Της Ηλέκτρας Φραγκιαδάκη,
Κρήτη. Εδώ βρίσκομαι τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα και εδώ επιστρέφω όταν αναζητώ «οικειότητα». Όμορφος, άγριος και πολύπλοκος τόπος. Όπως και ο τόπος του θεάτρου, με δύσκολους χειμώνες, αλλά ζεστά και λαμπερά καλοκαίρια. Δε θυμάμαι πια γιατί και πότε ακριβώς αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο. Μάλλον η τύχη έπαιξε το ρόλο της στη συγκεκριμένη απόφαση. Αυτό που ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι το γιατί μένω και τι προσδοκώ να δημιουργήσω μέσα από την υποκριτική και το θέατρο εν γένει. Είναι αλήθεια ότι το να εργάζεσαι ως ηθοποιός στην Ελλάδα του 2019, περιλαμβάνει μια σειρά από δυσκολίες που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Γιατί κανένα επάγγελμα δεν ανθεί όπως άλλοτε. Γιατί το συγκεκριμένο λογίζεται από τον περισσότερο κόσμο ως μία δευτερεύουσα ασχολία, ως μία δημιουργική απασχόληση και όχι ως ένα μέσο βιοπορισμού. Γιατί κάθε χρόνο αποφοιτούν από τις δραματικές σχολές περίπου 600-700 ηθοποιοί. Γιατί η εναλλακτική αμοιβή των ηθοποιών, που είναι η γνώμη των άλλων και η «όποια» δόξα, θεωρείται θεμιτή και ικανοποιητική λύση. Καταλήγοντας, η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει στο χώρο μας είναι η αβεβαιότητα.
Πριν ένα μήνα, ένας τρελάρας εξηντάρης φίλος μου έλεγε συγκινημένος ότι η πιο μεγάλη του πίκρα είναι που δεν κατάφερε ο ίδιος και η γενιά του να εξασφαλίσουν στους νέους τη δυνατότητα να ονειρεύονται και να σχεδιάζουν το μέλλον. Από αμηχανία γέλασα. Σκεφτόμουν, μήπως έχει δίκιο; Ποιος ευθύνεται για το μέλλον μου; Ποια η θέση μου σε όλο αυτό το δυστοπικό αφήγημα που εξελίσσεται στη χώρα μου; Νομίζω, λοιπόν, ότι το παρελθόν και το παρόν μοιράζονται ισάξια την ευθύνη και μέσα από αυτό το πρίσμα προσπαθώ να υπάρχω, τόσο κοινωνικά, όσο και θεατρικά. Έχοντας αυτό κατά νου, παραμένω αισιόδοξη, παλεύω και ονειρεύομαι τη ζωή μου στο θέατρο και στην Ελλάδα.
Δε διαχωρίζω τη ζωή μου μέσα και έξω από το θέατρο. Μαθαίνω για τη ζωή μέσα από αυτό και παιδεύομαι με αυτό, γιατί μαθαίνω για τη ζωή.
Είμαι, επίσης, βέβαιη ότι το ίδιο κάνουν και πολλοί συνάδελφοί μου. Επεδίωξα ορισμένες συναντήσεις και ευτύχησα με αυτές όσο καιρό ασχολούμαι με το θέατρο, διότι συνάντησα ανθρώπους που πιστεύουν στην προσπάθεια, στη δουλειά, στα όνειρα, στις ουτοπίες, στο μοίρασμα και στο μαζί, όπως πιστεύουν τα παιδιά στα παραμύθια. Κι αυτή η αθωότητα, όπως την ονομάζω, είναι το κλειδί για να αντέξουμε την «αγρίως απίθανη ζωή». Σαφώς, υπάρχει κι η άλλη πλευρά. Δε βρήκα, όμως, κάτι να θαυμάσω εκεί. «Είναι προνόμιο των ανθρώπων που μπορούν και θαυμάζουν», λέει ο Πλάτωνας. Ο θαυμασμός και η πίστη σε ορισμένα παιδιά του θεάτρου είναι το αντίδοτό μου στη γκρίνια, στον αρνητισμό και στην αδράνεια που δημιουργεί η πραγματικότητα.