Του Θεοφάνη Τζεβελέκου,
Η ακρόαση μουσικής αποτελεί αγαπημένη συνήθεια για τους περισσότερους, ίσως και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας αυτών. Η επαφή με τη μουσική ποικίλει και μπορεί να σχετίζεται με την παρακολούθηση μιας συναυλίας, με την εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου ή με τη δημιουργία μιας ενημερωμένης δισκοθήκης κ.λ.π. Με την πάροδο των ετών, η παραγωγή και η διανομή της μουσικής έχει αλλάξει ριζικά, έχοντας επηρεαστεί άμεσα από την τεχνολογική εξέλιξη και την επίδραση της ψηφιακής εποχής που σάρωσε στο πέρασμα της κάθε τι «αναλογικό».
Στις μέρες μας, διαδικτυακές πλατφόρμες όπως είναι το YouTube ή το Spotify, φιλοξενούν έναν τεράστιο όγκο μουσικής, ο οποίος είναι προσβάσιμος από όλους σε μηδενικό χρόνο, καταβάλλοντας μηδενικό κόστος. Το YouTube έχει αποκτήσει τεράστια δυναμική λόγω της επισκεψιμότητας πολλών εκατομμυρίων ή και δισεκατομμυρίων χρηστών. Ίσως θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε τις πωλήσεις μιας δισκογραφικής κυκλοφορίας σε φυσικά αντίτυπα κατά το παρελθόν, με τα σημερινά views (=θεάσεις) που σημειώνει μια δισκογραφική κυκλοφορία στο διαδίκτυο. Μέσα από τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων όπως το YouTube, ο ακροατής έχει τη δυνατότητα να έρθει ανεμπόδιστα σε επαφή με τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, να ενημερωθεί για τις επόμενες συναυλίες τους, να προμηθευτεί σε φυσική μορφή το υλικό τους αν το επιλέξει, καθώς επίσης και να δει τα μουσικά κομμάτια τους που έχουν οπτικοποιηθεί, έχουν γίνει, δηλαδή, video clips.
Υπό αυτές τις νέες ψηφιακές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, οι δισκογραφικές εταιρίες έχουν συρρικνωθεί σημαντικά, φαντάζοντας συχνά ως μια μακρινή ρομαντική ανάμνηση. Κατά κάποιο τρόπο, θα λέγαμε πως και αυτές έχουν μετατραπεί σε κανάλια χρηστών του YouTube. Αφουγκραζόμενες την ασταμάτητη εξέλιξη αυτού του σύγχρονου μέσου, προχωρούν στο ανέβασμα (upload) των καταλόγων τους με τις κυκλοφορίες παλαιότερων δεκαετιών, που μπορεί να είναι και δυσεύρετες για να τις προμηθευτεί κάποιος σε φυσική μορφή CD ή δίσκου βινυλίου.
Αξίζει, όμως, σε αυτό το σημείο, να κάνουμε ένα σύντομο ταξίδι προς τα πίσω για να αναδείξουμε τους τρόπους με τους οποίους ακούγαμε μουσική στο παρελθόν. Στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, «κυρίαρχος του παιχνιδιού» ήταν αναμφισβήτητα το βινύλιο σε διάφορες εκδοχές, επτά (7), δέκα (10) ή δώδεκα (12) ιντσών ή αν προτιμάτε σε στροφές, τριάντα τριών (33) και σαράντα πέντε (45). Οι παραπάνω εκδόσεις μετρούσαν τη χωρητικότητα, δηλαδή πρακτικά το πόσα κομμάτια χωρούσαν σε κάθε πλευρά του δίσκου βινυλίου. Σε αυτή την περίοδο, εμφανίστηκαν και formats που δε μακροημέρευσαν όπως ήταν οι κασέτες 8 -TRAK, οι οποίες ήταν μεγαλύτερες σε μέγεθος από τις συμβατικές κασέτες. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο τύποι κασέτας εξυπηρετούσαν τα ζητήματα φορητότητας της μουσικής που ανέκυψαν.
