Του Χάρη Κωτσιορίμπα,
2019.
Η τεχνολογική εξέλιξη έχει για τα καλά «ανθίσει» και το «άρωμά» της διεισδύει σε ολοένα και περισσότερους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Και μπορεί να μην οδηγούμε ακόμη ιπτάμενα αυτοκίνητα, όπως ονειρευόταν η ανθρωπότητα πριν μερικές δεκαετίες, αλλά αδιαμφισβήτητα βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωποι με πληθώρα προβλημάτων που έχουν ανακύψει στο παρόν, χάρη σε αυτή την εξέλιξη και προβληματισμών για το μέλλον. Μείζον ζήτημα των ημερών μας αποτελεί η προστασία του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων.
Παραβλέποντας το «αυτοφακέλωμα» στο οποίο καθόλου λίγοι από εμάς καθημερινά προβαίνουμε, κοινοποιώντας τη θέση μας μαζί με άλλα στοιχεία της καθημερινής μας δράσης, ιδιαίτερα ανησυχητικό εμφανίζεται στις μέρες μας το «φακέλωμα» των εργαζομένων. Σαφώς η τακτική των εργοδοτών να συλλέγουν και να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα των εργαζομένων αποτελεί στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την καλύτερη οργάνωση και αποτελεσματικότερη διεύθυνση της εργασίας, καθώς επίσης και για την καλύτερη εποπτεία της. Ο προβληματισμός που ανακύπτει, ωστόσο, σχετίζεται με το βαθμό διείσδυσης του εργοδότη στην ιδιωτική σφαίρα του εργαζόμενου.
Καθημερινό, πλέον, φαινόμενο αποτελεί η επιτήρηση των εργαζομένων μέσω συστημάτων ελέγχου, βιντεοπαρακολούθησης εντός του χώρου εργασίας, αλλά ακόμα και συστημάτων γεωγραφικού εντοπισμού εκτός του χώρου εργασίας. Η λειτουργία των συστημάτων αυτών συνιστά παραβίαση του άρθρου 9Α του Συντάγματος, καταπατώντας την προστασία των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων.
Η νομική κοινότητα δεν θα μπορούσε να παρακολουθεί άπραγη τις εξελίξεις αυτές. Κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης που χορηγεί το άρθρο 19§1 του νόμου 2472/1997 για την «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1/2011 Οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) περί της «Χρήσης συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για την προστασία προσώπων και αγαθών», όπου εντοπίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες κρίνεται ανεκτός ο περιορισμός του ανωτέρω συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος, ενώ είχε προηγηθεί η έκδοση της υπ’ αριθμόν 115/2001 Οδηγίας της. Σε αυτές τις δύο οδηγίες αναδεικνύεται η γενική αρχή της ΑΠΔΠΧ: ο σεβασμός της αναλογικότητας, ο οποίος διαπνέει όλες της τις αποφάσεις. Η αρχή της αναλογικότητας «επιβάλλει τα συστήματα επιτήρησης του εργαζομένου να είναι πρόσφορα και αναγκαία σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό». Συμπληρωματικά αναφέρεται πως η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων θα πρέπει «να γίνεται αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης».
Σε αυτό το πλαίσιο, ορίζεται πως η λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω των συστημάτων αυτών, θα πρέπει να γίνεται κατόπιν αξιολόγησης της αναγκαιότητάς της σχετικά με τον επιδιωκόμενο αντιμετωπίσιμο από τον εργοδότη κίνδυνο και με τη σπουδαιότητα της επίπτωσης στην ιδιωτική ζωή των προσώπων που αφορά. Παρόλα αυτά, επιβάλλεται η εφαρμογή ηπιότερων μέσων, δηλαδή μέσα το ίδιο αποτελεσματικά, αλλά λιγότερο επαχθή για το άτομο, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξή τους.
Εφόσον κριθεί απαραίτητη η χρήση μέσων βιντεοεποπτείας, τα σημεία εγκατάστασης των καμερών είναι από το νόμο προκαθορισμένα, καθώς επίσης και ο τρόπος λήψης τους. πιο συγκεκριμένα, ορίζεται ότι τα δεδομένα που συλλέγονται θα πρέπει να είναι τόσα όσα είναι απολύτως απαραίτητα «για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στο χώρο που επιτηρείται και ιδίως να μην παραβιάζεται αυτό το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως «νόμιμη προσδοκία κάποιου βαθμού προστασίας της ιδιωτικής ζωής» σε κάποιο χώρο».
Το άρθρο 7 της υπ’ αριθμόν 1/2011 Οδηγίας ορίζει πως «επιτρέπεται η χρησιμοποίηση εικονοληπτικών μηχανών σε χώρους εργασίας, στην περίπτωση που αυτή δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας». Αυτό σημαίνει πως σε έναν τυπικό χώρο γραφείων η βιντεοεπιτήρηση θα πρέπει να περιορίζεται στις θύρες εισόδου και εξόδου, καθώς και σε χώρους με αγαθά ιδιαίτερης σημασίας (ταμεία, χρηματοκιβώτια), σε αντίθεση με τα στρατιωτικά εργοστάσια, ή τις τράπεζες, χώρους που από την φύση τους είναι στενά συνδεδεμένοι με την παρακολούθηση για λόγους ασφαλείας.
