17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΚαταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου: Νομοθετικές Ακροβασίες

Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου: Νομοθετικές Ακροβασίες


Της Βασιλικής Οικονόμου,

Στο πεδίο της παροχής εξαρτημένης εργασίας ο κανόνας ως προς το είδος της συναπτόμενης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου σύμβασης είναι η σύμβαση αορίστου χρόνου, η οποία δημιουργεί μεταξύ των μερών μια έννομη σχέση διαρκή, μια συμβατική δέσμευση χωρίς προκαθορισμένη «ημερομηνία λήξης». Το κενό στο χρονικό προσδιορισμό της σύμβασης αναπληρώνει η δυνατότητα καθενός από τα μέρη, μέσω μονομερούς άσκησης του δικαιώματος της τακτικής καταγγελίας να λύσουν την σύμβαση. Η νομοθετική πρόβλεψη (ν. 2112/1920, ν. 3198/1955) της δυνατότητας αυτής, προφανώς ανταποκρινόμενη στις επιταγές της καλής πίστης, ήταν αναγκαία για την αποφυγή συνέχισης μιας «δέσμευσης στο διηνεκές».

Στο α. 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων», διαβάζοντας κανείς τις προϋποθέσεις κύρους της τακτικής καταγγελίας διαπιστώνει ότι απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε αντικειμενικό λόγο, δικαιολογητικό της λύσης της σύμβασης εργασίας. Ενώ στην έκτακτη καταγγελία η λύση της σύμβασης απορρέει από τη διαπίστωση ότι ένας σπουδαίος λόγος καθιστά μη ανεκτή τη συνέχισή της (α. 672 ΑΚ) , η τακτική καταγγελία είναι «ελεύθερη», έχει -όπως πολλές φορές η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει επισημάνει- το χαρακτήρα αναιτιώδους δικαιοπραξίας, με την έννοια ότι η ανυπαρξία ενός σπουδαίου λόγου δεν οδηγεί σε ακυρότητά της. Πρακτικά, μέσω αυτής της παραδοχής και με δεδομένο ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενοι στο προαναφερθέν άρθρο τυπικοί περιορισμοί της καταγγελίας (έγγραφος τύπος, νόμιμη αποζημίωση στον απολυόμενο και καταχώρησή του στα τηρούμενα από το ΙΚΑ μισθολόγια), ο εργοδότης αποκτά τη δυνατότητα να απολύσει τον εργαζόμενο, απαλλαγμένος από οποιαδήποτε υποχρέωση αντικειμενικής δικαιολόγησης της επιλογής του. Ως μέσο προστασίας του εργαζομένου απέμενε ο επιβαλλόμενος από την καλή πίστη «έλεγχος καταχρηστικότητας» της καταγγελίας μέσω του α. 281 ΑΚ.

Ωστόσο, στη νομολογία των δικαστηρίων ουσίας παρατηρήθηκε σταδιακά η τάση να μην περιορίζεται ο δικαστικός έλεγχος της καταγγελίας στην εξέταση του αν αυτή μπορεί να ακυρωθεί ως καταχρηστική, αλλά να επεκτείνεται με συνέπεια να απορρίπτεται ως άκυρη και η καταγγελία που «δεν δικαιολογείται από το καλώς νοούμενο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη». Χάριν επομένως της προστασίας του εργαζομένου έναντι μιας άδικης εργοδοτικής απόφασης που θα μπορούσε να του κοστίσει τη θέση εργασίας και συνεπώς να αποτελέσει πλήγμα στη συνταγματικά κατοχυρωμένη επαγγελματική του ελευθερία, διαμορφώθηκε νομολογιακά η ανάγκη αντικειμενικής δικαιολόγησης της τακτικής καταγγελίας μιας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

Μια πρόσφατη νομοθετική αλλαγή στην κατεύθυνση της προστασίας του εργαζομένου από ενδεχόμενη απόλυση επιχείρησε να φέρει ο ν. 4611/2019 (ΦΕΚ Α’73/17.5.2019). Με το α. 48 του εν λόγω νόμου προστέθηκε στο α. 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 ως θετική προϋπόθεση κύρους της καταγγελίας η ύπαρξη βάσιμου λόγου, ικανού να τη δικαιολογεί. Προσεγγίζοντας τη σχετική ρύθμιση για την έκτακτη καταγγελία, και αφορμώμενος από την ανάγκη εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με το α. 24 του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο Έλληνας νομοθέτης προχώρησε μέσω της ρύθμισης αυτής στην κατοχύρωση της θέσης εργασίας από ανεπαρκώς αιτιολογημένες εργοδοτικές αποφάσεις. Ταυτόχρονα, έφερε στο προσκήνιο το κοινωνικό νόημα της θέσης εργασίας, συνδέοντάς την με το δικαίωμα του εργαζομένου για συμμετοχή στην επαγγελματική ζωή ως έκφανση της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του (α. 5 παρ 1 του Συντάγματος).

