13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΒιετνάμ: Το Βατερλό της «Τέταρτης Ρώμης»

Βιετνάμ: Το Βατερλό της «Τέταρτης Ρώμης»


Του Κώστα Σακκά,

Ο πόλεμος του Βιετνάμ αποτελεί στον ρου της ιστορίας μία από τις πιο ζοφερές στιγμές που βίωσε για 19 χρόνια η ανθρωπότητα (1955-1975). Επί της ουσίας, επρόκειτο για μία συγκρουσιακή πάλη της Ανατολής (ΕΣΣΔ-Σοβιετικό μπλοκ) με τη Δύση (ΗΠΑ-Βορειοατλαντική συμμαχία), απλά σε ένα διαφορετικό πεδίο της «σκακιέρας» -όπως αντιλαμβάνονταν τη γη- δηλαδή στις ζούγκλες και στα ελώδη εδάφη του Βιετνάμ. Σε θεωρητική βάση, οι αντικρουόμενες δυνάμεις (Βόρειο Βιετνάμ-Νότιο Βιετνάμ) ήταν μια προμετωπίδα της προαναφερθείσας κατάστασης, όπου στον βωμό της εξυπηρέτησης συμφερόντων της εκατέρωθεν ηγετικής δύναμης, οι δυο δυνάμεις, ως υποχείριά τους, αναλώθηκαν σε οικτρές σφαγές-εκατόμβες. Οι Αμερικανοί τότε βρήκαν ένα πρόσφορο έδαφος να αναδείξουν, με προβολή ισχύος, τη δήθεν «Ρωμαϊκότητά» τους, διεκδικώντας τον παραδοσιακό ρόλο της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο οποίος εδράζεται στο δόγμα της υπεροχής έναντι τρίτων κρατών, καθώς και στο γόητρο που επιφέρει αυτή στα σαλόνια του Λευκού Οίκου. Το αιματοβαμμένο μάθημα του Βιετνάμ και η υπόμνησή του, επηρέασαν την ιδιοσυγκρασία και την ψυχολογία μιας δυναστεύουσας δύναμης που έως τότε δεν έδειχνε ίχνος φραγμών και περιορισμών στην πολιτική της.

Το Βιετνάμ ήταν μία εξαιρετικά πολύπαθη περιοχή και αυτό έγινε ευδιάκριτο κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετέπειτα. Μετά τη μέγγενη των Ιαπώνων το 1945, οι Γάλλοι αναπολούσαν τις ένδοξες στιγμές της χαμένης αυτοκρατορίας τους στην Άπω Ανατολή. Όμως, απέναντί τους είχαν έναν εξαιρετικά θαρραλέο και ιδεολόγο ηγέτη, τον Χο Τσι Μινχ (1890-1969), ο οποίος, ως ταγός και ηγέτης του Βιετναμικού λαού, προέβη σε στάση και εν συνεχεία ανταρτοπόλεμο εναντίον των Γάλλων. Έχοντας διαρκή επαγρύπνηση, εκμεταλλεύτηκε το μίσος των Βιετναμέζων για την αποικιοκρατία και με τη συνδρομή των οπαδών του (Βιετκόνγκ), έσπειρε κυριολεκτικά τον φόβο στα γαλλικά στρατεύματα, αναγκάζοντάς τα εν τέλει να εγκαταλείψουν τον δυναστικό αγώνα τους. Η όλη κρίση διευθετήθηκε με την υπογραφή της συνθήκης της Γενεύης το 1954, η οποία προέβλεπε ένα διζωνικό Βιετνάμ ενόψει εθνικών εκλογών που θα οδηγούσαν αυτομάτως στον καθορισμό του μελλοντικού πολιτεύματος της συνόλου χώρας. Ο Χο Τσι Μινχ προβλεπόταν ως ο επόμενος Πρόεδρος, διότι είχε πολυάριθμους οπαδούς και στις δυο ζώνες, που θα του εξασφάλιζαν σαρωτική νίκη σε ενδεχόμενη εκλογική μάχη. Όμως, οι Αμερικανοί, οι οποίοι πήραν από τους Γάλλους τα ηνία της πρυτανεύουσας δύναμης στο Νότιο Βιετνάμ, θεώρησαν τις προθέσεις του Χο Τσι Μινχ ως απόπειρα κομμουνιστικής εξάπλωσης στη χώρα και αρνήθηκαν να επιτρέψουν τη διενέργεια εκλογών, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου για μια περίοδο κοινωνικών διαμαρτυριών που εξελίχθηκαν σταδιακά σε ανταρτοπόλεμο. Οι ενέργειες αυτές σημάδεψαν ως δαμόκλειο σπάθη τη δεκαετία του ’60 και βύθισαν στη διχόνοια μια ολόκληρη χώρα.

