Του Θάνου Κουλουβάκη,
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι οι οποίοι αγαπούν πραγματικά την τέχνη, τη θαυμάζουν και την εκτιμούν. Όμως, η τέχνη δεν αποτελεί ένα ενιαίο και ενοποιημένο σύνολο πραγμάτων και δε θα ήθελα να παρουσιαστεί ως τέτοιο. Διότι, τέχνη δεν είναι μονάχα ένας πίνακας ζωγραφικής ή ένα βιβλίο· ή τουλάχιστον η τέχνη στην οποία αναφέρομαι δεν αποτελείται αποκλειστικά από έναν καμβά, μια σκηνή θεάτρου ή μια σειρά φωτογραφιών – δίχως να σημαίνει αυτό ότι όλα τα προαναφερθέντα δεν αποτελούν τέχνη. Αναφέρομαι σε ένα ευρύτερο σύνολο πραγμάτων, δράσεων και τρόπων έκφρασης που θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε ως τέχνη.
Αν αυτό είναι ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή, είναι βοηθητικό προκειμένου να αντιληφθούμε πώς μεταβάλλεται ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη εν γένει, καθώς και πώς αλλάζει – χρονικά και χωρικά – το τι ονομάζεται τέχνη. Για να καταστεί σαφές αυτό που αναφέρω, μπορούμε να λάβουμε υπόψιν μας ότι ανάλογα με την κουλτούρα, τον πολιτισμό, κάθε λαού, διαφοροποιείται και ο τρόπος αντίληψης της τέχνης σε όλες της τις μορφές· όπως, επίσης, διαμορφώνονται και οι μορφές της αυτές καθ’ αυτές.
Ένα απλό και απτό παράδειγμα είναι η μουσική, μία αρκετά διαδεδομένη – ίσως και η πιο διαδεδομένη – μορφή τέχνης που όλοι και όλες θεωρώ πως αναγνωρίζουμε. Ανάλογα με τον τόπο που επισκεπτόμαστε – τόσο σε εγχώρια, όσο και σε παγκόσμια δεδομένα – υπάρχουν αισθητές διαφορές στη μουσική που δημιουργείται και παίζεται. Υπάρχουν, παράλληλα, μεγάλες διαφορές και στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι που κατοικούν στον εκάστοτε τόπο διαχειρίζονται τα μουσικά ερεθίσματα που λαμβάνουν. Εξάλλου, οι χοροί παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο, ενώ πολλοί από αυτούς δε μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους.
Πέραν από τη μουσική, εν τούτοις, ακόμη και στον κινηματογράφο μπορούμε να εντοπίσουμε διαφορετικές τεχνοτροπίες ή προτιμήσεις, είτε σκηνοθετικής φύσεως, είτε αναφορικά με την απόδοση των ρόλων, είτε σχετικά με την επιλογή των ηθοποιών, οι οποίες μεταβάλλονται από χώρα σε χώρα και αυτή η αλλαγή είναι αισθητή στο μάτι του θεατή.
Αναφέροντας όλα τα παραπάνω, θέλω να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η τέχνη δεν είναι κάτι ξεκάθαρο και αμετάβλητο· δεν είναι ένα μεγάλο κουτί με πολλά μικροσκοπικά, επιμέρους κουτάκια, τα οποία εμείς μπορούμε να γεμίζουμε μονάχα με συγκεκριμένα πράγματα. Συνεπώς, δεν μπορούμε – ή μάλλον είναι άσκοπο – να προσπαθούμε να κατατάξουμε την εκάστοτε μορφή τέχνης που τυχαίνει να δούμε ή που καλούμαστε να διαχειριστούμε σε συγκεκριμένα, στενά κουτάκια. Είναι, σαφώς, αδύνατο να είμαστε εξοικειωμένοι και εξοικειωμένες με όλες της τις μορφές, ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχει υποδεέστερη και ανώτερη τέχνη. Διότι εν τέλει η εκάστοτε κοινωνία καθορίζει τι είναι ανώτερο και τι κατώτερο.
Δεν είναι δυνατόν να μας αρέσει κάθε μορφή τέχνης που υπάρχει σε αυτόν τον πλανήτη και εν τέλει, δεν πρέπει κιόλας. Εν τούτοις, είναι υποχρέωσή μας να τη σεβόμαστε και να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που στα δικά μας μάτια φαντάζει ανιαρό ή – για να το θέσω πιο απλά – εκτός τόπου και χρόνου, ενδέχεται να ευχαριστεί κάποιο άλλο άτομο και να του προσφέρει κάτι που εμείς δεν μπορούμε να διακρίνουμε. Άλλωστε, θεωρώ πως αυτός είναι ένας βασικός σκοπός της τέχνης· να παρέχει στο εκάστοτε άτομο ορισμένα ερεθίσματα, παρ’ όλο που μπορεί να μην προκαλεί τα ίδια σε όλους.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.