Του Κωνσταντίνου Λίκα,
Από τα διάφορα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα μας, κυρίαρχο είναι η φορολογία. Ως γνωστόν, τα επίπεδα φορολογίας στην Ελλάδα είναι τα υψηλότερα στα Βαλκάνια –σε ορισμένα είδη φορολογίας δε από τα υψηλότερα στην Ευρώπη–, ενώ οι κρατικές υπηρεσίες υπολειτουργούν και οι παροχές από το κράτος είναι περιορισμένες. Η Ελλάδα έχει να χρηματοδοτήσει μια σωρεία από ολοένα και ακριβότερες ανάγκες, με την ελληνική οικονομία, ελέω της κρίσης, να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Το δημογραφικό θα πιέζει το κράτος για περισσότερες πληρωτέες συντάξεις με ολοένα και μικρότερη βάση φορολογουμένων, οι ελληνικές ένοπλες Δυνάμεις χρήζουν εκσυγχρονισμού με ολοένα και ακριβότερα οπλικά συστήματα, οι ελλείψεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι τεράστιες και τα ΑΕΙ χρηματοδοτούνται de facto από τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών τους προγραμμάτων.
Συμπεραίνουμε εύκολα, λοιπόν, ότι το κράτος χρειάζεται ολοένα και περισσότερα χρήματα για να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις του ελληνικού λαού, όπως επίσης και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της χώρας, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Αλλά πώς θα «αρμέξει» το κράτος περισσότερα χρήματα από μια οικονομία που δυσκολεύεται να ανακάμψει; Μέσω της αύξησης των συντελεστών φορολογίας;
Δηλαδή το αγαπημένο μέτρο των προηγούμενων κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης, που ναι μεν εξασφαλίζει –μέχρι ενός σημείου φυσικά– βραχυπρόθεσμη ρευστότητα στα ταμεία του κράτους, βλάπτει δε μεσοπρόθεσμα την οικονομία, εάν συνεχίσουν να υπάρχουν; Αυτό το μέτρο, όπως φαίνεται από τη μείωση των εσόδων ΕΝΦΙΑ πρόσφατα, όχι μόνο έχει εξαντλήσει τη δυναμικότητά του, αλλά έχει αφαιμάξει την οικονομία μας και έχει ωθήσει δεκάδες χιλιάδες επιχειρηματίες μας στην Βουλγαρία (λογικό επακόλουθο). Πάνω απ’ όλα, έχει εξυπηρετήσει το σκοπό ύπαρξής του, ήτοι την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της χώρας στους πιστωτές της. Δε θέλαμε να περιορίσουμε και πολύ τα έξοδα του κράτους εξάλλου, οπότε με κάποιον άλλο τρόπο έπρεπε να ανταποκριθεί στις οφειλές του.
Άρα, λοιπόν, πρέπει να εξετάσουμε άλλες λύσεις. Η μία (και η πλέον προφανέστερη) λύση είναι το αντίμετρο, δηλαδή η μείωση των φορολογικών συντελεστών. Σε μια βεβαρημένη από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές οικονομία, άλλωστε, η μείωση της φορολογίας είναι σα μια όαση στην έρημο. Όταν ο ΦΠΑ, ο ΕΝΦΙΑ και οι συντελεστές εταιρικής φορολογίας (για να μη μιλήσουμε για τη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών) είναι τα υψηλότερα στα Βαλκάνια –οι περισσότερες Ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν 29% του εισοδήματός τους (όπως στη Γερμανία), ενώ στην Αλβανία και στην Τουρκία ο αντίστοιχος συντελεστής είναι 20% και στην Βουλγαρία 10%. Λογικό είναι, λοιπόν, να υπάρχει απαίτηση για φοροελαφρύνσεις. Για αυτό, άλλωστε, κέρδισε και η Νέα Δημοκρατία τις εκλογές με αυτοδυναμία.
