Του Θάνου Κουλουβάκη,
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με ένα φαινόμενο που ονομάστηκε «σκούπα» και συμβαίνει εδώ και μερικές μέρες στα Εξάρχεια. Ένα φαινόμενο που είναι αμφίβολο αν θα σταματήσει, και αν μη τι άλλο προβληματίζει και δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα. Ο όρος που χρησιμοποίησα δεν είναι σαφώς δικό μου δημιούργημα, κι ούτε θεωρώ πως είναι ορθός από καμιά οπτική. Όμως, εφόσον έτσι αποφάσισαν η αστυνομία και η κυβέρνηση ότι πρέπει να ορίσουν τις πρόσφατες δράσεις τους, τότε θεωρώ ότι είναι εύλογο να το αναφέρω, σε περίπτωση που κάποιος ή κάποια δεν το γνωρίζει.
«Εκκίνησε μια αθόρυβη νέας τεχνολογίας -θα μπορούσαμε να πούμε- ηλεκτρική σκούπα, η οποία είναι η αστυνομία, και αυτή σιγά – σιγά θα ρουφήξει όλα τα σκουπίδια μέσα από τα Εξάρχεια, προοδευτικά, δημοκρατικά, με σχέδιο από τα επιτελεία της Αστυνομίας» είπε ο Σταύρος Μπαλάσκας, ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων, σε εκπομπή του ΣΚΑΪ.
Αναρωτιέμαι πραγματικά αν ο αντιπρόεδρος της ΠΟΑΣΥ αντιλήφθηκε ότι αποκάλεσε συνανθρώπους μας σκουπίδια. Αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει πόσο επικίνδυνα είναι τα όσα ξεστόμισε και πόσο διαδεδομένος είναι αυτός ο τρόπος αντίληψης μέσα στο αστυνομικό σώμα. Σίγουρα δεν έχω τις απαντήσεις για όλα αυτά τα ερωτήματα και ενδεχομένως, δεν πρέπει απλώς να αναπαράγω τον δικό μου τρόπο σκέψης μέσω αυτού του άρθρου για να τα απαντήσω. Όμως, σε αυτό που πρέπει αναμφισβήτητα να σταθούμε, είναι στο γεγονός ότι η βαρβαρότητα ολοένα και θεριεύει· η βία φυσικοποιείται και η ανθρωπιά χάνεται εντελώς.
Διότι, ενώ η εν λόγω επιχείρηση υποτίθεται ότι θα βελτιώσει την κατάσταση στην περιοχή των Εξαρχείων -όπου η βελτίωση νοηματοδοτείται σαφώς διαφορετικά από το κάθε υποκείμενο, όπως αποδεικνύει η ίδια η πραγματικότητα- εν τέλει, καταλήγει απλώς να αποτελεί ένα ανθρωποκυνηγητό, το οποίο έχει ως άμεσο στόχο την πρόκληση τρόμου σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν κάνει τίποτα μεμπτό, τίποτα παράνομο, τίποτα κατακριτέο.
Εν τέλει, η εν λόγω επιχείρηση δεν είναι βέβαιο τι αποτελέσματα θα επιφέρει και είναι επίφοβο ότι η κατάσταση που επικρατεί και θα επικρατήσει το επόμενο χρονικό διάστημα στα Εξάρχεια θα είναι έκρυθμη και ενδεχομένως θα επιφέρει έντονες αντιδράσεις. Αυτό είναι, αναμφισβήτητα, ένα ζήτημα που πρέπει να αναλογιστούν αν πρόκειται η επιχείρηση, που έχει ξεκινήσει, να συνεχίσει να υφίσταται στο μέλλον. Διότι στα δικά μας μυαλά δεν υπάρχουν άνθρωποι – σκουπίδια. Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να αντικειμενοποιείται· να αντιμετωπίζεται, δηλαδή, απλώς ως ένα αντικείμενο δίχως ψυχή, συναισθήματα και ανάγκες.
Για εμάς, αυτή η επιχείρηση είναι καταστροφική, διότι αντιλαμβανόμαστε ότι τυχαία δε βρισκόμαστε στη θέση αυτών των ανθρώπων που τους έβγαλαν έξω από τα σπίτια τους – ή τους χώρους που είχαν οικιοποιηθεί. Τυχαία δεν είμαστε αυτοί και αυτές που, αυτή τη στιγμή, βρίσκονται μακριά από ανθρώπους που αγαπούν, χιλιόμετρα μακριά από τη συναισθηματική ασφάλεια και την αλληλεγγύη που είχαν τη δυνατότητα να αισθανθούν και να δεχθούν.
Καμιά «σκούπα» δεν πρέπει να σκουπίζει ανθρώπινες ζωές, δεν πρέπει να βγάζει ανθρώπους από τα σπίτια τους και να τους στέλνει σε μέρη όπου νιώθουν ότι απειλούνται. Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να διώκεται επειδή επιθυμεί και επιλέγει να ζήσει σε ένα περιβάλλον. Και, εν τέλει, αναρωτιόμαστε τι δημοκρατική νομιμοποίηση έχει αυτή η αθόρυβη σκούπα, που στα δικά μας αυτιά προκαλεί τρομερό θόρυβο· τόσο έντονο που δεν μπορούμε να μείνουμε σιωπηλοί.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.