Του Χρήστου Αμανατίδη,
Η Γερμανία ηττήθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υποχρεώθηκε σε πολλές εδαφικές παραχωρήσεις, ταπεινώσεις και οικονομικές αφαιμάξεις. Τα πράγματα ήρθε να χειροτερέψει το οικονομικό κραχ του 1929 που καταδίκασε χιλιάδες Γερμανών στην ανεργία και κλόνισε την πίστη του λαού στο νεοσύστατο Δημοκρατικό καθεστώς της Βαϊμάρης. Ένα κλίμα, το οποίο το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Οι στρατιωτικές του μεταρρυθμίσεις, όπως η εκ νέου εισαγωγή της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας το 1935, η πολιτική του επανεξοπλισμού και η αναίμακτη επέκταση της Γερμανίας στο όνομα της πολιτικής του κατευνασμού, οδήγησαν τον γερμανικό στρατό στη θέση του πιο εκπαιδευμένου και πειθαρχημένου στρατού της Ευρώπης.
Και, όμως, ενώ τα πρώτα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία θριάμβευσε, τα τελευταία δύο χρόνια του κατέρρευσε. Το ερώτημα που προκύπτει από αυτή την αλληλουχία γεγονότων είναι το εξής: πώς γίνεται η χώρα με τον πιο πολυάριθμο στρατό της Ευρώπης να ηττηθεί; Και σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε.
Πρωτίστως, η αυτόβουλη κατάληψη της ανώτερης διοίκησης του γερμανικού στρατού το Δεκέμβριο του 1941 από τον Χίτλερ, έναν άνθρωπο που δεν είχε ιδέα από χάραξη σωστής στρατηγικής, σε συνδυασμό με τον παραγκωνισμό των απόψεων των διακεκριμένων στρατιωτικών της χώρας του, άφησε τη Γερμανία ανίκανη να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που της παρουσιάζονταν ή να μπορέσει να δημιουργήσει μια πιο ευνοϊκή διπλωματική θέση για την ίδια, όταν οι συγκυρίες άρχισαν να δυσκολεύουν.
Ένας άλλος παράγοντας που συντέλεσε σημαντικά στην ήττα της Γερμανίας, ήταν οι «παρωπίδες» της ιδεολογίας. Αντίθετα από τους Γερμανούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που φρόντιζαν να τρέφουν τα εθνικά κινήματα ανεξαρτησίας, οι Γερμανοί του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ποτισμένοι από τη ναζιστική ιδεολογία, δε φρόντισαν να προσφέρουν κανενός είδους βοήθεια σε τέτοιου είδους κινήματα. Ειδικά η Ουκρανία, που πέρα από μια πρώτης τάξεως πάροχος σε καύσιμα και τρόφιμα, ήταν ένα ιδανικό θερμοκήπιο αντιρωσικών αισθημάτων λόγω της βίαιης κολεκτιβοποίησης και του λιμού που προηγήθηκαν του πολέμου, ποδοπατήθηκε με τη δικαιολογία πως ήταν ένα «σλαβικό κράτος που κατοικείται από υπανθρώπους». Ένα άλλο τρανταχτό παράδειγμα της αδυναμίας της Γερμανίας να αξιοποιήσει σίγουρο πλεονέκτημα που θα αποκτούσε με μια πιο διαλλακτική στάση, ήταν η προτροπή στις θηριωδίες στο Ανατολικό Μέτωπο και η άρνηση 800.000 Ρώσων εθελοντών να πολεμήσουν στο πλευρό της Γερμανίας στις αρχές της Ανατολικής Εκστρατείας, στερούμενη έτσι και στις δύο περιπτώσεις τη βοήθεια και την υποστήριξη του τοπικού στοιχείου.
Αλλά, η πιο τρανταχτή απόδειξη της θέσης πως μια ολοκληρωτική ιδεολογία μπορεί να υπονομεύσει το ίδιο το κράτος που την ενστερνίζεται, βρίσκεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Πέρα από ένα μνημείο της ανθρώπινης αποκτήνωσης, δείχνουν και την αδιαλλαξία της Γερμανίας, καθώς σπατάλησε πολύτιμους πόρους σε ανθρώπους και χρήματα για ένα χρονικά ασύμφορο εγχείρημα.