Με την προϋπόθεση πως συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι, ο εργοδότης είναι νομικά ελεύθερος να προβεί στην εγκατάσταση εικονοληπτικών μηχανών στο χώρο εργασίας, εφόσον προηγουμένως ειδοποιήσει εγγράφως την ΑΠΔΠΧ για την εν λόγω εγκατάσταση, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τον επιδιωκόμενο σκοπό, τη φύση των δεδομένων που πρόκειται να συλλέξει και την τύχη της επεξεργασίας τους (άρθρο 6 του νόμου 2472/1997 & άρθρο 10 της υπ’ αριθμόν 1/2011 Οδηγίας). Ταυτόχρονα, ο εργοδότης οφείλει να ειδοποιεί, μέσω της ανάρτησης σε εμφανές σημείο, κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται στο χώρο εργασίας για την επιτήρηση που εφαρμόζεται στον χώρο.
Τα συλλεγόμενα από τον εργοδότη δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν «ημερομηνία λήξης». Είναι άξιο προσοχής το άρθρο 8 της ως άνω Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο τα δεδομένα θα πρέπει να καταστρέφονται το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες, αν δεν προκύπτει από αυτά επέλευση συμβάντος που εμπίπτει στον επιδιωκόμενο από τον εργοδότη σκοπό της παρακολούθησης. Στην αντίθετη περίπτωση που επέλθει σχετικό συμβάν, το χρονικό όριο διατήρησης των σχετικών με το συμβάν μόνων δεδομένων, ανέρχεται στις τριάντα (30) ημέρες. Το χρονικό αυτό όριο μπορεί να αυξηθεί αόριστα και ανάλογα με την περαιτέρω διερεύνηση που χρήζει το σχετικό υλικό, σε εξαιρετικές περιπτώσεις –λόγου χάρη διερεύνηση απάτης στο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου μίας τράπεζας– εφόσον προηγουμένως έχει γνωστοποιηθεί στην ΑΠΔΠΧ το αναγκαίο χρονικό διάστημα. Εάν δε τα δεδομένα δεν αφορούν τον εργοδότη και συνεπώς δεν προορίζονται για ίδια χρήση, αλλά αποτυπώνουν συμβάν που αφορά τρίτον, ο εργοδότης επιτρέπεται να τα διατηρεί για 3 μήνες.
Ο εργαζόμενος, σε περίπτωση που ο εργοδότης αυθαιρετεί μην τηρώντας τις ανωτέρω τιθέμενες προϋποθέσεις νόμιμης εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων βιντεοεπιτήρησης στο χώρο εργασίας, έχει στη διάθεσή του τη δυνατότητα καταγγελίας ενώπιον της ΑΠΔΠΧ, η οποία, υφισταμένων των παραβάσεων, μπορεί να επιβάλει στον παραβάτη εργοδότη τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 21 του Ν.2472/1997, μεταξύ των οποίων αναφέρεται η επιβολή προστίμου στον παραβάτη, ύψους από 880,41 ευρώ έως 146.735,14 ευρώ, καταστροφή αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας και καταστροφή, επιστροφή ή κλείδωμα (δέσμευση) των σχετικών δεδομένων.
Πέραν της καταγγελίας, ο εργαζόμενος νομιμοποιείται να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια κατά του εργοδότη αξιώνοντας χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης σύμφωνα με το άρθρο 23 του Ν.2472/1997, ύψους κατ’ ελάχιστον 5.869,40 ευρώ, εκτός εάν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή εάν η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια του παραβάτη. Κι αυτό γιατί «η μη τήρηση ή η μη συνδρομή μιας οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις καθιστά παράνομη τη διά κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και κάμερας λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένου», καθώς προσβάλλεται το δικαίωμα της προσωπικότητάς του και, ως εκ τούτου, δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης κατ΄ άρθρο 57 Αστικού Κώδικα.
Πηγές
- Σπ. Βλαχόπουλος & Συνεργάτες, ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ. Σελ.: 253, Εκδ.: Νομική Βιβλιοθήκη
- https://www.lsr.gr/html/%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%B9%CE%BC%CE%B7-%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D-%CE%BA%CF%85/
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τρίπολη, Αρκαδίας και σπουδάζει στη Νομική σχολή του ΕΚΠΑ. Έχει συμμετάσχει σε δεκάδες προσομοιώσεις οργανισμών, διαγωνισμούς εικονικών δικών και ρητορικούς αγώνες. Παράλληλα ασχολείται με τον εθελοντισμό.