Της Σοφίας Ζαφειροπούλου,
Το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) βρίσκεται στην εξουσία ως αυτοδύναμο αλλά και ως κεντρικό κόμμα κυβερνήσεων συνεργασίας από το 2002 έως και σήμερα. Τον πρώτο καιρό της προεδρίας του δημιούργησε ελπίδες στους Κούρδους για την επίλυση του ζητήματος σε μία προσπάθειά του για περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του κράτους.
Αρχικά, ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε δηλώσει σε ομιλία του τον Αύγουστο του 2005 στην πόλη του Ντιγιάρμπακιρ, που είναι η πόλη με το μεγαλύτερο κουρδικό πληθυσμό στη νοτιοανατολική Τουρκία, πως «Το κουρδικό ζήτημα δεν είναι πρόβλημα μόνο μιας μερίδας του λαού αλλά είναι πρόβλημα όλων μας, είναι και δικό μου πρόβλημα». Η δήλωσή του αυτή αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της κυβερνητικής βουλήσεως για την ειρηνική επίλυση του ζητήματος. Ωστόσο, συμπίπτει, όπως αργότερα θα αποκαλυφθεί, με τις μυστικές διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Όσλο της Νορβηγίας μεταξύ των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και της Ένωσης Κοινοτήτων του Κουρδιστάν (KCK).
Μετά από τις εκλογές του 2007, η κυβέρνηση ανήγγειλε τη «Δημοκρατική πρωτοβουλία», αναθεώρηση του Συντάγματος του 1982 με σκοπό να αντιμετωπισθούν μεταξύ άλλων τα κουρδικά αιτήματα. Αποκορύφωμα των κυβερνητικών υποσχέσεων ήταν η ανακοίνωση του «Κουρδικού ανοίγματος» τον Οκτώβριο του 2009, που μεταξύ άλλων προέβλεπε την επιστροφή μελών του κουρδικού εθνικιστικού κόμματος PKK από τις βάσεις τους στο Βόρειο Ιράκ και την Ευρώπη, όπου κάποιοι είχαν διαφύγει μέσω μιας ανεπίσημης γενικής αμνηστίας. Η μόνη ομάδα που κατάφερε να επιστρέψει στην Τουρκία κατόπιν αυστηρής επιλογής ήταν 34 μέλη του PKK από τα στρατόπεδα του Καντίλ και του Μαχμούρ στο Βόρειο Ιράν, τα οποία επέστρεψαν μέσω της συνοριακής πύλης του Χάμπουρ στις 19 Οκτωβρίου του 2009.
Αδιαμφισβήτητα ήταν μια κίνηση τεράστιου συμβολικού χαρακτήρα, που ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης της πολιτικής επίλυσης του κουρδικού ζητήματος, επιδείνωσε περαιτέρω της σχέσεις Τούρκων-Κούρδων. Η επιστροφή των επαναπατρισθέντων, καθώς και οι πύρινοι λόγοι τους ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων της τουρκικής κοινής γνώμης, προκαλώντας την αναδίπλωση της διαδικασίας. Συνέπεια των κινήσεων αυτών ήταν οι συλλήψεις όσων από τους επαναπατρισθέντες δεν κατάφεραν να καταφύγουν στο Βόρειο Ιράκ αλλά και η παραπομπή σε δίκη Κούρδων πολιτών με την κατηγορία της συμμετοχής στην οργάνωση Ένωση Κοινοτήτων του Κουρδιστάν, που χαρακτηρίστηκε από την τουρκική κυβέρνηση ως τρομοκρατική. Ο Τούρκος Πρόεδρος κατά την προεκλογική περίοδο του 2011 σε ομιλία του στο Ντιγιάρμπακιρ αρνήθηκε την ύπαρξη του κουρδικού ζητήματος και υποστήριξε ότι υπάρχουν προβλήματα μόνο με τους Κούρδους πολίτες. Στις εκλογές που ακολουθούν η κουρδική μειονότητα αποτέλεσε κεντρική συνιστώσα της πολιτικής σκηνής, καθώς λειτούργησε ως εξισορροπητική δύναμη του κυβερνώντος κόμματος (ΑΚΡ) με τα αντίπαλα.
Οι Κούρδοι για την Τουρκία είναι μια ενεργή δύναμη με αποσχιστικές φιλοδοξίες και με σημαντικό ιστορικό υπόβαθρο. Η μειονότητά τους είναι η μεγαλύτερη μειονότητα του τουρκικού κράτους και υπολογίζεται πως κυμαίνεται από 6 έως 19 εκατομμύρια πολίτες. Από την περίοδο της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει υποφέρει από αλλεπάλληλους διωγμούς, καταπιέσεις και απαγορεύσεις έκφρασης των γλωσσικών και πολιτιστικών της στοιχείων.
Το Κουρδικό ζήτημα διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο για τον καθορισμό των κατευθυντήριων γραμμών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς ο κουρδικός εθνικισμός αποτελεί το κυριότερο πρόβλημα του τουρκικού κράτους καθώς, θα μπορούσε να έχει δυνητικά γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες στην Τουρκία. Εν κατακλείδι, από τα συμφραζόμενα προκύπτει πως η Κουρδική εθνική ταυτότητα παραμένει ζωντανή στο πέρασμα του χρόνου και το ερώτημα που προκύπτει είναι: με ποια μορφή θα εκδηλωθεί και θα ολοκληρωθεί μέσα στα επόμενα χρόνια;
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1999. Βρίσκεται στο τρίτο έτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό και λατρεύει τα ταξίδια