Η συγκεκριμένη ρύθμιση του Ν.4611, που εισήχθη το Μάιο του 2019, καταργήθηκε με τροπολογία που εισήγαγε το νέο Υπουργείο Εργασίας τον Αύγουστο του ιδίου έτους. Σημειώνεται επομένως επιστροφή στο καθεστώς της «ελεύθερης» καταγγελίας, επιστροφή που, όπως η κυβέρνηση υποστηρίζει, θα συντελέσει στην ταχύτερη εκδίκαση εργατικών διαφορών, ενώ παράλληλα θα διευκολύνει τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας.

Νομικοί κύκλοι που τάσσονται υπέρ της κατάργησης της ρύθμισης για την ανάγκη ύπαρξης βάσιμου λόγου που να δικαιολογεί την καταγγελία αναφέρουν ότι η εν λόγω διάταξη ήταν όντως περιττή εν όψει της νομολογιακά διαμορφωμένης υποχρέωσης του εργοδότη για αντικειμενική δικαιολόγηση της καταγγελίας. Δείχνοντας παράλληλα εμπιστοσύνη στον έλεγχο της καταγγελίας με βάση το α. 281 ΑΚ, θεωρούν ότι το εθνικό δίκαιο προστασίας των εργαζομένων υπήρξε ήδη πριν το ν. 4611/2019 πλήρες και αποτελεσματικό. Με δυσπιστία βέβαια αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο η κατάργηση του α. 48 του εν λόγω νόμου να αποκτήσει ισχύ αναδρομική, καλύπτοντας περιπτώσεις απολύσεων που μεσολάβησαν, αφού ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δημιουργούσε ανασφάλεια στις επιχειρήσεις.

Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται ότι με την -καταργηθείσα πλέον- νέα ρύθμιση είχε γίνει ένα σημαντικό βήμα για την κατοχύρωση του δικαιώματος του εργαζομένου στη θέση εργασίας. Παράλληλα, η υποχρέωση για απόδειξη της ύπαρξης αντικειμενικής δικαιολόγησης της καταγγελίας θα βάραινε τον εργοδότη, διευκολύνοντας σημαντικά τη θέση του εργαζομένου.

Πράγματι, η ισχύουσα ρύθμιση που φέρνει την απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση για δικαιολόγηση της καταγγελίας δε φαίνεται να ενισχύει την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του εργαζομένου. Η εναλλακτική που προσφέρει στο πεδίο αυτό ο έλεγχος της καταγγελίας με βάση το α. 281 ΑΚ αποδεικνύεται ανεπαρκής στις «λεπτές» περιπτώσεις, στις οποίες δεν είναι προφανής η αντίθεση της εργοδοτικής απόφασης στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη. Συγχρόνως, η καθιέρωση του αντικειμενικού λόγου ως θετικής προϋπόθεσης κύρους της καταγγελίας θα οδηγούσε στη σταδιακή -αν όχι νομοθετική, τουλάχιστον νομολογιακή- εξειδίκευση των περιπτώσεων κατάφασης ύπαρξής του, ώστε να δημιουργηθεί τελικά ένας ενδεικτικός «κατάλογος» βάσιμων λόγων απόλυσης, ο οποίος όχι μόνο θα διευκόλυνε το έργο των δικαστών, αλλά και θα αποτελούσε σταθερό όριο στις εργοδοτικές επιλογές. Έτσι, θα διαμορφωνόταν ένα ολοκληρωμένο, σύγχρονο πλαίσιο προστασίας της θέσης εργασίας, ένα ισχυρό «όπλο» στη φαρέτρα του εργαζομένου έναντι των εκάστοτε μη άξιων προστασίας εργοδοτικών συμφερόντων.


Πηγές
  • Δ. Ζερδελής, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (2η έκδ.-2017), Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Δ. Ζερδελής, Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (2η έκδ.-2002), Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Δ. Ζερδελής, Η προστασία από την απόλυση μετά τον Ν.4611/2019 (μελέτη-εισήγηση στην ημερίδα με θέμα «Το νέο δίκαιο της απόλυσης μετά τον ν. 4611/2019» 07/06/2019)
  • Στ. Παπαπέτρος, Οι 12 αλλαγές στα εργασιακά, (21/05/2019), blog δικηγορικού γραφείου Γ.Κ. Καρούζος και Συνεργάτες (www.dikigorosergatologos.gr)
  • Οι αλλαγές στις απολύσεις με την τροπολογία Βρούτση, (09/08/2019), Τα Νέα
  • «Ο Νέος Νόμος-Ν.4611/2019», Δελτίον Εργατικής Νομοθεσίας (www.den.gr)

Βασιλική Οικονόμου

Γεννήθηκε στο Βόλο τον Μάρτιο του 1999. Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Βόλου το 2017. Σπουδάζει έκτοτε στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και γαλλικών και απλή γνώση γερμανικών. Συμμετέχει σε σεμινάρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της, ενώ έχει συμμετάσχει στο RhodesMRC 2019. Η αρθρογραφία είναι για εκείνη ένα μέσο να διευρύνει τις νομικές της γνώσεις.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