Αυτό το μέτρο, ωστόσο, δεν είναι χωρίς κόστος. Λόγω των δεσμεύσεων της χώρας μας για την εξυπηρέτηση του χρέους και τα πλεονάσματα, δεν έχουμε τα περιθώρια να μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές ή να καταργήσουμε άσκοπες και ζημιογόνες φορολογικές διατάξεις. Βραχυπρόθεσμα, η μείωση φορολογίας μειώνει τα έσοδα που εισπράττονται, επειδή η οικονομία χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί στις φοροελαφρύνσεις. Ακόμα και η παρούσα κυβέρνηση δε μπορεί να καταργήσει στο 100% την προκαταβολή φόρου από επιχειρηματίες, ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Οι μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές καθ’ εαυτούς είναι ένα αναγκαίο, αλλά όχι επαρκές μέτρο για να απογειωθεί η ελληνική οικονομία και να αναρρώσει επιτέλους από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Κατά συνέπεια, για όσους δεν αρκούνται σε μικρά βήματα εμπρός, υπάρχει και μια πιο δύσκολη, αλλά και λιγότερο κοστοβόρα εναλλακτική λύση. Για όσους έχουν αποπειραθεί να διαβάσουν, έστω και επιφανειακά, τις νομοθεσίες για τη φορολογία στην Ελλάδα, το πρώτο πράγμα που γίνεται φανερό είναι η πολυπλοκότητα των εκάστοτε νομοθεσιών. Ο ΦΠΑ, για όσους θέλουν να μελετήσουν τις ρυθμίσεις αυτού, όπως και τον τρόπο δήλωσής του στα ελληνικά λογιστικά πρότυπα, μελετάται σε ειδικά βιβλία με πάνω από 1.400 σελίδες, ενώ η φορολογία εισοδήματος νομικών και φυσικών προσώπων σε 1.600 σελίδες και ο ΕΝΦΙΑ σε 182. Δε κάνω καν μνεία σε όλα τα υπόλοιπα είδη φορολογίας, όπως τα τέλη κυκλοφορίας, τα τέλη χαρτοσήμου, το φόρο κινητής τηλεφωνίας (με 4 συντελεστές παρακαλώ, ανάλογα με το ύψος του λογαριασμού). Πρέπει όλο αυτό να απλοποιηθεί.
Η απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας είναι σημαντική για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς, η πολυπλοκότητά της κοστίζει. Εργατοώρες για την εύρεση ευνοϊκών ρυθμίσεων στην κείμενη νομοθεσία (με το συνεπαγόμενο κόστος ευκαιρίας αυτού). Ανάγκη για την ύπαρξη ειδικά εκπαιδευμένων λογιστών και δικηγόρων, που είναι εξειδικευμένοι στο φορολογικό δίκαιο. Σκεφτείτε το εξής: εάν μπορούσε ο κάθε πολίτης ή/και η κάθε επιχείρηση με μεγαλύτερη ευκολία να συμπληρώνει τις δηλώσεις Ε1, Ε2 και Ε3 μόνος/η του/της, πόσο πιο εύκολη θα ήταν η ζωή του/της, τόσο από άποψη χρόνου όσο και από άποψη εξόδων;
Δεύτερον, μειώνεται η γραφειοκρατία. Ουδεμία απλοποίηση των φορολογικών συντελεστών δε νοείται μόνο με την κατάργηση εξαιρέσεων, αλλά επίσης και με τη μείωση του αριθμού των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Λιγότερα δικαιολογητικά για φορολογικές δηλώσεις (ειδικά σε συνδυασμό με ψηφιοποιημένες διαδικασίες υποβολής αιτήσεων) οδηγούν σε μείωση του κόστους συμμόρφωσης. Τα οφέλη από αυτά μεταφέρονται κατόπιν στην πραγματική οικονομία.