Επιπλέον, η κυκλοφορία και διάδοση χρήσης φορητών συσκευών αναπαραγωγής ήχου, όπως το Walkman της Sony, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της κασέτας ως μέσο. Στη συνέχεια, περνάμε στη δεκαετία του ’90, κατά την οποία εξαπλώνεται ευρέως η χρήση του CD (Compact Disk), το οποίο είχε κυκλοφορήσει ήδη από το 1982, κατόπιν συνεργασίας των εταιριών – Κολοσσών Sony και Philips. Έπειτα, φτάνουμε στην πρώτη δεκαετία του 2000 και μετά από κάποια χρόνια, το CD σημειώνει πτωτικές τάσεις. Σημαντικός παράγοντας υπήρξε και το υψηλό κόστος αγοράς του πολλές φορές, γεγονός που ωθούσε συχνά ιδιώτες, καταστήματά ράχες, ακόμα και πλανόδιους μικροπωλητές να αντιγράφουν αυθεντικά μουσικά CD, δημιουργώντας «πειρατικά» αντίγραφα αυτών. Επιπροσθέτως, ένας καθοριστικός παράγοντας που «σκότωσε» τις πωλήσεις του CD, ήταν η αύξηση της χρήσης του Διαδικτύου και κατ’ επέκταση, το κατέβασμα (download) αρχείων μουσικής σε ψηφιακή μορφή. Ήταν η περίοδος όπου έκαναν και την εμφάνιση τους φορητές συσκευές αναπαραγωγής ήχου, όπως είναι τα ΜP3/MP4 Players, I-Pod, αλλά και σύγχρονα κινητά τηλέφωνα με εφαρμογές πολυμέσων. Την ίδια περίοδο, μουσικά CD δίνονταν ως δώρο σε έντυπα εφημερίδων και περιοδικών που κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία ή και μηνιαία βάση.
Προσγειωνόμαστε στο σήμερα και βιώνουμε ένα φαινόμενο «back to the roots» (επιστροφή στις ρίζες), καθώς είναι αξιοσημείωτη η επανάκαμψη του βινυλίου ως κυρίαρχου φυσικού μέσου για να ακούσει κάποιος μουσική. Γεγονός που ίσως και να φάνταζε αφήγημα επιστημονικής φαντασίας, κάποια χρόνια πριν. Τα τελευταία χρόνια, το βινύλιο διεθνώς σημειώνει τεράστιες πωλήσεις, ενώ δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που επιλέγουν να κυκλοφορήσουν ανεξάρτητα τα albums τους αποκλειστικά σε βινύλιο, δίνοντας μαζί με αυτά δώρο την εκδοχή σε CD ή κάποιο κωδικό κατεβάσματος του album (download code) σε ψηφιακή μορφή. Ένας δίσκος βινυλίου έχει μια «ζεστασιά» ως προς την ακρόαση του – είναι ένα μικρό έργο τέχνης: διαθέτει το artwork του εξωφύλλου, το εσώφυλλο με τους στίχους των κομματιών, το οπισθόφυλλο με την αρίθμηση των κομματιών και πιθανές αφιερώσεις, ενώ τα φυσικά μουσικά όργανα ακούγονται πολύ ζωντανά.
Βέβαια, αυτή η απρόσμενη επιστροφή του βινυλίου ως μέσο αποτελεί και αφορμή για ορισμένους κακόβουλους πωλητές και διανομείς μουσικής, ιδιώτες και μη, να αισχροκερδούν. Προβάλλοντας ως πρόσχημα τη συλλεκτικότητα ή τη σπανιότητα ενός δίσκου εις βάρος των καταναλωτών, αλλά και της ίδιας της μουσικής, η οποία, εν τέλει, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πολιτιστικό αγαθό των πολιτών.
Γεννήθηκε στο Μαρούσι, Αττικής το 1993 και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει απασχοληθεί στον Τομέα Διεθνούς Συνεργασίας του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής καταγράφοντας και αναλύοντας τις πολιτικές εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Ασία. Είναι Συνεργαζόμενος Ερευνητής του Κέντρου Ελληνικής και Διεθνούς Ιστορίας (ΚΕΔΙΣ). Τρέφει ακόρεστη αγάπη για την τέχνη και ιδιαίτερα για τη μουσική.