Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου
Ένα από τα βασικά κομμάτια στη μεθοδολογία της συγγραφής ενός άρθρου, όπως ίσως οι αναγνώστες θα θυμούνται από τα σχολικά εγχειρίδια, αποτελεί και η ικανότητα του γράφοντος να επινοήσει έναν τίτλο που να εξάρει την περιέργεια του αναγνώστη, να τον προκαλέσει, να τον πείσει, εν ολίγοις, πως οι αρκετές εκατοντάδες λέξεις που έχει μπροστά του, αξίζουν το χρόνο και την προσοχή του. Ίσως το παρόν άρθρο να ήταν πιο επιτυχημένο, από την άποψη των «προβολών» και των «κλικ», αν τιτλοφορείτο σα να εμπεριείχε κάποια κοσμογονική αποκάλυψη, γραμμένη ώστε να αποτελεί ωδή στον άνθρωπο που εφηύρε το πλήκτρο του Caps Lock και να προκαλεί αλλεπάλληλες κρίσεις οργής στον κόσμο της φιλολογίας. Θα ήταν, βεβαίως, και πιο επικερδές, αν δημοσιευόταν σε κάποια ιστοσελίδα αμφίβολης αμεροληψίας, που θα έβριθε διαφημίσεων και pop-ups, όπου η ανωνυμία των στελεχών και η έλλειψη τεκμηρίωσης θα αποτελούσαν κανόνα και η δυσχέρεια στον εντοπισμό των ιθυνόντων θα αποτελούσε την απαραίτητη φενάκη για τη διάδοση κάθε είδους αστήρικτης πομφόλυγας, ενδεδυμένης το μανδύα της «ελεύθερης» και «ανένταχτης» δημοσιογραφίας.
Εντούτοις, αν ίσχυαν τα παραπάνω για το παρόν άρθρο, μάλλον η γράφουσα θα είχε υποπέσει σε μια σοβαρή αντίφαση. Βεβαίως, η εσκεμμένα στρεβλή χρήση της τέταρτης εξουσίας, με σκοπό την προπαγάνδα ή την ηθική σπίλωση δεν είναι χαρακτηριστικό της ψηφιακής εποχής, ούτε φυσικά έρχεται από το μέλλον. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, στα πύρινα πρωτοσέλιδα της Αυριανής και τη χυδαία στοχοποίηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη – παραμονές των εκλογών του 1985 -ως πρώην συνεργάτη των Ναζί, ή ακόμη και τους χαμερπείς χαρακτηρισμούς εις βάρος του Μάνου Χατζιδάκι, περιπτώσεις που αμφότερες δικαιώνουν τον ορισμό που αποδίδεται στο λήμμα «αυριανισμός». Μιλώντας με σημερινά δεδομένα, είναι εύκολο κανείς να συμπεράνει πως το διαδίκτυο, παρόλο που δεν αποτελεί το εξιλαστήριο θύμα που θα ήθελαν μερικοί να πιστεύουν, συνετέλεσε με τη ραγδαία εξάπλωσή του στη διευκόλυνση της διασποράς ψευδών ειδήσεων, και μάλιστα με ανεξέλεγκτες ταχύτητες. Κρίσιμο σε αυτή τη διάδοση ρόλο φαίνεται πως διαδραματίζει και το φαινόμενο του λεγόμενου clickbait, ήτοι της αποκόμισης κερδών από τη διαδικτυακή διαφήμιση μέσω αθέμιτων μέσων, κυρίως τίτλων επιλεγόμενων με κύριο σκοπό τον εντυπωσιασμό και την εκμετάλλευση του δημιουργούμενου χάσματος περιέργειας στον αναγνώστη. Κατά λογική συνέπεια, η ηλεκτρονική επισκεψιμότητα καθίσταται αυτοσκοπός, με τις ανάλογες διαβρωτικές στο δημόσιο λόγο συνέπειες. Εν ολίγοις, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πειστεί πως δεν είναι σκόπιμη η πρόκριση του εντυπωσιασμού έναντι της ποιότητας και ορθότητας του περιεχομένου στον κόσμο των fake news – ή, επί το νεοελληνικότερον, «ψευδονέων». Λαμβανομένου υπόψη και του γενικότερου πλαισίου, στο οποίο διαδραματίζεται ο εν Ελλάδι πολιτικός λόγος, δεν είναι άξιο απορίας το γιατί το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει λάβει πλέον διαστάσεις χιονοστιβάδας, κατακλύζοντας το καθ’ ημάς διαδικτυακό πεδίο και γεμίζοντας τα ηλεκτρονικά προφίλ των χρηστών με ειδήσεις αβέβαιης – για να το θέσουμε κομψά – ορθότητας, ασαφούς προέλευσης και αμφίβολης ποιότητας.
