Του Μιχάλη Γιαννακίδη,
Ο μήνας είναι Σεπτέμβρης του 2018 και η ώρα στο Lohan Nightclub είναι 1. Ένα αγόρι, γύρω στα 18, κρατάει τη βότκα–red bull στο ένα χέρι και το τσιγάρο, από το πακέτο Marlboro που αγόρασε πριν έρθει, στο άλλο. Το μαλλί του είναι φτιαγμένο με πηλό, του πήρε καιρό να μάθει να το φτιάχνει, αλλά τελικά τα κατάφερε. Φοράει ένα πουκάμισο, μια μπεζ βερμούδα και κάτι sneakers (αυτά που λέει ο toquel, όχι τις μπάρες), την ώρα που περιμένει να του πει κάτι ο διπλανός του, κάτι που δεν άκουσε ποτέ, γιατί την ίδια στιγμή το υπόλοιπο club έβγαλε μια ιαχή: είχε μπει το sicko mode.
Πριν από 5 χρόνια, η αντίδραση των θαμώνων δε θα ήταν η ίδια, όχι μέχρι πρότινος, ο κόσμος στην Ελλάδα δεν είχε ενστερνιστεί τον ήχο του Travis Scott, αυτή την εξελιγμένη μορφή της trap που ενίοτε κάνει ξεπέτες με άλλα μουσικά είδη, μιας και της αρέσει να πειραματίζεται. Πριν από 5 χρόνια, τέτοιο σαματά θα προκαλούσαν τα γνωστά Ελληνικά τραγούδια της εποχής, όχι η πειραματική, ψυχεδελική ραπ βγαλμένη από το Houston.
Προφανώς, ο Travis Scott δεν είναι ένας μοντέρνος προμηθέας, με τη ραπ να είναι η φωτιά. Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, η ραπ ήταν ευρέως γνωστή στην Ελλάδα, όμως, τον τελευταίο καιρό παρατηρώ μια διαφορά. Βλέπω άτομα που δεν άκουγαν ποτέ χιπ χοπ, να ακούνε, το βλέπω σε stories στο instagram, το βλέπω σε μαζώξεις σε σπίτια, το βλέπω στους επιτυχημένους Έλληνες καλλιτέχνες, σαν τον FY και τον Sin Boy, που τόσο έντονα έχουν επηρεαστεί από τους ξένους.
Μετά από μία διαδρομή που πήρε πάνω από τρεις δεκαετίες, η ραπ μοιράζεται την κυριαρχία της ελληνικής μουσικής σκηνής με τα ελληνικά, και άλμπουμ-σταθμός σε αυτή την διαδρομή ήταν το τελευταίο του Travis Scott, ονόματι Astroworld. Δεν ήταν το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς στο είδος του, ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός μπορεί να μην είναι καν στα καλύτερα 5, όμως ήταν αυτό που έκανε τον περισσότερο θόρυβο.
Στο ντοκιμαντέρ «Look mom I can fly» που βγήκε στο Netflix πριν λίγες μέρες, ο Scott λέει πως τo Astroworld είναι μια ιδέα που υπήρχε στο μυαλό του από τότε που ήταν 6 χρονών. Πράγματι, το αληθινό Astroworld ήταν ένα πολυαγαπημένο λούνα παρκ στο Χιούστον που κρατούσε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Jacques, όπως είναι και το πραγματικό του όνομα. Έτσι, όταν αυτό το όραμα έγινε πραγματικότητα, απογείωσε την καριέρα του.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του Αstroworld και των άλλων, εξίσου γνωστών άλμπουμ, σαν το Scorpion του Drake ή το Invasion of privacy της Cardi B, είναι πως έχει μια αίσθηση ταυτότητας, είναι ένα άλμπουμ που έχει κάποιον χαρακτήρα και όχι μία συλλογή τραγουδιών που απλά αποσκοπεί να μαζέψει όσο περισσότερα clicks μπορεί. Με αυτό τον δίσκο, ο Scott παρουσίασε μία ιδέα που είχε για ένα διαστημικό λούνα παρκ και ο κόσμος ανταποκρίθηκε, φέρνοντας το στη ζωή.
Βέβαια, δεν ήταν μόνο το λεγόμενο… aesthetic που έκανε το Αstroworld επιτυχημένο. Ο ήχος του παραμένει, έναν χρόνο αργότερα, πολύ εύκολος στο αυτί και η παραγωγή του είναι εξαιρετική. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να μην είναι, όταν σε αυτή συνείσφεραν -πέρα από τον ίδιο τον Scott- και ονόματα σαν τον θρυλικό Mike Dean, τον Kanye West και τους Tame Impala. Η λίστα με τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στα τραγούδια ίσως είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή, όμως κανένας τους δεν επισκιάζει τον Travis, με τον δίσκο να νιώθει άκρως προσωπικός.
Η επιτυχία του Astroworld δεν ήταν τυχαία. Από το μακρινό 2015, ο Travis Scott είχε σμιλέψει το τοπίο της trap μουσικής με το πρώτο άλμπουμ του, Rodeo, και τρία χρόνια αργότερα μετάλλαξε αυτό τον ήχο, ίσως προς το καλύτερο, ίσως προς το χειρότερο, όμως, δημιούργησε ένα προϊόν που οι έφηβοι του σήμερα θα θυμούνται στο μέλλον, κάτι που δεν ισχύει για πολλά από τα «χιτς» του σήμερα.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι τριτοετής φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στον χώρο τον media, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την τέχνη και την άθληση.