Ένας τρίτος παράγων ήταν το θέμα των συμμαχιών. Παρόλο που και οι Σύμμαχοι δε συντονίζονταν με απόλυτη αρμονία και η ένταξη της Σοβιετικής Ένωσης στον «Μεγάλο Συνασπισμό» το 1941 οδήγησε στην ύπαρξη δύο πυρήνων λήψεως αποφάσεων, υπήρχε η συνύπαρξη τριών εξαιρετικά ισχυρών δυνάμεων. Η Γερμανία, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ήταν ο μοναδικός ισχυρός εταίρος. Η Ισπανία, που υπολογιζόταν να συμμετέχει στον πόλεμο, διατήρησε ουδετερότητα, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, αλλά πρωτίστως η Ιταλία που αποτελούσε φυσική επιλογή, τόσο από ιδεολογική, όσο και γεωγραφική θέση, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Αντίστοιχα, η Ιαπωνία που είχε εγκαταλείψει τις επεκτατικές βλέψεις της προς τη Μογγολία και κατά συνέπεια τις συγκρούσεις με την ΕΣΣΔ, βρίσκοντας έναν νέο πίνακα ενδιαφερόντων στην Κίνα, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες Νήσους, δεν ήταν σε θέση να συνεργαστεί με τη Γερμανία και να θέσουν την ΕΣΣΔ μεταξύ σφύρας και άκμονος, όπως έκαναν οι δυτικοί Σύμμαχοι και η ΕΣΣΔ στη Γερμανία λίγα χρόνια αργότερα.
Αλλά, το βασικό συστατικό στη νίκη των Συμμάχων ήταν η αριθμητική και υλική τους υπεροχή. Παρόλο που η Γερμανία είχε σαφές πλεονέκτημα σε ό,τι αφορούσε το κεφάλαιο τεχνολογία, η στροφή σε όλο και μεγαλύτερα και βαρύτερα πυροβόλα και άρματα μάχης, αντί για μαζική παραγωγή καλών μοντέλων, προκάλεσε την ύπαρξη ασύμφορης ποικιλομορφίας στα γερμανικά οπλικά συστήματα. Αντίστοιχα, οι Σύμμαχοι διατήρησαν το παραγωγικό τους πλεονέκτημα, ένα πλεονέκτημα που τους επέτρεψε εν τέλει να υπερφαλαγγίσουν τη Γερμανία.
Η Γερμανία, παρόλο που είχε μπει στον πόλεμο πρόωρα, καθώς σύμφωνα με τους στρατιωτικούς συμβούλους του Χίτλερ η Γερμανία δε θα ήταν τελείως έτοιμη πριν το 1942-1943, είχε να επιδείξει θεαματικές επιτυχίες σε ιδιαίτερα μικρό χρονικό διάστημα. Σε μόλις τρία χρόνια, ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και σφυροκοπούσε τη Βρετανία και τη Ρωσία. Όμως, τα λάθη που προαναφέρθηκαν μαζί με την πομπώδη δήλωση της Γερμανίας να κηρύξει πόλεμο στην Αμερική, επιτρέποντάς της να βοηθά πλέον ανοιχτά και απεριόριστα τους Συμμάχους, την καταδίκασαν σε μια βαριά και οδυνηρή ήττα.
Βιβλιογραφία
- Antony Beevor, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, σελ. 257-271.
- Alastair Parker, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, σελ. 123
- Norman Davies, Η Ευρώπη σε πόλεμο
- E.M. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, σελ. 834-835, 872, 876, 915 και 917-920
- Shelley Klein, Οι 15 πιο μοχθηροί δικτάτορες στην ιστορία, σελ. 67, 73-74, 82 και 87-88
Γεννημένος το 1999 και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Ασχολείται με τον εθελοντισμό, συμμετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια, ενώ σε μικρότερη ηλικία είχε κάνει και μαθήματα σε θεατρική ομάδα. Ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την σύγχρονη ιστορία και τη ζωολογία.