Εκείνη η περίοδος ήταν για το Νότιο Βιετνάμ ένα χρονικό διάστημα υψηλής ευμάρειας, καθόσον δέχτηκε στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση, ενώ η Αμερικανική παρέμβαση αυξανόταν αισθητά. Όμως, το κλίμα που είχε διαμορφωθεί απείχε εξολοκλήρου από τις ουτοπικές αιτιάσεις των Νοτιοβιετναμέζων. Το αντικομμουνιστικό και απολυταρχικό καθεστώς (με τον δάκτυλο των ΗΠΑ), ενισχύθηκε έτι περαιτέρω με τη δυσαρέσκεια του λαού για τη διαφθορά, την οικονομική ανέχεια και την καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών λόγω του αυταρχισμού. Μόνη λύση πλέον ήταν η καταφυγή στα όπλα με τη συνεπικουρία των κομμουνιστών του Βορείου Βιετνάμ, όπου με το μονοπάτι Χο τσι Μινχ (Λάος, Καμπότζη), ενίσχυαν το αντάρτικο στις εστίες του Νότου. Όταν ο Τζον Κένεντι βρέθηκε στην κεφαλή της χώρας, δήλωσε την αμέριστη συμπαράσταση του για την ακεραιότητα της κυριαρχίας του Νοτίου Βιετνάμ. Ήταν ιδιαίτερα πεπεισμένος δια φόβου ότι, προς υπεράσπιση της ιδεοληπτικής πολιτικής του κράτους του (προσάρτηση τρίτων κρατών στη σφαίρα οικονομικής/πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ-Αντικομμουνισμός), θα έπρεπε να κάνει το παν για να αποτρέψει τη διείσδυση του κινέζικου κομμουνισμού στη Νοτιοανατολική Ασία. Το 1963, με τη δολοφονία του Κένεντι, μπήκε ταφόπλακα στη σταυροφορία του εναντίον του κομμουνισμού. Ο διάδοχος του, Λίντον Τζόνσον, υποτίμησε τις ικανότητες και την πολεμική αυτοπεποίθηση των Βιετκόνγκ, καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι δυνάμεις τους ήταν ιδιαίτερα προσφιλείς στην καρδιά της Βιετναμέζικης κοινωνίας. Η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ, μπροστά σε μια δυσμενή κατάσταση, κατέφυγαν σε γνώριμες και ανορθόδοξες πρακτικές με προβοκατόρικα ψήγματα (Αεροπορικοί βομβαρδισμοί το 1964), κλιμακώνοντας έτσι τον πόλεμο για να καλυφθεί η μέχρι τότε στρατιωτική αποτυχία. Ο Πρόεδρος Τζόνσον, με μία κίνηση ευστροφίας και με υποχθόνιες κινήσεις, πέτυχε να «πειθαρχήσει» τους δημοκρατικούς θεσμούς, καθώς εξασφάλισε, με τη στήριξη του Κογκρέσου για το «Ψήφισμα του κόλπου Τόλκιν», τη σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ σε ενδεχόμενη επίθεση στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις από την κομμουνιστική «απειλή». Το μέγεθος του βομβαρδιστικού υλικού που έπληξε τις θέσεις των Βιετκόνγκ εικάζεται και υπολογίζεται ανάλογο με τον οιονεί αρμαγεδώνα βομβών, ο οποίος ρίχτηκε στη Ναζιστική Γερμανία από τους Συμμάχους. Η απογοήτευση και η δυσφορία διογκώθηκε σε αυτά τα 5 αναποτελεσματικά χρόνια του πολέμου, όταν οι Βιετκόνγκ του Χο Τσι Μινχ διεξήγαγαν πολυμέτωπη και αιφνιδιαστική επίθεση (γνωστή ως επίθεση του Τετ) το 1968, εναντίον των θέσεων των Νοτιοβιετναμέζων που ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι. Η αμερικανική υπεροπλία έκανε επιτυχημένη επίδειξη ισχύος και οδήγησε στη νίκη τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα τροπή προς το συμφέρον των Βορειοβιετναμέζων, καθώς μία ένδειξη παραπληροφόρησης από τον δημοσιογραφικό κύκλο ήταν αυτή που ανάγκασε τον Λίντον Τζόνσον να βγει σε κοινή θέα ενώπιων του Αμερικανικού λαού και να διακόψει με απόφαση του τον βομβαρδισμό στο Βόρειο Βιετνάμ, το οποίο κάλεσε σε ειρηνευτική διαβούλευση. Ακόμη, η κριτική στο εσωτερικό για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ήταν απηνής και επισκίασε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Τα διάφορα κινήματα του προοδευτικού φάσματος, σε συνδυασμό με εκείνα για τη διεκδίκηση των αστικών δικαιωμάτων, συσπειρώθηκαν σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις διεκδικώντας το μέλλον τους, αρνούμενοι να συμμετάσχουν στα εγωκεντρικά και αλαζονικά σχέδια των ΗΠΑ για κυριαρχία στον επικείμενο κόσμο, υπό τον μανδύα της δήθεν υπεράσπισης των συμφερόντων των Αμερικανών έναντι μιας ιδιάζουσας κομμουνιστικής «συμφοράς». Εν τέλει, λόγω της προαναφερθείσας κατάστασης, το φορτίο ήταν βαρύ και η μοναδική δίοδος ήταν οι εκλογές που οδήγησαν στην πολιτική κατάρρευση του Λίντον Τζόνσον και συνάμα στη μετατροπή της επίθεσης του Τετ σε μία λαμπρή νίκη για τον Χο Τσι Μινχ. Αποδείχτηκε ακραιφνώς ότι καταλυτικά στοιχεία για την έκβαση του πολέμου, αποτέλεσαν η παραπληροφόρηση και η προπαγάνδα. Ο διάδοχος του Τζόνσον, Ρίτσαρντ Νίξον, ήταν ο ενορχηστρωτής μιας στρατηγικής τύπου «νέας εποχής» για τη διαχείριση αυτής της χειμάζουσας κρίσης, καθώς προτεραιότητά του ήταν όσο το δυνατόν η γρηγορότερη απεμπλοκή των δυνάμεων των ΗΠΑ από το Βιετνάμ. Δυστυχώς, η εξέλιξη των πραγμάτων προσγείωσε τις βλέψεις του νεοεκλεγέντος Προέδρου, διότι κατά τη διάρκεια της τμηματικής αποχώρησης του αμερικανικού στρατεύματος από το Βιετνάμ, άλλες αμερικανικές δυνάμεις, τον Μάιο του 1970, πραγματοποίησαν εισβολή στην Καμπότζη και το Λάος. Το 1972, και ενώ είχαν αποχωρήσει σχεδόν 120.000 Αμερικανοί στρατιώτες, συμπεριλαμβανόμενων και των ξένων τμημάτων της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η ευθύνη της προάσπισης του Νοτιουβιετναμέζικου εδάφους εναποτέθηκε σε μία δύναμη 900.000 Νοτιοβιετναμέζων, όπως ήταν και η αρχική πρόθεση του Νίξον. Παράλληλα, οι Βιετκόνγκ, συνεπικουρούμενοι από την ΕΣΣΔ και τη Μαοϊκή Κίνα, εξαπέλυσαν ισχυρότατη επίθεση, καταλαμβάνοντας καίριες οχυρές θέσεις των εχθρών τους. Τον Δεκέμβριο του 1972, άνοιξε διάπλατα μία περίοδος που γράφτηκε με τα πιο χρυσά γράμματα στην ιστορία του Βιετνάμ. Διενεργήθηκαν κάποιες διαπραγματεύσεις, εν μέσω κάποιων αλληλοβομβαρδισμών, για τον τερματισμό του πολέμου και στις αρχές του 1973, η κατάπαυση του πυρός δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να εμφυσήσει στους παροικούντες της Ιερουσαλήμ της Αμερικανικής διπλωματίας ότι, πλέον, το Νότιο Βιετνάμ έπεφτε στα χέρια των Βιετκόνγκ το 1975, χρωματίζοντας μία μελανή σελίδα στην ιστορία και στο θυμικό της Αμερικανικής κοινωνίας.

