θρησκευτικά, αντί να στοχεύουν στη διαμόρφωση «εθνικής υπερηφάνειας» και «εθνικής συνείδησης», θα μπορούσαν να διδάσκουν με τρόπο αντικειμενικό τα γεγονότα και -αντίστοιχα- τις θρησκευτικές ανησυχίες, ώστε ο μαθητής να μπορεί να προβληματιστεί επ’ αυτών και να καταλήξει μόνος του σε συμπεράσματα.

Όπως -ορθά- μαθαίνουμε από πολύ μικροί, «το σχολείο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας». Η φράση αυτή έχει ως στόχο να δείξει πως, όπως η κοινωνία είναι ένα σύνολο ανθρώπων με διαφορετικές ικανότητες, διαφορετικές ανάγκες και επιθυμίες, οι οποίοι συνυπάρχουν και συνεργάζονται με τη βοήθεια ενός κοινού συστήματος κανόνων, έτσι και το σχολείο είναι ακριβώς το ίδιο… σε μικρότερη κλίμακα. Δεν υπάρχει -και πιστεύω πως δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει- κοινωνία χωρίς προβλήματα, επομένως, δεν είναι δυνατόν μια μικρογραφία της κοινωνίας να μην εμφανίζει και αυτή τέτοια. Το πρόβλημα του εθνικισμού και του φασισμού εντός των σχολείων δεν είναι ασύνδετο με την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία και δεν έχει να κάνει με κόμματα. Ας ξεκαθαρίσουμε πως το θέμα δεν έχει να κάνει με «Δεξιά» ή «Αριστερά», έχει να κάνει με ριζωμένες αντιλήψεις της κοινωνίας και με την κατάσταση στην οποία αυτή βρίσκεται.

Σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center σε 34 ευρωπαϊκές χώρες, το 89% των Ελλήνων υποστηρίζει πως ο πολιτισμός του είναι ανώτερος από τον πολιτισμό των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται -κατά βάση- από ατάκες που εύκολα ακούει κανείς σε καθημερινές συζητήσεις, όπως «όταν φτιάχναμε πολιτισμό, οι άλλοι κρέμονταν από τα δέντρα» ή «μας ζηλεύουν επειδή ήμασταν πιο μπροστά και κοίτα πού μας κατάντησαν». Εύκολα καταλαβαίνουμε από το τεράστιο αυτό ποσοστό, πως η ιδέα περί «εθνικής ανωτερότητας» στην Ελλάδα -και ο εθνικισμός που τη συνοδεύει, άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα- δεν έχουν να κάνουν με κόμματα και τάξεις, είναι -δυστυχώς- διάσπαρτα μέσα στην κοινωνική συνείδηση των Ελλήνων και αυτό εκφράζεται είτε ήπια, είτε έντονα, οδηγώντας, όμως -σχεδόν νομοτελειακά- σε εντάσεις εντός του κοινωνικού ιστού.

Το μέγεθος του παραπάνω ποσοστού δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Η παιδεία και η εκπαίδευση των Ελλήνων είναι βαθύτατα «πατριωτικές», σε τέτοιο βαθμό που καταλήγουν εθνικιστικές. Δεν ισχυρίζομαι πως οι καθηγητές ή οι γονείς όλων των μαθητών είναι εθνικιστές, αυτό που ισχυρίζομαι είναι πως το να διδάσκεις το παιδί ή τον μαθητή σου πως οι Έλληνες έκαναν όλα τα σπουδαία πράγματα και το «πόσα έδωσαν», αποσιωπώντας ταυτόχρονα όλα τα μελανά σημεία της ελληνικής ιστορίας (π.χ. εμφυλίους, προδοσίες κ.λ.π.), δημιουργεί ψευδή ιστορική αντίληψη στους μαθητές. Κάνει τα παιδιά να πιστεύουν πως είναι ο ανώτερος λαός του κόσμου, πως έχουν τον σπουδαιότερο πολιτισμό, πως όλοι οι άλλοι λαοί τους αντέγραψαν, πως όλος ο πλανήτης τους χρωστάει. Οι Έλληνες μαθαίνουν ιστορία με έναν τρόπο που τους δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως το να είσαι Έλληνας είναι αυτομάτως πιστοποιητικό ανωτερότητας και αθωότητας.

Η συνεχής διδασκαλία ιδεών περί «ανωτερότητας» και «μοναδικότητας» των Ελλήνων, αρχικά μέσα στο σπίτι και στη συνέχεια συστηματικά μέσα στο σχολείο, δημιουργεί ένα «εκρηκτικό μείγμα» σε συνδυασμό με τη χρεοκοπία και τη λουμπενοποίηση της χώρας -στο «μείγμα» προστίθεται ορισμένες φορές και η οργή (λόγω της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης) ή η θέληση του νέου να νιώσει μέλος μιας ομάδας, να είναι «μάγκας» (λόγω της εφηβείας). Έτσι, οι Έλληνες μαθητές καθίστανται εξαιρετικά ευάλωτοι απέναντι σε εθνικιστικές ιδέες και τα ελληνικά σχολεία μετατρέπονται σε ιδανικά θερμοκήπια μελλοντικών εθνικιστών-φασιστών.

Η εκπαίδευση στα ελληνικά σχολεία δεν είναι εθνικιστική (με την αυστηρή έννοια του όρου εθνικισμός). Είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα ελληνοκεντρική, σε βαθμό που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις νέες γενιές. Οι περισσότεροι νέοι φεύγουν -και θα συνεχίσουν να φεύγουν- στο εξωτερικό για να μπορέσουν να καταφέρουν κάτι καλύτερο. Καλό θα είναι να μη συγκρουστούν με την πραγματικότητα. Καλό θα είναι να ξέρουν πως ο λαός στου οποίου τη χώρα θα καταφύγουν για να μπορέσουν να προχωρήσουν στη ζωή τους, δεν είναι κατώτερος από αυτούς. Καλό θα είναι, λοιπόν, να ξέρουν πως στην πολυεθνική στην οποία θα πιάσουν δουλειά, θα δουλεύει και ένας Σύριος, ο οποίος ίσως αρχικά να ήταν πρόσφυγας ή παράνομος μετανάστης, σαν αυτούς που το Ελληνόπουλο και -κυρίως- οι γονείς του δεν ήθελαν να μπει στο ελληνικό σχολείο. Να έχουν στο νου τους πως όταν πας κάπου για ένα καλύτερο μέλλον, δε σου χρωστάνε… κι ας είσαι από τη χώρα του Σωκράτη, του Περικλή και του Μ. Αλέξανδρου. Ας σταματήσουμε σαν λαός να είμαστε τόσο περήφανοι για τα κατορθώματα των «πάλαι ποτέ άξιων προγόνων μας», ας τους έχουμε ως παραδείγματα και ας δούμε πως θα καταφέρουμε οι απόγονοί μας να είναι περήφανοι για εμάς.


Αλέξης Κωνσταντόπουλος

Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτητής στο τμήμα ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα σπουδάζει και νομική στο γαλλικό Κολλέγιο id'EF. Έχει λάβει μέρος σε πλήθος ρητορικών αγώνων τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος και στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