Της Μαριάννας Χαμντάνη,
Πόσους πρόσφυγες μπορεί να αντέξει μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, εν καιρώ οικονομικής κρίσης; Κανείς, πλέον, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα μαζικά προσφυγικά ρεύματα αποτελούν ένα από τα κυριότερα θέματα συζήτησης που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, προκειμένου να αντεπεξέλθει η χώρα σε αυτή την πρόκληση.
Το 2015, η Ελλάδα έγινε σημείο συγκέντρωσης περίπου 1.065.000 ανθρώπων από την περιοχή της Mέσης Ανατολής, όπως η Συρία, από όπου προέρχεται το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφύγων. Επίσης, πολλοί ξεκίνησαν από το Ιράκ, Ιράν και Αφγανιστάν, έχοντας ως στόχο να περάσουν προς τις χώρες της Ευρώπης. Τα ποσοστά των εισροών, βέβαια, ενδέχεται να ήταν πολύ μεγαλύτερα από αυτά που δηλώθηκαν. Θύματα πολέμου, πείνας, φτώχειας, εξαθλίωσης, ηλικιωμένοι, παιδιά, καθώς και ενήλικες αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες ζωής και ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση. Αναντίρρητα, αυτό το μαζικό κύμα προσφύγων αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα.
Η απόπειρά τους, όμως, παρεμποδίζεται από το γεγονός πως οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία και η Βουλγαρία, εκτός από την Ελλάδα, διατηρούν τα σύνορά τους κλειστά και αυτό έχει ως συνέπεια τον «εγκλωβισμό» εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στην Ελλάδα. Μια μικρή χώρα πρέπει, λοιπόν, με τα μέσα που διαθέτει να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους. Κατατρεγμένοι και καταπονημένοι, καθώς καταφθάνουν στα νησιά του Αιγαίου με φουσκωτές βάρκες, ενώ άλλοι χάνονται στη θάλασσα. Η Λέσβος ήταν η κυριότερη πύλη εισόδου, καθώς υποδέχτηκε 506.919 ανθρώπους. Ακολουθούν η Χίος που υποδέχθηκε 120.556, η Σάμος 73.134, η Κως 58.503, η Λέρος περίπου 31.618, το Αγαθονήσι 31.226, η Κάλυμνος 9.755, η Σύμη 3.984, η Κρήτη 896 και η Τήλος, φυσικά, 876 πρόσφυγες. Η εικόνα χιλιάδων ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, να διανύουν τόσο μεγάλες αποστάσεις λόγω των συνθηκών στη χώρα τους με λιγοστές βάρκες, να πέφτουν στη θάλασσα και τέλος, να χάνουν τη ζωή τους, αποτελεί πράγματι ένα αποτρόπαιο θέαμα που με δυσκολία το χωράει ο ανθρώπινος νους. Σύμφωνα με έρευνες, 6.000 πρόσφυγες έχασαν τη ζωή τους, ενώ 149 αγνοούνται.
Οι κάτοικοι των νησιών τους αντιμετώπισαν με αγάπη και στοργή, και δίχως να χάσουν χρόνο προθυμοποιήθηκαν να τους προσφέρουν τα απαραίτητα. Τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και καταλύματα. Αξιοθαύμαστη θεωρείται ακόμη η κίνηση των κατοίκων να μοιραστούν την κατοικία τους. Φυσικά, δεν έλειψαν και οι εντάσεις ορισμένων ντόπιων, οι οποίοι είδαν με καχυποψία και τρόμο τους συνανθρώπους τους που έφθαναν στα νησιά ταλαιπωρημένοι και διωγμένοι από την εμπόλεμη ζώνη στην πατρίδα τους. Δυστυχώς, οι ροές των προσφύγων δεν έπαψαν και συνεχώς κατέφθαναν όλο και περισσότεροι. Τα hotspots σε κάθε μέρος γέμιζαν πρόσφυγες, ποσοστά που πλέον δεν μπορούν οι αρμόδιες αρχές να διαχειριστούν. Οι συνθήκες είναι δύσκολες και πολλοί αναγκάζονται να διαμείνουν είτε στο δρόμο, είτε σε ετοιμόρροπα και εγκαταλελειμμένα καταλύματα, μέσα σε ανθυγιεινά περιβάλλοντα, δυσχεραίνοντας όλο και περισσότερο την υγεία τους.
Άπραγη, σαφώς, δεν έμεινε η Ε.Ε., καθώς ανέπτυξε στη Μεσόγειο επιχειρήσεις για τη διάσωση των ανθρώπων στη θάλασσα, αλλά και την καταστολή της παράνομης διακίνησης αυτών. Περισσότερες από 450.000 ανθρώπινες ζωές σώθηκαν χάρη στις προσπάθειες αυτές. Η μία επιχείρηση εκτεινόταν στη Μεσόγειο και ονομαζόταν «επιχείρηση Sophia», η δεύτερη επιχείρηση ονομαζόταν Themis (πρώην Triton) που κάλυπτε την Κεντρική Μεσόγειο και η τρίτη ονομαζόταν Poseidon που κάλυπτε την Ανατολική Μεσόγειο. Παρά, όμως, τις αξιοσημείωτες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, η Ελλάδα αναζητά τη μεγαλύτερη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, είναι άξιο θαυμασμού το γεγονός πως μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα που δέχεται μόνο εισροές και δεν έχει εκροές, επιχειρεί με τα λιγοστά μέσα που διαθέτει να φέρει εις πέρας την αποστολή της, προστατεύοντας όσο το δυνατόν περισσότερους πρόσφυγες μπορεί και παρέχοντάς τους τα προς το ζην. Θεωρείται, όμως, απαραίτητο και τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της Ε.Ε. να συμβάλλουν στη βοήθεια αυτή. Οφείλουμε να θυμόμαστε πως οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν στη δύνη του πολέμου, έχασαν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, τους αγαπημένους τους ανθρώπους, βρέθηκαν στο απόλυτο μηδέν και αναζητούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είναι χρέος μας να δείξουμε ανθρωπιά, βοηθώντας τους να αντεπεξέλθουν και να μείνουν μακριά από κάθε μορφή εξαθλίωσης και καταπάτησης δικαιωμάτων.
Είναι γεννημένη το 1999 σπουδάζει στις Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και βρίσκεται στο 3ο έτος των σπουδών της. Ως κατεύθυνση θέλει να επιλέξει τις διεθνείς σχέσεις αλλά δε γνωρίζει ακόμα το επάγγελμα που επιθυμεί να ακολουθήσει στο μέλλον. Έχει παρακολουθήσει αρκετά συνέδρια, ημερίδες και πλέον συμμετέχει σε προσομοιώσεις. Της αρέσουν οι ξένες γλώσσες και ο χορός.