Μιλώντας, λοιπόν, για το πολιτικό πλαίσιο του δημόσιου λόγου στον οποίο βρίσκουν γόνιμο έδαφος να εμφιλοχωρήσουν κάθε λογής επικίνδυνες ανακρίβειες, ειδική μνεία αξίζει στα αποτελέσματα έρευνας του Pew Research Center (Ιανουάριος 2018) σχετικά με το βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης: η Ελλάδα τερμάτισε τελευταία ανάμεσα σε 38 χώρες στους σχετικούς δείκτες, καθώς η απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης φαίνεται να είναι καθολική, αφορώντας τόσο το επίπεδο κάλυψης των γεγονότων και την ποιότητα επεξεργασίας της είδησης, όσο και την ακρίβεια και την αμεροληψία κατά την αναμετάδοση αυτής. Σ’ ένα τέτοιο, λοιπόν, πολιτικό περιβάλλον δεν αποτελεί έκπληξη η εκμετάλλευση, αλλά και η ενθάρρυνση της διάχυτης και υπερβάλλουσας επιφυλακτικότητας απέναντι στα κεντρικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, κατά κύριο λόγο από λαϊκιστές πολιτικούς, αλλά και από νεοπαγή κομματικά μορφώματα: πομπώδεις ισχυρισμοί περί αποκλεισμού από τα μεγάλα, «συστημικά» ΜΜΕ, καταγγελτικό ύφος όσον αφορά την αξιοπιστία των τηλεοπτικών σταθμών, αβάσιμοι υπαινιγμοί για το ποιόν και την αμεροληψία δημοσιογράφων και επιθέσεις κατά προσωπικού, είναι λίγα μόνο από τα μέσα που διέρχονται καθ’ ομολογίαν «αντισυστημικοί» υποψήφιοι, ώστε να θρέψουν την ήδη υπάρχουσα απαξίωση προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε παράλογα επίπεδα, στοχοποιώντας μ’ αυτό τον τρόπο όποιον αποπειράται να ελέγξει την ορθότητα ισχυρισμών και συλλογισμών των υποψηφίων, ως δάκτυλο του αντιπάλου και πηγή όλων των δεινών. Καθόσον ηγεμονεύει αυτού του είδους η ρητορική, οι πολίτες στρέφονται προς «εναλλακτικές» πηγές ενημέρωσης, και το διαδίκτυο – με την απεριόριστη ροή πληροφοριών και την ασύγκριτη, σε σχέση με τα παραδοσιακά μέσα, διαδραστικότητά του – έρχεται να καλύψει αυτό το κενό.
Εδώ συναντάμε το σημείο καμπής: την ποιότητα της ηλεκτρονικής ειδησεογραφίας που θα επιλέξει ο αναγνώστης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις προσωπικές του πεποιθήσεις, το μορφωτικό του υπόβαθρο, εν τέλει τη γενικότερη άποψή του ως προς το τι αποτελεί είδηση, πολλώ δε μάλλον είδηση αρκετά σημαντική ώστε να αξίζει το χρόνο και τη φαιά ουσία του. Αν αναλογιστεί κανείς το χρόνο που ξοδεύει ο σύγχρονος άνθρωπος στις δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, θα ήταν μάλλον ανεδαφικό να καταδικάσουμε συλλήβδην την ηλεκτρονική ειδησεογραφία και ουτοπικό να αναμένουμε την προσκόλληση του αναγνώστη στην τηλεοπτική δημοσιογραφία και τον Τύπο. Εναπόκειται όμως στον ίδιο το χρήστη η αξιολόγηση της ποιότητας – ενίοτε και της ορθότητας – μιας είδησης, ώστε να στερεί από τα ψευδονέα την ίδια την αιτία της δημοφιλίας τους: την έλλειψη κριτικής σκέψης, την αβασάνιστη παραδοχή «συγκλονιστικών αποκαλύψεων», και την ελαφρά τη καρδία διάδοσή τους. Μ’ αυτό τον τρόπο, διαρρηγνύοντας τους δεσμούς που συνδέουν τη διαστρέβλωση των γεγονότων με το κοινό της, ας μην ξεχνάμε πως εκπληρώνουμε ένα δημοκρατικό μας καθήκον: τη διαφύλαξη της αλήθειας των γεγονότων (που θα μπορούσαν να αφορούν εμάς), της υπόληψης ανθρώπων (που θα μπορούσαμε να ήμαστε εμείς), της ελευθερίας επιλογής εν γένει. Άλλωστε, η κακόβουλη προπαγάνδα δεν είναι χόμπι: είναι σκοπούμενη, με τελικό στόχο τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης προς την πιο συμφέρουσα για το υποκείμενό της κατεύθυνση. Από την εξάπλωση του αντιεμβολιαστικού κινήματος και τη στοχευμένη προεκλογική σπίλωση υποψηφίων, μέχρι την επικράτηση του Brexit και την κατάκτηση του προεδρικού θώκου των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Ντόναλντ Τραμπ, η πληγή που μπορεί να προκαλέσει η παραπληροφόρηση στη δημοκρατία είναι παραπάνω από εμφανής, σε ακραίες περιπτώσεις ίσως και θανάσιμη. Η δημοκρατία, ωστόσο, είναι ένα πολίτευμα ανθεκτικό όσο και ευαίσθητο: έχοντας ως δικλείδες ασφαλείας τους θεσμούς της, δεν αποτελεί εύκολο θύμα στις ορέξεις των επικριτών της. Εντούτοις, λες και αρνείται να ζήσει την πτώση της, αυταναφλέγεται σε συνθήκες έλλειψης παιδείας, σε συνθήκες σκοταδισμού, σε συνθήκες ανευθυνότητας. Όταν σκεφτόμαστε δυο φορές πριν διαδώσουμε μια παντελώς ατεκμηρίωτη είδηση, όταν δε μας φτάνει ένας εντυπωσιακός τίτλος για να μοιραστούμε – με αόριστο αριθμό προσώπων – έναν ηλεκτρονικό σύνδεσμο, όταν αρνούμαστε να δώσουμε έδαφος σε κάθε λογής ημιμαθείς τσαρλατάνους που μας λένε όσα θέλουμε ν’ ακούσουμε, έχουμε κάνει κάτι πολύ περισσότερο απ’ όσα φανταζόμαστε. Δεν έχουμε στερήσει απλώς ένα πολυπόθητο, στη σύγχρονη εποχή, «κλικ». Έχουμε αποτρέψει τη στροφή της κοινής γνώμης προς επικίνδυνες ατραπούς. Έχουμε εγκαταστήσει ένα antivirus Δημοκρατίας.