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ολόκληρη η υφήλιος έγινε μάρτυρας του κατακερματισμού της Αμερικανικής πολεμικής τιμής. Βεβαίως, η ήττα βάρυνε τα σπλάχνα της Αμερικανικής κοινωνίας καθόσον χάθηκε ο ανθός της νεολαίας της, γεγονός που όξυνε τη δυσφορία και τις αντιπαραθέσεις. Το μάθημα του Βιετνάμ έβαλε όρια στην ισχύ της υπερδύναμης, η οποία πλέον έπρεπε να προσαρμόζει τους εκάστοτε στόχους της στους περιορισμούς. Επιπλέον, ο κύβος ερρίφθη πάνω στις αλαζονικές διαθέσεις της στρατιωτικής ηγεσίας των  ΗΠΑ, διότι δεν υπολόγισαν τη νομιμοποίηση των θυσιών που απέπνεε από τον αγώνα των Βιετκόνγκ για εθνική ενοποίηση, έναντι μιας παρωχημένης και άκρως ιδεοληπτικής στρατηγικής της ανάσχεσης, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να κατευναστεί οποιοδήποτε κομμουνιστικό κίνημα στον πλανήτη. Με άλλα λόγια, το ψυχικό σθένος και η αποφασιστικότητα του «Δαβίδ» κατακρήμνισε την αταλάντευτη υπεροψία του «Γολιάθ».


Βιβλιογραφία 
  • E. M. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία, Ο Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι, σελ. 983-988
  • Παγκόσμια Ιστορία, Ιστορικός Άτλας 3, Από την Γαλλική Επανάσταση έως τις μέρες μας, σελ. 80-81

Κώστας Σακκάς
Είναι γεννημένος το 1999 στην Θεσσαλονίκη και απόφοιτος Γενικού Λυκείου. Αυτή την εποχή σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), με κατεύθυνση στην Ιστορία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