Είναι λογικό επακόλουθο, βέβαια, ένα τέτοιο μέτρο να ενέχει κόστος εφαρμογής, όπως και πολιτικό κόστος. Για την ακρίβεια, οι φορολογικοί κώδικες δυστυχώς είναι περίπλοκοι επειδή, πέρα από τσ κίνητρα που επιθυμεί να δώσει το κράτος σε ορισμένες δραστηριότητες και επενδύσεις, αποσκοπείται η εκπλήρωση και ικανοποίηση ορισμένων οικονομικών συμφερόντων. Η δημιουργία εξαιρέσεων έχει ως συνέπεια να εξαιρούνται τελείως ή μερικώς ορισμένες οικονομικές μονάδες από τη φορολογία. Αυτό είναι βέβαια ένα ζήτημα που ταλανίζει σχεδόν όλες τις δυτικές χώρες. Στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων χωρών, είναι απολύτως δυνατόν για επιχειρήσεις και άτομα υψηλού πλούτου να πληρώνουν πολύ χαμηλότερους συντελεστές φορολογίας (ή ακόμα, όπως συμβαίνει με την Amazon στις ΗΠΑ, καθόλου φορολογία) από την πλειοψηφία των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Και εδώ υπεισέρχομαι στο μεγάλο αγκάθι της χώρας, τη φοροδιαφυγή. Ένα πονεμένο κεφάλαιο. Σαφώς και η φοροδιαφυγή είναι ένα απεχθέστατο έγκλημα κατά του Έθνους, αλλά όταν το κράτος, αντί να αυστηροποιεί και να εφαρμόζει τη νομοθεσία περί φοροδιαφυγής, απλώς αύξησε τους φορολογικούς συντελεστές και συμπεριφέρεται στους επιχειρηματίες (ιδίως στους ελεύθερους) ωσάν να ήταν εγκληματίες. Επακόλουθο ήταν, λοιπόν, η αύξηση της φοροδιαφυγής. Η φοροδιαφυγή, ούσα έγκλημα σοβαρό, καταπολεμείται μόνο με τη μείωση του βάρους φορολογίας και των συντελεστών φορολογίας, καθώς και με την απλοποίηση των φορολογικών ρυθμίσεων.
Αλλά μιας και μιλάμε για τη φοροδιαφυγή, ας πούμε και ορισμένες αλήθειες πριν κλείσουμε. Δεν είναι δυνατόν να ζητάμε καλύτερη παιδεία, υγεία, δρόμους, αστυνόμευση, άμυνα και λοιπές υποδομές και μέσα συγκοινωνίας, όταν η φοροδιαφυγή «δικαιολογείται» από μέλη της κοινωνίας μας. Και εδώ που τα λέμε, κατά την άποψή του αρθρογράφου, οι ποινές που έλαβε το Nammos από την ΑΑΔΕ ήταν υπερβολικά χαλαρές. Οι ποινές πρέπει να γίνουν πιο αυστηρές, για να επιβληθεί κάποια πειθαρχεία. Επίσης, η ΑΑΔΕ οφείλει να ενισχυθεί με επιπρόσθετο προσωπικό για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Είναι άδικο να πληρώνουν φόρους οι πιο πολλοί συμπολίτες και συμπολίτισσές μας και να υπάρχουν ορισμένες οικονομικές μονάδες που αποφεύγουν να πληρώνουν αυτό που τους αναλογεί.
Επομένως, συστήνεται ο συνδυασμός των μειώσεων στους φορολογικούς συντελεστές με την απλοποίηση των φορολογικών ρυθμίσεων. Αποσυμφορούνται οι φορολογούμενοι/ες και οι επιχειρήσεις που πληρώνουν φόρο, και πληρώνουν ακόμα περισσότεροι φόρο, που υπό το παρόν σύστημα δε θα πλήρωναν καθόλου. Παράλληλα, η αυστηροποίηση των ποινών για τη φοροδιαφυγή είναι μονόδρομος, γιατί, έστω και με μειωμένους φορολογικούς συντελεστές, θα υπάρχουν εσαεί οικονομικές μονάδες που θα επιδιώκουν να αποφύγουν παρανόμως την προβλεπόμενη φορολογία. Η τιμωρία οφείλει να είναι αυστηρότατη και παραδειγματική και επιτέλους να μετατραπεί η φοροδιαφυγή στην κοινωνία μας από «μαγκιά» σε στίγμα. Ο συνδυασμός των τριών αυτών μεθόδων είναι η μόνη «μαγική συνταγή» για την ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας.
Γεννήθηκε το 1995 στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Εφαρμοσμένα Οικονομικά και Χρηματοοικονομικά του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Master of Finance της Frankfurt School of Finance and Management. Ενδιαφέρεται κυρίως για διεθνή χρηματοοικονομικά, τραπεζικά, φορολογικά και εμπορικά ζητήματα, όπως και για γερμανικά, αλβανικά, ιαπωνικά και διεθνή πολιτικά ζητήματα. Ενδιαφέρεται επίσης για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Είναι υπότροφος της διεθνούς ακαδημαϊκής υποτροφίας (IPS) του Γερμανικού Κοινοβουλίου και της DAAD. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, τουρκικά, αλβανικά και ελληνικά.